Ετσι διατηρούνται στο ακέραιο τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου για τη διαχείριση της περιουσίας και των κονδυλίων Ερευνας των ΑΕΙ που μπορούν να συστήνουν με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας τα ΑΕΙ, διατηρούνται οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Ερευνας, μέσα από τους οποίους περνάει ο κύριος όγκος των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων προς τα ΑΕΙ, διατηρούνται οι Εταιρείες Αξιοποίησης της περιουσίας των Ιδρυμάτων, ενώ ανοίγονται και νέα πεδία κερδοφορίας μέσα από τα Ινστιτούτα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης που προβλέπει το νέο νομοσχέδιο.
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε το πρώτο μέρος του νομοσχεδίου που αφορά την Ανώτατη Εκπαίδευση.
Η φιλολογία που αναπτύχθηκε περί κατάργησης των Συμβουλίων Ιδρυμάτων καταρρίπτεται περίτρανα, αφού τα Συμβούλια διατηρούνται κανονικότατα, συγκροτούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που προέβλεπε ο νόμος Διαμαντοπούλου και διατηρούν τις κύριες αρμοδιότητες που είχαν και πριν.
Συγκεκριμένα, στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι το Συμβούλιο: «α) εισηγείται στη Σύγκλητο τη χάραξη στρατηγικής για την ανάπτυξη του Ιδρύματος σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και τη διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του στο πλαίσιο της αποστολής και της πορείας του, β) εισηγείται στη Σύγκλητο τις διαδικασίες και τις πηγές για την εύρεση μέσων και πόρων για την ανάπτυξη του Ιδρύματος, τη χρηματοδότηση ερευνητών και αποφοίτων και την οικονομική ενίσχυση των φοιτητών».
Με άλλα λόγια, κύρια αποστολή του Συμβουλίου παραμένει, όπως και στον προηγούμενο νόμο, η μεγαλύτερη διασύνδεση των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις σε τοπικό και ευρύτερο επίπεδο και η ώθηση στην ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των Ιδρυμάτων, που από μόνα τους θα αναζητούν πόρους για τη λειτουργία τους. Εξάλλου, τον προσανατολισμό σε μια τέτοια λειτουργία των Ιδρυμάτων και το ρόλο των Συμβουλίων σε αυτή, τον αναγνωρίζει και η κυβέρνηση, αφού η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας, Σία Αναγνωστοπούλου, δήλωνε πριν μια βδομάδα στην «Καθημερινή»: «Αυτό για το οποίο υποτίθεται ότι θεσμοθετήθηκαν τα Συμβούλια στην Ελλάδα, δηλαδή να βοηθήσουν στην εξεύρεση πόρων για το ΑΕΙ, δεν το έκαναν». Στο νομοσχέδιο, λοιπόν, διατηρούν το ίδιο πνεύμα για τα Συμβούλια, επιχειρηματολογώντας ότι αυτός είναι ο ρόλος των Συμβουλίων και στο εξωτερικό. Επιδιώκουν να ενισχύσουν αυτό τους το ρόλο, αφαιρώντας άλλες αρμοδιότητες που είχαν τα Συμβούλια με τον προηγούμενο νόμο (εποπτεία στην εκλογή πρύτανη κ.ά.), ακριβώς για να τα ελαφρύνουν και να παίξουν καλύτερα το ρόλο τους στη διευκόλυνση της επιχειρηματικής λειτουργίας των ΑΕΙ.
Στο ίδιο πνεύμα, δεν είναι τυχαίο ότι προβλέπεται στο νομοσχέδιο τα Συμβούλια να γνωμοδοτούν και για τον Οργανισμό και τον Εσωτερικό Κανονισμό των Ιδρυμάτων.
Αποκαλυπτικά για τους στόχους της κυβέρνησης είναι και τα όσα προβλέπει το νομοσχέδιο για τα Ινστιτούτα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης. Χρειάζεται να θυμίσουμε ότι ο νόμος Διαμαντοπούλου προέβλεπε τη δυνατότητα στα ΑΕΙ να ιδρύουν Σχολές Διά Βίου Μάθησης και αυτές οι σχολές θα ιδρύονταν με τους Οργανισμούς των Ιδρυμάτων. Αυτό το σχήμα, όμως, στην πράξη δεν περπάτησε, από τη μια γιατί καθυστέρησε η δημιουργία των Οργανισμών, από την άλλη γιατί η έννοια της σχολής που είναι ενταγμένη στο Ιδρυμα, διέπεται από ένα σύνολο κανόνων (συγκεκριμένα όργανα, δομή και χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό του Ιδρύματος), που μάλλον είναι δυσλειτουργικό για τα προγράμματα κατάρτισης.
