Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν στην εκπαίδευση των εργαζομένων τους ενώ η εκπαίδευση δεν τελειώνει με την έναρξη της σταδιοδρομίας, αλλά με τη λήξη της. Οι ελλείψεις δεξιοτήτων οφείλονται στο παρωχημένο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και στην έλλειψη θετικής κουλτούρας απέναντι στη διά βίου εκπαίδευση,

Η συνεχής κατάρτιση και η απόκτηση νέων γνώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου αποτελούν βασικές παραμέτρους για την αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας μεταξύ των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και των αναγκών της αγοράς εργασίας, όπως αναφέρει η πρόεδρος της Επιτροπής Απασχόλησης του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και Γενική Διευθύντρια του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας Ελλάδος, Βενετία Κουσία, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σε συνέχεια της εκδήλωσης του Επιμελητηρίου, με θέμα «Skills for the future of work: Empower people to self-sufficiency».

Η αιτία της αναντιστοιχίας προσόντων

Αναφερόμενη στη βασική αιτία της αναντιστοιχίας προσόντων στην Ελλάδα, η κ. Κουσία τονίζει ότι αυτή προκύπτει κυρίως από το ότι οι υποψήφιοι έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση, άρα έχουν περισσότερα τυπικά προσόντα από αυτά που ζητούν οι επιχειρήσεις, αλλά όχι αυτά που ζητούν.

Επίσης, όπως υπογραμμίζει, «στην Ελλάδα, οι απόφοιτοι πανεπιστημίων είναι πολύ περισσότεροι σε σχέση με όσους χρειάζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και από άλλες χώρες με υψηλό ΑΕΠ. Αντίθετα, οι απόφοιτοι από επαγγελματικές σχολές, ενώ θα έπρεπε να είναι περιζήτητοι, είναι πολύ λιγότεροι σε αριθμό και με χαμηλής ποιότητας προσόντα. Η αντίληψη για το κύρος των σχολών αυτών επηρεάζει τη ζήτηση από τους σπουδαστές, αλλά και την αγορά. Επιπλέον, η διεθνώς εξαιρετική θέση που έχουμε στον κατά κεφαλή αριθμό αποφοίτων μηχανικών δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, λόγω έλλειψης ζήτησης».

Οι βασικές δεξιότητες

Σχετικά με τις δεξιότητες που πρέπει να διαθέτει ο σημερινός εργαζόμενος, η κ. Κουσία απαντά ότι οι απαραίτητες δεξιότητες για τους νεο-εισερχόμενους στην αγορά εργασίας αφορούν κυρίως στις παρακάτω ελλείψεις:

– στις ψηφιακές δεξιότητες

– στις λειτουργικές δεξιότητες (δηλαδή γλωσσικές και αριθμητικές ικανότητες)

– τις ήπιες δεξιότητες (ικανότητα τήρησης οδηγιών, ικανότητα παραγωγής επιτυχημένου αποτελέσματος μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, ομαδικότητα κατά τη συνεργασία με ποικιλόμορφες ομάδες (σε ηλικία, φύλο, αντιλήψεις, πεποιθήσεις, εθνότητες, κλπ), αλλά και ικανότητα ανάλυσης και σύνθεσης (δηλαδή κριτική ικανότητα), ικανότητα αντίληψης των διαφορετικών πλευρών της πραγματικότητας, κλπ.

– στις εργασιακές δεξιότητες, που προκύπτουν από τον τόσο βοηθητικό θεσμό της μαθητείας και της πρακτικής άσκησης, οι οποίοι θα πρέπει να διευρυνθούν και να ενισχυθούν άμεσα.

Επίσης, προσθέτει ότι οι απαραίτητες δεξιότητες για τους εργαζόμενους σε ανώτερες βαθμίδες ιεραρχίας αφορούν στην ικανότητα να διοικήσουν και να εμπνεύσουν αποτελεσματικά τις ομάδες τους, να αναλάβουν την ευθύνη των επιλογών τους, να αξιολογήσουν και να εκπαιδεύσουν με ανοιχτό μυαλό άτομα με διαφορετικές ηλικίες, φύλο, εκπαίδευση και αντιλήψεις, χωρίς τα στερεότυπα που οι ίδιοι γαλουχήθηκαν.

Όπως σημειώνει, οι ελλείψεις αυτές οφείλονται αφενός μεν στο παρωχημένο εκπαιδευτικό σύστημα αφετέρου δε στην έλλειψη θετικής κουλτούρας απέναντι στη διά βίου εκπαίδευση. «Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν στην εκπαίδευση των εργαζομένων τους» παρατηρεί.

