Τον επίκαιρο χαρακτήρα του έργου του Γεώργιου Θεοτοκά, υπογράμμισε μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος κατά τον χαιρετισμό του, που ανεγνώσθη από τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, Ευάγγελο Σέκερη, κατά την χθεσινή έναρξη του Διεθνούς Μαθητικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ» στην Κωνσταντινούπολη.
Ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στον Γεώργιο Θεοτοκά κάνοντας λόγο για την αδάμαστη ελευθερία της σκέψης, την αδάμαστη ελευθερία του Πνεύματος και της Επιστήμης, που διακρίνει το διαχρονικό του πλέον έργο. Ειδικότερα, κατά τον χαιρετισμό του, που ανεγνώσθη από τον κ. Σέκερη, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισήμανε: «Τούτη την ώρα, και μ’ αφετηρία αυτό το εμβληματικό, κυριολεκτικώς, Διεθνές Μαθητικό Συνέδριο, αισθάνομαι ότι εκπληρώνω, αναδρομικώς, και το δικό μου προσωπικό χρέος απέναντι στη μνήμη του Μεγάλου Κωνσταντινουπολίτη -καθώς δηλώνει και το θέμα του Συνεδρίου- Γιώργο Θεοτοκά. Και εξηγούμαι: Είναι αλήθεια ότι τα γραφτά του Γιώργου Θεοτοκά άρχισαν να με συνοδεύουν -όπως και τους περισσότερους, πιστεύω, συνομηλίκους μου- από τα χρόνια της ύστερης εφηβείας μου, όταν τα διάβαζα είτε στην βιβλιοθήκη του σπιτιού μου είτε, συνηθέστερα, στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της γενέτειράς μου, της Καλαμάτας. Όμως, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, στο έργο του Γιώργου Θεοτοκά με μύησε, κατ’ ουσίαν, ο ανηψιός του εκ μητρός, ο διαχρονικός μου φίλος και εκλεκτός συνάδελφος στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο καθηγητής κ. Νίκος Αλιβιζάτος. Στο γραφείο της οδού Βαλαωρίτου 12, όπου συνυπήρξαμε δικηγορικώς -και όχι μόνο- επί πάνω από 15 χρόνια, στο γραφείο που ο θείος άφησε στον ανηψιό, ο Νίκος Αλιβιζάτος μ’ έκανε να εξοικειωθώ περισσότερο με τη ζωή και το έργο του Γιώργου Θεοτοκά. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία να νοιώθεις ότι δουλεύεις και σκέφτεσαι στον ίδιο χώρο -με πολλά θυμητάρια τριγύρω, τα περισσότερα βιβλία, νομικά και μη- όπου έζησε και έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς, κάποιες μάλιστα περιόδους μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη.
Αγαπημένε Φίλε Νίκο σου χρωστώ πολλά για εκείνη την εποχή, και ιδίως για το πνευματικό αντάμωμα με τον Γιώργο Θεοτοκά. Όπως πολλά χρωστώ, ως προς το τελευταίο, στη μητέρα σου, αγαπημένη αδελφή του Γιώργου Θεοτοκά, την Αρχόντισσα -και το νοιώθω πραγματικά και βαθειά- κυρία Λιλή. Απ’ όλο το έργο του Γιώργου Θεοτοκά εκείνο που μ’ άγγιξε -κι ας μου επιτραπεί αυτή η άδολη υποκειμενικότητα- περισσότερο ήταν το δοκίμιό του με τίτλο «Ελεύθερο Πνεύμα». Αυτό το συγκλονιστικό φυλλάδιο του 1929 που, καθώς πιστεύω, συμπυκνώνει, σαν «κουκούλι» γεμάτο σκέψεις, την πνευματική ορμή της νιότης του Γιώργου Θεοτοκά. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, σίγουρα, έγραψε το «Ελεύθερο Πνεύμα» όπως το βίωσε. Και δεν κάνω λάθος αν συνοψίσω αυτό το βίωμα με τα εξής αποφθεγματικά λόγια του Mario Vitti, για το «Ελεύθερο Πνεύμα» του Γιώργου Θεοτοκά, στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (εκδ. Οδυσσέας, 2003, σελ. 404-405): «Το πνεύμα πρέπει να είναι ελεύθερο κάθε στιγμή, αδέσμευτο, αντιδογματικό, αποφασισμένο οποτεδήποτε να προβεί στις σωστές επιλογές».
