06-10-16 Νίκος Φίλης: Την ευθύνη για την εκπαίδευση στη χώρα μας την έχει το κράτος με τα αρμόδια οργανά του
Το πρώτο ζήτημα στο οποίο όλοι συμφωνήσαμε και συμφωνούμε είναι ότι την ευθύνη για την εκπαίδευση στη χώρα μας έχει το κράτος με τα αρμόδια όργανά του. Βεβαίως, η Εκκλησία μπορεί να διατυπώνει την άποψή της και οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν το διάλογο που αναπτύσσεται ευρύτερα γύρω από ζητήματα, όπως είναι το μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτό κάναμε επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Ίσως να μην έφτανε για την Εκκλησία αυτός ο διάλογος. Ποτέ δεν τελειώνει ο διάλογος.
Τα παραπάνω δήλωσε σήμερα στη Βουλή ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση του Ε΄ Αντιπροέδρου της Βουλής και Βουλευτή Δωδεκανήσου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ κ. Δημητρίου Κρεμαστινού σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Ο Νίκος Φίλης σημείωσε ότι υπάρχει θα έλεγε κανείς μια προσπάθεια καταλλαγής στις σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας και στην κατεύθυνση αυτή βοήθησε στο να εξηγηθούν ζητήματα και να αρθούν παρεξηγήσεις η χθεσινή συνάντηση με την αντιπροσωπεία της Ιεραρχίας, με επικεφαλής τον Μακαριότατο.
Ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ανέφερε για τα προγράμματα σπουδών των Θρησκευτικών:
“Θα εφαρμοστούν φέτος τα προγράμματα που αποφασίσαμε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της πολιτείας. Θα εφαρμοστούν ταυτοχρόνως με υλικό το οποίο έχει ήδη διανεμηθεί στα σχολεία και είναι τα περσινά βιβλία. Δεν βγάλαμε καινούργια βιβλία. Τα καινούργια βιβλία θα γραφτούν στο τέλος του χρόνου. Τα περσινά βιβλία, μαζί με άλλο υλικό, αποτελούν πηγές για το μάθημα.
Υπενθυμίζω ότι τα βιβλία που ισχύουν είχαν συναντήσει, όταν πρωτοεκδόθηκαν, την ισχυρή αντίδραση της Ιεραρχίας. Διδάχθηκαν όμως επί τόσα χρόνια διότι, επαναλαμβάνω, η απόφαση για την εκπαίδευση είναι θέμα του κράτους, με σεβασμό στην άποψη της Εκκλησίας”.
Ο Νίκος Φίλης τόνισε ότι “όπως συμβαίνει με όλα τα μαθήματα, έτσι και με τα Θρησκευτικά θα γίνει αξιολόγηση φέτος των νέων προγραμμάτων και πριν γραφτούν τα νέα βιβλία, που ελπίζουμε να κυκλοφορήσουν του χρόνου, θα υπάρξει διάλογος με εκπαιδευτικούς και με εκκλησιαστικούς φορείς γύρω από τα ζητήματα της εφαρμογής των νέων προγραμμάτων σπουδών”.
Κλείνοντας το πρώτο μέρος της απάντησής του ο Υπουργός δήλωσε:
Πρόθεση της πολιτείας δεν είναι να δημιουργεί αντιδικίες, δεν είναι να αμφισβητεί τους διακριτούς ρόλους των διαφόρων θεσμών και ιδιαιτέρως των κορυφαίων θεσμών, όπως είναι η Εκκλησία και η πολιτεία, αλλά στο πλαίσιο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του κράτους να μπορεί να προχωρεί το μείζον, που είναι η βελτίωση της εκπαίδευσης.
Με αυτήν την έννοια, πιστεύω πως αν αφήσουμε στιγμές οι οποίες δεν βοηθούν σε αυτή την συνεννόηση, μπορούμε να προχωρήσουμε και να γνωρίζουμε πως θα είναι προς όφελος των παιδιών και συνολικά προς όφελος της εκπαίδευσης.
Στο δεύτερο μέρος της απάντησή του ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ανέφερε τα ακόλουθα:
Κύριε συνάδελφε, συμφωνώ μαζί σας ότι πρέπει να σεβόμαστε το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών, να αναγνωρίζουμε τον σύνθετο ρόλο της θρησκείας στη ζωή και στις μεταφυσικές ανησυχίες των πολιτών. Αλίμονο. Αυτά είναι κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα. Και κάθε μέρα η Κυβέρνηση, όχι μόνο η δική μας, και άλλες κυβερνήσεις με την πολιτική τους αποδεικνύουν ότι τα σέβονται.