Ετσι, με το νέο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση έρχεται ουσιαστικά να λύσει τα χέρια των Ιδρυμάτων, για να κάνουν μπίζνες πουλώντας προγράμματα κατάρτισης.
Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι τα Ινστιτούτα μπορούν να ιδρύονται με απόφαση της Συγκλήτου και του υπουργού Παιδείας κι έτσι ξεπερνιέται ο σκόπελος των Οργανισμών και της καθυστέρησής τους. Τα Ινστιτούτα θα διοικούνται από δικά τους συμβούλια, τα οποία μάλιστα θα καταρτίζουν τους κανονισμούς λειτουργίας τους, που θα τους εκδίδει η Σύγκλητος. Ετσι και το διοικητικό σχήμα τους γίνεται πιο ευέλικτο από εκείνο που θα είχε η σχολή.
Αλλά το μεγάλο πανηγύρι γίνεται στους πόρους του Ινστιτούτου, που σύμφωνα με το νομοσχέδιο μπορούν να είναι οι ακόλουθοι:
«α) Χρηματοδοτήσεις από επιχειρησιακά ή άλλα προγράμματα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση,
β) χρηματοδοτήσεις από φορείς του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα και από την Ευρωπαϊκή Ενωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και δωρεές και χορηγίες προς το Ινστιτούτο (σ.σ. τα σχόλια περιττεύουν),
γ) έσοδα από εκπαιδευόμενους (σ.σ. δίδακτρα),
δ) έσοδα από την ανάπτυξη, παραγωγή και αξιοποίηση εκπαιδευτικού και άλλου υλικού, την εκπόνηση μελετών, την παροχή υπηρεσιών και την εκτέλεση επιμορφωτικών έργων που αφορούν στη Διά Βίου Μάθηση (σ.σ. οι εκπαιδευόμενοι θα πληρώνουν και τα βιβλία και τα άλλα υλικά που θα χρειάζονται για τα προγράμματα κατάρτισης)».
Είναι φανερό ότι πρόκειται για κανονικά μαγαζιά κατάρτισης! Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο έρχεται να νομιμοποιήσει και να δώσει ώθηση σε μια πραγματικότητα που συναντιέται ήδη μέσα στα ΑΕΙ, αφού με διάφορες νομικές φόρμουλες ήδη πολλά ΑΕΙ πουλούν προγράμματα κατάρτισης και σεμινάρια διαφόρων ταχυτήτων έναντι ιδιαίτερα τσουχτερών διδάκτρων.
Ακόμα, συνεχίζεται η προσπάθεια μπαλώματος των αναγκών των Ιδρυμάτων σε προσωπικό με έκτακτους διδάσκοντες με δραστικά χειρότερες εργασιακές σχέσεις. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι: «Επιστήμονες κάτοχοι Διδακτορικού Διπλώματος είτε Υποψήφιοι Διδάκτορες δύνανται να προσλαμβάνονται για τις έκτακτες ερευνητικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των ΑΕΙ ως Ερευνητικοί Συνεργάτες, με πράξη του οικείου Ιδρύματος, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για ερευνητικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των Τμημάτων».
Στο νομοσχέδιο γίνεται προσπάθεια να αντιστοιχιστούν οι Ερευνητικοί Συνεργάτες με τους έκτακτους που προσλαμβάνονταν στα πανεπιστήμια με το ΠΔ 407/1980, η πράξη όμως και η εμπειρία χρόνων έχει δείξει ότι όλες οι νέες μορφές έκτακτου προσωπικού που επινοούνται, χειροτερεύουν δραστικά τους μισθούς, τις ώρες και γενικότερα τις σχέσεις εργασίας του εκπαιδευτικού προσωπικού. Εξάλλου, όπως είχε συμβεί και με τους έκτακτους του ΠΔ 407 και με τους έκτακτους των ΤΕΙ, το ελαστικά εργαζόμενο αυτό προσωπικό δεν προσλαμβανόταν σε έκτακτες περιπτώσεις, αλλά κάλυπτε πάγιες ανάγκες των Ιδρυμάτων σε διδασκαλία και έρευνα, που θα έπρεπε να καλύπτονται με μόνιμο προσωπικό.