Μιας και μιλάμε, λοιπόν, για τον «Κωνσταντινουπολίτη Γιώργο Θεοτοκά», -συνεχίζει στο χαιρετισμό του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας- το «Ελεύθερο Πνεύμα», με το νόημα που προεξέθεσα, εκπροσωπεί με ιδανικό τρόπο την «Ιωνική» ρίζα του Γιώργου Θεοτοκά, την ρίζα της αδάμαστης ελευθερίας της σκέψης, άρα της αδάμαστης ελευθερίας του Πνεύματος και της Επιστήμης. Ας μου επιτραπεί να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος: Το «Ελεύθερο Πνεύμα» δείχνει μ’ ενάργεια ότι «δάσκαλοι» του Γιώργου Θεοτοκά υπήρξαν, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο, οι πρόγονοί του Ίωνες Φιλόσοφοι, ιδίως δε οι Προσωκρατικοί. Αυτοί που έζησαν και σκέφτηκαν ως συνεπείς πολέμιοι της πνευματικής αιχμαλωσίας του μύθου και του δόγματος. Εκείνοι που έβαλαν, πρώτοι, στον χώρο της επιστήμης τον «θεμέλιο λίθο» της σχετικότητας, φυσικά υπό την άκρως ευρεία έννοια του όρου. Άρα, έστω και εμμέσως, της επιλάθευσης, που, επειδή δεν θωρεί τίποτε δεδομένο, ανοίγει τον δρόμο αναγνώρισης του σφάλματος, προκειμένου η επιστημονική έρευνα να εξελιχθεί ως την τελική, οριακή, αποστολή της, Κι έτσι έγιναν οι εμπνευστές π.χ. του Καρλ Πόπερ, όταν έγραφε για την «ανοικτή κοινωνία και τους εχθρούς της», και του Τόμας Κουν, όταν θεμελίωνε την θεωρία του για την «δομή των επιστημονικών επαναστάσεων».
Εν τέλει, με το «Ελεύθερο Πνεύμα» ο Γιώργος Θεοτοκάς δείχνει πόσο οι πρόγονοί του, lato sensu, Ίωνες Φιλόσοφοι του έμαθαν τι είναι εκείνο που σηματοδοτεί το μεγαλείο του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος: Ήτοι η Ελευθερία, που απάλλαξε την ανθρώπινη διανόηση από τα «προπατορικά» δεσμά του μύθου και την οδήγησε, σταδιακώς, προς την κατανόηση και την εξήγηση του κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις. Διαστάσεις που αναδεικνύουν, διαλεκτικώς, από τη μια πλευρά την απεραντοσύνη του ανθρώπινου νου και, από την άλλη πλευρά, τα οιονεί «σισύφεια» όριά του. Ήταν αυτή η Ελευθερία του Πνεύματος που δίδαξε, διδάσκει και θα διδάσκει πάντα ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου» («die Entzauberung der Welt»), για να θυμηθούμε τη φράση του Μαξ Βέμπερ στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα» Καταλήγω, συμπεραίνοντας πόσο μεσ’ από το «Ελεύθερο Πνεύμα» του ο Γιώργος Θεοτοκάς παραμένει, ιδίως σήμερα, επίκαιρος. Και τούτο διότι, ιδίως σήμερα, πρέπει να δούμε το «Ελεύθερο Πνεύμα» σαν μια «στέρνα» -για να παραπέμψω σ’ αυτό το έξοχο ποίημα του φίλου του Γιώργου Θεοτοκά, του Μεγάλου μας Γιώργου Σεφέρη- που «διδάσκει» την Ελευθερία «μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη». Την Ελευθερία, ως το πιο δραστικό «ακεσώδυνο» για ν’αντιμετωπίσει ο Άνθρωπος κάθε διαβρωτικό δέος, όπως είναι κυρίως το δέος της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «πνευματικού». Ή και το δέος της καταιγιστικής «πληροφορίας», που «κυριεύει» το νου και τον εμποδίζει να την μετατρέψει, κατά τον προορισμό της Επιστήμης, σε «γνώση», τελικώς δε σε «σοφία». Και σ’ αυτό το πλαίσιο, το «Ελεύθερο Πνεύμα» του Γιώργου Θεοτοκά «συναντά» την «θλιμμένη σκέψη» του Τ.Σ. Έλιοτ, στα «Δέκα χορικά απ’ το ‘Βράχο’ -τι σύμπτωση, έργο γραμμένο στην ίδια, περίπου, περίοδο του μεσοπολέμου, στα 1934- όπως την αποτυπώνουν οι στίχοι:
«Που είν’ η Ζωή, που τη σπαταλήσαμε ζώντας;
Που είν’ η σοφία, που τη χάσαμε μέσα στη γνώση;
Που είν’ η γνώση, που τη χάσαμε στις πληροφορίες;»