Παράλληλα, η κ. Κουσία αναφέρει ότι οι πιο εκτεθειμένοι τομείς έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις, αλλά αυτοί θα επιβιώσουν και με μεγαλύτερη ευκολία. Σύμφωνα με την ίδια, τομείς που εξάγουν ό,τι κι αν είναι αυτό αναγκάζονται να εξελίσσονται, ενώ οι πλέον εσωστρεφείς τομείς μπορεί να μην εμφανίζονται απαιτητικοί, αλλά είναι εκείνοι που έχουν ένα αμφίβολο μέλλον, γιατί δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τα οφέλη της τεχνολογίας και της διεθνοποίησης των αγορών.

Ο ρόλος της διά βίου εκπαίδευσης

Αξιολογώντας το ισχύον σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης, η κ. Κουσία διαπιστώνει ότι η παιδεία και η διά βίου εκπαίδευση και κατάρτιση χρειάζεται να κάνουν άλματα μπροστά, ώστε να μπορούν να μπολιάσουν με μία κουλτούρα ευελιξίας και αξιοκρατίας όχι μόνο όλους τους νεο-εισερχόμενους, αλλά και όσους ανήκουν στον ενεργό πληθυσμό.

«Αλλά εδώ πλανάται κι ένα ερώτημα που εμείς οι μεγαλύτεροι ή οι σοφότεροι ίσως δεν τολμάμε να κάνουμε: Πόσο έτοιμοι είναι όσοι ανήκουν στην εκπαιδευτική κοινότητα, ώστε να διδάξουν διαφορετικά από αυτά που έμαθαν; Και δεν αναφέρομαι μόνο στα γνωστικά αντικείμενα που πολλά εξ αυτών έχουν αλλάξει, αναφέρομαι στον τρόπο διδασκαλίας, αλλά και στη συνεχή επιμόρφωση των ιδίων» σχολιάζει η κ. Κουσία. Τονίζει δε ότι η κριτική ικανότητα των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα κατατάχθηκε στην 122η θέση από τις 141 χώρες το 2019, ενώ συμπληρώνει ότι η Φινλανδία έχει να μας διδάξει πολλά σε αυτόν τον τομέα.

Κομβικός ο θεσμός του συμβούλου εργασίας για τους μακροχρόνια ανέργους

Ειδικά, για τους μακροχρόνια ανέργους και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η ομαλή επανένταξή τους στην αγορά εργασίας, η κ. Κουσία δηλώνει ότι ο θεσμός του συμβούλου εργασίας πρέπει να αναβαθμιστεί, να επικαιροποιηθεί και να πολλαπλασιαστεί, ενώ θεωρεί ότι είναι σημείο κλειδί για την επανένταξη ορισμένων εκατοντάδων χιλιάδων μακροχρόνια ανέργων.

Σύμφωνα με την ίδια, δεν αρκεί να υπάρχουν μερικοί σύμβουλοι ή σύμβουλοι μόνο στα χαρτιά. Όπως επισημαίνει, «τα εξατομικευμένα προγράμματα συμβουλευτικής και οι ατομικοί λογαριασμοί εκπαίδευσης πρέπει να γίνουν κοινή πρακτική, ακολουθώντας διεθνή παραδείγματα, αλλά και μετρήσεις του αποτελέσματος. Είναι προγράμματα που συνεχώς αναπροσαρμόζονται».

Φυσικά, όπως τονίζει, αυτά τα προγράμματα θέλουν και καλύτερο συντονισμό για την ανίχνευση των πραγματικών αναγκών των εργοδοτών και συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους.

«Νικητής είναι εκείνος που κάνει τα λιγότερα λάθη, όχι εκείνος που δεν παίρνει μέρος στον αγώνα» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Οι προκλήσεις, μετά την πανδημία

Εστιάζοντας στο τοπίο που θα διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας την επόμενη μέρα της πανδημίας, αλλά και στις νέες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν εργοδότες και εργαζόμενοι, η κ. Κουσία τονίζει ότι η πανδημία μας έφερε πιο κοντά σε χρόνια προβλήματα και επιτάχυνε την ανάγκη αντιμετώπισής τους.

Σύμφωνα με την ίδια, είναι σαφές ότι η νομοθεσία στην ελληνική αγορά πρέπει να απλοποιηθεί τόσο για τα δικαιώματα όσο και για τις υποχρεώσεις και για τις δύο πλευρές (εργοδοσία και εργαζόμενοι).

Επίσης, όπως υπογραμμίζει, η τηλε-εργασία από μόνη της δεν αποτελεί πρόοδο – αποτελεί μία αναγκαία προσαρμογή, ενώ προσθέτει ότι η τεχνολογία ανεβάζει την παραγωγικότητά μας, αλλά οι σωστές διαδικασίες και το αρμονικό εταιρικό κλίμα είναι που απογειώνει τα αποτελέσματα.