Παράλληλα, δεν είναι αμελητέο ότι στο πρώτο άρθρο του νομοσχεδίου γίνεται αναφορά και στους μεταδιδάκτορες (δεν υπήρχε αντίστοιχη στο νόμο Διαμαντοπούλου), που εξηγείται ότι είναι «οι διδάκτορες που επιτελούν ερευνητικό έργο σε μεταδιδακτορικό επίπεδο σε Τμήματα ή μονοτμηματικές Σχολές των Πανεπιστημίων». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για άλλη μια μορφή ελαστικής απασχόλησης επιστημόνων μέσα στα Ιδρύματα, που ήδη εφαρμόζεται. Να σημειώσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μεταδιδακτόρων εργάζονται με μπλοκάκι.
Μαζί με όλα αυτά που διατηρούνται από τον προηγούμενο νόμο – πλαίσιο και τον επεκτείνουν ακόμα παραπέρα στη λογική του, εισάγονται και κάποιες διατάξεις που φαίνονται με πρώτη ματιά να έρχονται σε αντίθεση με το νόμο Διαμαντοπούλου, στην πραγματικότητα όμως δεν αλλάζουν σε τίποτα το πνεύμα του και ούτε πρόκειται να βελτιώσουν την καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές μέσα στα Ιδρύματα και τις δυσκολίες που συναντούν στην προσπάθειά τους να σπουδάσουν.
Πράγματι, το νομοσχέδιο με μια σειρά διατάξεις καταργεί τα όσα προέβλεπε ο νόμος Διαμαντοπούλου για την απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας και τις διαγραφές των φοιτητών. Ωστόσο το γνωστό ν+2 παραμένει, καθώς προβλέπεται ότι «φοιτητές που έχουν υπερβεί τον ελάχιστο χρόνο φοίτησης, σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών του οικείου Τμήματος προσαυξανόμενο κατά δύο έτη, δε δικαιούνται παροχές σίτισης, στέγασης, διευκολύνσεων για τις μετακινήσεις τους και μετεγγραφής». Εξάλλου, οι λεγόμενοι «αιώνιοι» φοιτητές έχουν λίγο – πολύ καταργηθεί στην πράξη, αφού οι οικονομικές δυσκολίες πιέζουν τους φοιτητές να τελειώνουν όλο και πιο γρήγορα τις σπουδές τους και αυτοί που καταγράφονται ως «αιώνιοι» είναι κυρίως παιδιά που έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές τους. Αλλωστε, στις μέρες μας είναι συχνό το φαινόμενο φοιτητών που ούτε καν ξεκινούν τις σπουδές τους αν δε γίνουν δεκτοί σε Εστία ή δεν πάρουν μετεγγραφή.
Με άλλη διάταξη, προβλέπεται ότι «το ακαδημαϊκό άσυλο αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία». Δε γίνεται, όμως, καμιά αναφορά σε σχέση με την αρμοδιότητα κλήσης των δυνάμεων καταστολής εντός των Ιδρυμάτων, αλλά διατηρείται η διατύπωση του νόμου Διαμαντοπούλου ότι «σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ, εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία». Εξάλλου, με τις εταιρείες να αλωνίζουν μέσα στα Ιδρύματα και να παραγγέλνουν έρευνες, να ιδρύουν επώνυμες έδρες καθορίζοντας τη διδασκαλία κ.ο.κ., η έννοια του ακαδημαϊκού ασύλου έχει τσαλαπατηθεί για τα καλά.
Τέλος, επανέρχεται η συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές για την ανάδειξη πρυτανικών αρχών, που είχε καταργηθεί με το νόμο Διαμαντοπούλου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα, τα Οργανα Διοίκησης των ΑΕΙ δεν είναι απλά φορείς υλοποίησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Παίζουν πιο ουσιαστικά ρόλο συνδιαμόρφωσης της αντιεκπαιδευτικής – αντιλαϊκής πολιτικής, ενώ, ιδιαίτερα στο επίπεδο των πρυτανικών αρχών και προεδρικών αρχών, τα περιθώρια να παρεκκλίνουν από τη στρατηγική του κεφαλαίου για τα ΑΕΙ είναι μηδαμινά. Τα περισσότερα όργανα (Σύγκλητοι, Πρυτανείες κ.λπ.) δε δέχονται στην πράξη τις παρεμβάσεις των φοιτητών, όταν δε συμφωνούν με τη στρατηγική της ιδιωτικοποίησης. Αυτή τη στρατηγική υπηρετεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όπως φαίνεται και από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Επομένως, η επαναφορά των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές δε συνιστά ενίσχυση της φοιτητικής συμμετοχής στα Οργανα Διοίκησης. Αντίθετα, δείχνει ότι θέλουν το φοιτητικό κίνημα χειροκροτητή της πολιτικής του κεφαλαίου και στην Ανώτατη Εκπαίδευση.