ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΣΕΠΕ Πειραιά
Με νομοθετική τροπολογία της κυβέρνησης επανέρχεται η παλαιότερη ρύθμιση για τους σημαιοφόρους, τους παραστάτες των σχολικών παρελάσεων, αλλά και για και όσους μαθητές καταθέτουν στεφάνια εκ μέρους των σχολείων σε σχετικές τελετές. Σύμφωνα με την ανακάμπτουσα ρύθμιση, για την επιλογή αυτή κάθε σχολείο καταρτίζει σειρά προτεραιότητας στηριζόμενο στη βαθμολογία των μαθητών της Ε’ τάξης. Η βαθμολογία υπολογίζεται επί του τελικού μέσου όρου κάθε μαθήματος, και δεν επιδέχεται στρογγυλοποιήσεων. Το δεκαδικό μέρος συνυπολογίζεται για τον καταρτισμό της ιεραρχικής σειράς. Όταν ακόμα κι αυτό δεν δίνει ξεκάθαρα αποτελέσματα, καταφεύγουμε στην κλήρωση, έτσι ώστε στο τέλος σε κάθε θέση της ιεραρχίας να αντιστοιχεί ένας και μόνο εντεκάχρονος.
Όλοι θέλουμε η προσπάθεια των μαθητών μας να ανταμείβεται. Όμως η πρώτη, η μεγαλύτερη και η ουσιαστική ανταμοιβή της μαθητικής προσπάθειας είναι η γνώση. Η γνώση συγκεκριμένων περιεχομένων και η διαδικαστική γνώση για το πως σκέπτεται κάθε επιστήμη και για το πως συμπεριφερόμαστε και εργαζόμαστε σε κοινωνικούς χώρους όπως το σχολείο αποτελούν το πραγματικό έπαθλο που αποδίδει η κοινωνία και το σχολείο στους μαθητές που προσπαθούν. Πέρα από το πρώτο, μεγαλύτερο, ουσιαστικό και πραγματικό έπαθλο, την ίδια τη γνώση, υπάρχουν και οι βαθμοί. Η συζήτηση για το αν ένας αριθμός μπορεί να αποτυπώσει τόσο τις επιδόσεις όσο και τις προσπάθειες των μαθητών πρέπει να ξαναγίνει, αλλά για το θέμα που συζητάμε, αρκεί να αποδεχτούμε ότι οι βαθμοί αποτελούν ένα τρίτο έπαθλο για τη μαθητική προσπάθεια, αφού το δεύτερο είναι η καθημερινή της αναγνώριση από το δάσκαλο στην τάξη και από το γονιό στο σπίτι.
Αν λοιπόν η μαθητική προσπάθεια ανταμείβεται ήδη ποικιλότροπα, γιατί χρειαζόμαστε και την ιεραρχική σειρά της σχολικής παρέλασης; Είμαστε σίγουροι ότι αυτή η εμμονή με τις ιεραρχίες δεν κοστίζει τίποτα; Αγνοούμε την βαθμοθηρία; Αγνοούμε ότι πολλά παιδιά ενδιαφέρονται περισσότερο για τις δεύτερες και τις τρίτες ανταμοιβές και λιγότερο για την ίδια τη γνώση; Ότι προσπαθούν να κλέψουν, να αντιγράψουν, να ξεγελάσουν δασκάλους και γονείς; Ότι δεν σκέπτονται αυτά που μαθαίνουν, αλλά πως θα ανταποκριθούν στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις των ενηλίκων; Δεν γνωρίζουμε ότι οι ιεραρχίες σκορπάνε τον ανταγωνισμό και οδηγούνε τους μαθητές να υποβλέπουν ο ένας τον άλλο και να εύχονται την αποτυχία του συμμαθητή τους; Δεν καταλαβαίνουμε ότι για να είσαι «πρώτος» δεν φτάνει να πετύχεις εσύ, πρέπει να αποτύχει και ο άλλος; Δεν καταλαβαίνουμε ότι από τη στιγμή που τέτοιου είδους κίνητρα κυριαρχήσουν, τα παιδιά που απέχουν σημαντικά από τους πρώτους δεν θα έχουν κανένα λόγο να προσπαθούν; Θα τεθούν στο περιθώριο και θα συμπεριφερθούν ως τέτοιο;