Παράλληλα, επισημαίνει ότι το κοινωνικό συμβόλαιο επαναπροσδιορίζεται και χρειάζεται οπωσδήποτε τη συμμετοχή όλων και σημειώνει ότι θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το κατά πόσο μας αντιπροσωπεύουν τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα και πόσο επιτρέπουν να ακούγεται η φωνή όλων. «Δεν είναι τυχαίο που το κοινωνικό κεφάλαιο στην Ελλάδα έχει καταποντιστεί στην 118η θέση από τις 141 χώρες. Ελπίζουμε ότι οι καινούργιες εκθέσεις που θα αρχίσουν να εμφανίζονται από την επόμενη χρονιά πλέον θα αποτυπώσουν προς το θετικότερο τις προσπάθειες της παρούσας κυβέρνησης» εκτιμά η κ. Κουσία.

«Πάντως, το βέβαιο είναι ότι ο εργαζόμενος με προσόντα θα αποφασίζει για τον εργοδότη του, γι’ αυτό και η διά βίου εκπαίδευση και η εισβολή της άτυπης εκπαίδευσης και των Micro-credentials, με τη σωστή πιστοποίηση, αλλά και η σωστή δικτύωση, θα επηρεάσουν πολύ την επόμενη μέρα στην απασχόληση. Για να αξιοποιήσουμε, όμως, αυτήν τη συνεχή μεταβολή, χρειάζεται να είμαστε συνέχεια τεχνολογικά ενήμεροι. Η τεχνολογία θα αποτελεί ένα απαραίτητο και χρήσιμο εργαλείο που θα γεφυρώνει τις συνεχώς δημιουργούμενες ανισότητες, αρκεί να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι η εκπαίδευση δεν τελειώνει με την έναρξη της σταδιοδρομίας, αλλά με τη λήξη της» διευκρινίζει η ίδια.

Οι προϋποθέσεις για την προσέλκυση υψηλά καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού

Τέλος, στο ερώτημα σχετικά με το ποιες συνθήκες είναι απαραίτητες για την προσέλκυση υψηλά καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού, η κ. Κουσία απαντά ότι, προκειμένου να ενθαρρυνθεί ένα οικοσύστημα καινοτομίας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ποικιλομορφίας στο ανθρώπινο δυναμικό, οι πολυσυμμετοχικές συνεργασίες και οι διεθνείς συλλογικές εφευρέσεις.

Όπως εξηγεί, αυτό σημαίνει ότι άνθρωποι με υψηλά προσόντα θα προτιμούν την Ελλάδα, αλλά και άνθρωποι με υψηλά προσόντα θα επιλέγουν να παραμείνουν.

Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, τα νούμερα είναι αμείλικτα και τονίζουν το επείγον του θέματος, καθώς στη διακράτηση ταλέντων βρισκόμαστε στην 123η θέση/132 και στην προσέλκυση ταλέντων στην 126η θέση/132, ενώ η Αθήνα από την 28η θέση που κατείχε το 2018 έπεσε στην 105 το 2020.

Συνοψίζοντας, η κ. Κουσία τονίζει ότι μία χώρα που προσελκύει πρέπει να έχει:

– ευνοϊκό συνολικό επιχειρηματικό περιβάλλον,

– πολύ ανεπτυγμένη την κουλτούρα της πολυπολιτισμικότητας και

– την ικανότητα να αναπτύσσει όλες τις ηλικίες και φυσικά

– οι νόμοι της να διαφυλάσσουν τη βιωσιμότητα του συστήματος και τον τρόπο ζωής.

Επιπλέον, συμπληρώνει ότι μία χώρα που προσελκύει πρέπει να έχει ποιοτική επαγγελματική εκπαίδευση, η οποία ενισχύει την απασχολησιμότητα, δηλαδή παρέχει δυνατότητες απασχόλησης και να έχει εισροή επαγγελματιών υψηλού βεληνεκούς στις ήδη υπάρχουσες εταιρείες ή στις καινούργιες που δημιουργούνται και να προσελκύει επιστήμονες.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, δεν αρκεί μία μείωση στη φορολογία ούτε ένα καλό κλίμα, αλλά χρειάζεται μεγαλύτερη και συστηματικότερη προσπάθεια, για να εδραιωθεί και η εμπιστοσύνη που τόσο λείπει.

Ωστόσο, η κ. Κουσία εκτιμά ότι οι εκθέσεις της επόμενης χρονιάς θα αποτυπώσουν καλύτερα αποτελέσματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025