Είδαμε με ιδιαίτερη χαρά ένα κείμενο της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ με (14) δέκα τέσσερεις παραγράφους, με προτάσεις για την Παιδεία, με τίτλο «Δικαίωμα στη Μόρφωση – Δικαίωμα στη Ζωή».
Ένα εκπληκτικό όντως κείμενο, που περιλαμβάνει ό,τι καλό μπορεί να σκεφθεί κανείς για την πρόοδο της Παιδείας στον τόπο μας. Θάλεγε μάλιστα κανείς ποιος φωτισμένος νους το υπαγόρευσε αυτό και το υιοθέτησαν τα νιάτα του κυβερνώντος κόμματος.
Μακάρι να μπορούσε να επιτευχθεί έστω και ένα ποσοστό αυτού του προγράμματος.
Διότι το πιο σίγουρο είναι ότι αυτό προσκρούσει πρώτα στην οικονομική δυσπραγία που μάς ταλανίζει, στην προχειρότητα με την οποία δυστυχώς αντιμετωπίζουμε όλα τα προγράμματά μας στον δημόσιο βίο μας, αλλά και στην αβελτηρία όλων των παραγόντων που εμπλέκονται σ’ ένα τέτοιο έργο.
Αυτό που μάς πικραίνει ιδιαίτερα όμως, εμάς τους μεγάλους, είναι το υπ’ αριθμ. 12 προτεινόμενο μέτρο, το οποίο αναφέρεται στην «κατάργηση της πρωϊνής προσευχής, τη μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε Θρησκειολογία με δυνατότητα απαλλαγής του μαθητού από αυτό».
Είναι το μόνο βέβαιο ότι αυτό θα επιτευχθεί. Είναι πολύ εύκολο να σταλεί μια Εγκύκλιος που να απαγορεύει την πρωϊνή προσευχή στα Σχολεία.
Δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο. Όσον αφορά τον χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, γίνονται συζητήσεις, έχουν ορισθεί επιτροπές, προσχεδιάζεται τάχα μια κοινώς αποδεκτή λύση, έχει ήδη θορυβηθεί – όσο γίνεται – και η υπνώττουσα κατά πάντα δυστυχώς κοινή γνώμη, κι έχει πάρει το δρόμο του.
Για την προσευχή όμως; Γιατί οι νέοι μας ενοχλούνται απ’ την προσευχή. Ποια σχέδια τούς χαλάει; Ακόμη δεν έφυγαν απ’ το Σχολείο, ακόμη έχουν φρέσκιες στο νου τους τις εμπειρίες της παιδικής προσευχής, κοντά στα γόνατα της γιαγιάς, ακόμα, δεν πρόλαβε να πωρωθεί η καρδιά τους, προς τι τούς ενόχλησε η προσευχή;
Και τώρα μάλιστα, που τα στίφη των δια της φτωχής χώρας μας διερχομένων Μουσουλμάνων, προβάλλουν την προσευχή και την ανεχόμαστε και καλά κάνουμε, και μάλιστα την υπερασπιζόμαστε την προσευχή τους, και είμαστε εύκολοι και οίκους προσευχής να τούς ανεγείρουμε, γιατί τούς βλάπτει η δική μας πεντάλεπτη προσευχή;
Τι σχέδια τούς χαλάει; Όταν πρόκειται για τους ξένους, τούς αναγνωρίζουμε κάθε δικαίωμα. Όταν πρόκειται για μάς, πρέπει να ξεπουληθεί κάθε αξία. Τι μεταχείριση είναι αυτή;
Πήγα να βγάλω νέα ταυτότητα γιατί την είχα χάσει, και ο αρμόδιος νεαρός αστυνομικός δεν μού αναγνώριζε το δικαίωμα να τοποθετηθεί στη νέα ταυτότητα, η φωτογραφία μου με καλυμμαύχι.
Πρέπει γυμνή τη κεφαλή, μού είπε, κι έψαχνε να μού βρει τη σχετική Εγκύκλιο να μού τη δείξει για να με πείσει. Κι εγώ τού είπα «μην την ψάχνεις παιδί μου την Εγκύκλιο, την ξέρω».
Είναι αυτή που αναγνωρίζει το δικαίωμα στην μουσουλμάνα να βγει με μπούργκες και φερετζέδες. Μια δεινή μανία, από μας τους ίδιους για τα δικά μας.
Φόβος και τρόμος. Βρεθήκαμε αρκετοί Αρχιερείς και Ιερείς στο Αεροδρόμιο της Αλεξανδρείας, κάποτε, κι ήταν η ώρα ν’ αρχίσει το «τσέκινγκ» για μάς, όταν μάς είπαν ότι οι υπάλληλοι θα διέκοπταν για λίγο γιατί ήταν η ώρα που είχε περάσει η ώρα του ραμαζανίου κι έπρεπε κάτι να φάνε.
Το σεβαστήκαμε και περιμέναμε. Κι αφού απόφαγαν, χαρούμενοι άρχισαν να δέχονται τα διαβατήριά μας και τις αποσκευές μας.