Όλοι θέλουμε να είναι το σχολείο δίκαιο. Οι υποστηρικτές της ανακάμπτουσας ρύθμισης για τις παρελάσεις βλέπουν στην ιεραρχία της σημαίας την απόδοση δικαίου. Λένε ότι οι «κακοί» μαθητές, τα πεντάρια, τα εξάρια και τα επτάρια αποκλείονται από τις ξεχωριστές θέσεις, πληρώνοντας δίκαια την «αδιαφορία» τους. Γνωρίζουμε όμως ότι τα παιδιά φτάνουν στο σχολείο άνισα, «προικισμένα» από τις οικογένειες τους με διαφορετικά μορφωτικά (κυρίως), κοινωνικά και οικονομικά κεφάλαια. Οι σχολικοί βαθμοί αντικατοπτρίζουν κυρίως αυτές τις ανισότητες. Αν προσποιούμαστε ότι αυτές δεν υπάρχουν, δεν τις εξαφανίζουμε. Απλά τις μεταμφιέζουμε σε διαφορές προσπάθειας. Οι μαθητές που δεν μπορούν να αντιπαλέψουν τη φτώχεια τους σε κάθε είδους κεφάλαιο, χρεώνονται και τα αποτελέσματα της κοινωνικής ανισότητας. Η λογική αυτή, εκτός από το να επιδεικνύει πρωτοφανή σκληρότητα απέναντι στα πιο αδικημένα εντεκάχρονα, αποτρέπει το σχολείο από την αναζήτηση μεθόδων, περιεχομένων, τρόπων και ρυθμίσεων για να αγωνιστεί ενάντια στην αδικία.
Η ανακάμπτουσα διαδικασία επιλογής σημαιοφόρων, παραστατών κλπ. αποτελεί μια τελετουργία που μεταμφιέζει τις κοινωνικές ανισότητες σε ατομικές διαφορές και καθιερώνει ιεραρχίες που διαστρέφουν τον μορφωτικό αγώνα της σχολικής κοινότητας σε ανταγωνιστικό παιχνίδι εγωιστών μαθητών.
Τέλος, η ανακάμπτουσα διαδικασία επιλογής σημαιοφόρων κλπ. δημιουργεί ιεραρχίες απέναντι στη σημαία και την πατρίδα. Αντί για μια πατρίδα που ενώνει, προωθεί μια πατρίδα που ξεχωρίζει τα μέλη της σε ικανά και ανίκανα από τα έντεκα ήδη χρόνια τους, αναπαράγοντας και ταυτόχρονα αποκρύπτοντας την κοινωνική ανισότητα. Η σημαία παίρνει πάντα ξεχωριστό νόημα ανάλογα με αυτόν που την κρατάει. Το νόημα της αποκαλύπτεται στη στιγμή που το τανκ ρίχνει την πόρτα του Πολυτεχνείου. Τόσο οι αγωνιζόμενοι φοιτητές όσο και οι δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας αυτήν κρατάνε. Άλλη όμως είναι η πατρίδα που φτιάχνουν οι αγωνιστές φοιτητές και άλλη η πατρίδα που φτιάχνουν οι χουντικοί και τα όργανα τους. Όταν συζητάμε για τη σημαία στο σχολείο αναρωτιόμαστε και για την πατρίδα που θέλουμε να φτιάξουμε.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η επανακάμψασα ρύθμιση της βαθμολογικής ιεραρχίας των εντεκάχρονων έναντι της πατρίδας πρέπει να αποσυρθεί. Αντί να συζητάμε για τους σημαιοφόρους κλπ. πρέπει να ξανασυζητήσουμε πως μπορούμε να βοηθήσουμε τον μορφωτικό αγώνα των σχολείων. Με ποιες τελετές ιστορικής μνήμης; Βοηθούν οι παρελάσεις ή μήπως πρέπει να αντικατασταθούν με εκπαιδευτικές επισκέψεις, με ιστορικούς περιπάτους, με τη δημιουργία και την προβολή ταινιών, με θεατρικές παραστάσεις, αναγνώσεις λογοτεχνικών και ιστορικών βιβλίων με εκθέσεις ζωγραφικής και κατασκευών, με συναντήσεις και συζητήσεις με ιστορικούς; Πρέπει επίσης να συζητήσουμε ποια πατρίδα θέλουμε. Την πατρίδα που περιθωριοποιεί, ξεχωρίζει, ιεραρχεί και αδικεί ή την πατρίδα που παλεύει να ενσωματώσει και να εξισώσει;