Παρόμοια ώρα, το βράδυ της Αναστάσεως, στα δικά μας αεροδρόμια, τίποτε δεν αλλάζει. Δεν ακούγεται ένα «Χριστός Ανέστη», και τα παιδιά μας, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, λένε τον Ιερέα κύριο.
Φεύγουν απ’το σπίτι τους το Χριστιανικό και Ορθόδοξο και μόλις μπαίνουν στο χώρο εργασίας τους τον διεθνή και σπουδαίο, τότε μπροστά τους δεν είσαι τίποτε.
Αργεί η Ιερωσύνη σου. Αυτά μόνο δείχνουν τη μανία. Τη μανία να εξαφανίσουμε ό,τι καλό, ό,τι άγιο, ό,τι αγνό, ό,τι σεμνό για μας.
Τι σου φταίει η προσευχούλα παιδί μου; Στο Κοινοβούλιο των ΗΠΑ αρχίζουν με την απαγγελία του «Πάτερ ημών» τις εργασίες τους.
Εμείς τι πάθαμε; Εμείς αγωνιστήκαμε, όπως λέει ο Κολοκοτρώνης μας, πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος. Ντρεπόμαστε για την Πίστη μας;
Δεν αφήνουμε την τρυφερή ψυχή του παιδιού να επικοινωνήσει με το Θείον; Να μιλήσει στο Θεό, την Παναγία, τους Αγίους, τους Αγγέλους, με μια σύντομη προσευχή;
Αυτό σας τα χαλάει όλα; Ζούμε τραγικές ώρες, λοιπόν. Περνάει ένας καταστρεπτικός χείμαρρος πνευματικός αυτή την ώρα απ’ την πατρίδα μας και παρασύρει, καταστρέφει ό,τι καλό βρει μπροστά του.
Πράγματα που καθιερώθηκαν με αίματα και θυσίες έρχονται τώρα τα χθεσινά παιδόπουλα, να τα διαγράψουν μ’ ένα χί. Και στεγνώνουν τη ζωή του ανθρώπου, αποθηριοποιούν τον άνθρωπο.
Τι ωραία πούταν στο Σχολείο, η ώρα της προσευχής! Πόσο ταιριάζει στην αθώα παιδική ψυχή η προσευχούλα!
Πόσο ωραία ήταν αυτή η ώρα στην κατασκήνωση, στα κατηχητικά, στις Συνάξεις Νέων. Πόσο ωραία ήταν η ώρα της περισυλλογής!
Κατενύσσετο η ψυχή του παιδιού. Άνθιζε. Καθόμαστε στο Ναό, δίπλα στη γιαγιά, και κρατούσαμε τ’ αγιοκέρια, κι έλαμπαν τα παιδικά πρόσωπά μας, και καταλαβαίναμε από τότε ότι για «κάτι τι καλύτερο είμαστε γεννημένοι».
Άναβε η μάνα το καντήλι, σταυροκοπιόταν, και μας έφερνε όλους κοντά της να παρακαλέσουμε για «τον μπαμπά, την μαμά, τους παππούδες… και για όλο τον κόσμο, Παναγίτσα μου».
Τώρα όχι. Τάχα κάποιοι τα επιβάλλουν. Κάποιοι ενοχλούνται. Ό,τι όμως για τους άλλους αποτελεί τύπο, αν θεωρήσουμε ότι αυτά είναι ο απόηχος του σχολαστικισμού της Δύσεως, για μας είναι ουσία.
Κι αυτοί μεν κρατούν τουλάχιστον τον τύπο. Ας κρατηθεί λοιπόν ο τύπος για να ξέρουμε τουλάχιστον από πού ξεκινήσαμε, όταν όλα θάχουν ξεχασθεί.
Γιατί με τον κατήφορο που πήραμε, δεν θα μείνει και κάτι να μας το θυμίζει.
Προ πάντων όμως πρέπει να διασαλπίσουμε προς κάθε κατεύθυνση, ότι εμείς δεν είμαστε οι τυπολάτρες κι οι λογοκρατούμενοι, των άλλων Χριστιανικών λαών, εμείς έχουμε την μυστική Θεολογία της Ανατολικής μας Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Πίστεώς μας της Αγίας, γι’ αυτό, ας σταματήσουν έως εδώ.
Αυτά τα βιώματα, δεν σβήνονται με μια παράγραφο ενός κειμένου υπαγορευμένη από τους πονηρούς του αιώνος τούτου στους νέους, που αυτοί κολακευμένοι το αποδέχτηκαν και το αναμασσούν. Η προσευχή μας έχει ρίζες.
Δεν ξερριζώνεται έτσι· ας το καταλάβουν. Γι’ αυτή την προσευχή έχουν γραφεί αθάνατα πατερικά έργα, που κοσμούν την Ελληνική Πατρολογία, και την Ασκητική Θεολογία μας.
Κείμενα και έργα που δοξάζουν και τον λαό μας και τη γλώσσα μας και το έθνος μας, αλλά και την ανθρώπινη υπόστασή μας.