Το ζήτημα που συζητούμε τώρα δεν είναι το θέμα αυτό. Είναι ένα θέμα που αφορά τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση-εκπαίδευση των νέων. Και το άρθρο του Συντάγματος, όπως ξέρετε, δεν ομιλεί για χριστιανική –πολύ περισσότερο και ειδικότερα ορθόδοξη- διαπαιδαγώγηση ως αποστολή του σχολείου. Μιλάει γενικά για την εθνική και θρησκευτική αγωγή των παιδιών ως αποστολή του σχολείου. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο προετοιμάζει όχι πιστούς, αλλά πολίτες. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Και μερικές φορές στον δημόσιο διάλογο αθέλητα ή ηθελημένα παραποιείται αυτή η ρητή συνταγματική διάταξη σχετικά με τους σκοπούς της εκπαιδεύσεως.
Θα συμφωνήσω μαζί σας στη γενική προσέγγιση που κάνατε. Βεβαίως, μου κάνει εντύπωση ότι καταφεύγετε σε έναν ειδωλολάτρη συγγραφέα για να υποστηρίξετε τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση, όπως είπατε. Καταλαβαίνω, όμως, ότι αυτό είναι μία ανθρωπολογική, ιστορική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου.Δεν συμφωνώ μαζί σας στον κατεδαφιστικό τρόπο για τον ρόλο των επαναστάσεων στην ηθικοπνευματική διαμόρφωση των κοινωνιών. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα ήταν οι σύγχρονες κοινωνίες πράγματι χωρίς τη μεγάλη επανάσταση του Χριστιανισμού. Και εννοώ το κήρυγμα της αγάπης του Χριστού. Πράγματι, είναι ένα στοιχείο που το ζούμε στην καθημερινότητά μας οι σύγχρονες κοινωνίες. Και βεβαίως, δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα ήταν οι σύγχρονες κοινωνίες χωρίς τη Γαλλική Επανάσταση, χωρίς την Οκτωβριανή Επανάσταση, δηλαδή χωρίς τη διαρκή αγωνία των πολιτών και των κοινωνιών για να πάει μπροστά η κοινωνία και ο κόσμος.
Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι, όπως συμβαίνει συχνά, πολλές φορές άλλο είναι το μήνυμα και άλλη είναι η πράξη. Συμβαίνουν αυτά. Γι’ αυτό είμαστε εδώ σε συνθήκες δημοκρατίας για να ελέγχουμε τη συνέπεια ανάμεσα σε διακηρύξεις και πράξεις.
Σχετικά με το ειδικό θέμα τώρα που αναφέρατε, εμείς θέλουμε να αναμορφώσουμε το μάθημα των Θρησκευτικών -υπάρχουν συγκεκριμένα προγράμματα- με σεβασμό, όπως επαναλαμβάνω, στις διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί, προκειμένου να είναι ένα μάθημα γνώσης όλων των θρησκειών, με ιδιαίτερη, βεβαίως, έμφαση στον ορθόδοξο πολιτισμό, που αποτελεί ένα στοιχείο καθοριστικό για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης.
Κύριε Πρόεδρε, επίσης, θα ήθελα να σας πω, σχετικά με την ερώτησή σας, ότι υπάρχουν νομικές δεσμεύσεις της πολιτείας, εσωτερικές και διεθνείς, που αφορούν την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων στη χώρα μας. Αυτές ακολουθούμε. Το τονίζω. Πρόκειται για θρησκευτικές μειονότητες, εκτός αν κάποιος θέλει να αποδώσει άλλο χαρακτηρισμό στις υφιστάμενες στην Ελλάδα μειονότητες.
Με αυτή την έννοια, όταν λέμε ότι αναγνωρίζουμε -και δίνουμε μάχη γι’ αυτό ως ελληνικό κράτος- ότι οι συγκεκριμένες μειονότητες, όπως για παράδειγμα οι μουσουλμάνοι, στη χώρα μας δεν συγκροτούν εθνικό σύνολο, αλλά συγκροτούν θρησκευτική μειονότητα -αυτή είναι η επίσημη θέση, η οποία απορρέει και από διεθνείς συνθήκες- είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε την άποψη που έχουν οι συγκεκριμένες μειονότητες για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Και αυτή η διδασκαλία δεν είναι υποχρεωτική. Είναι προαιρετική. Εδώ μιλούμε για υποχρεωτικό μάθημα Θρησκευτικών στα σχολεία για το σύνολο των πιστών και απίστων, για το σύνολο του πληθυσμού.
Αν πηγαίναμε σε μοντέλα ομολογιακού τύπου, τα οποία είναι προαιρετικά στην Ευρώπη, είναι άλλη συζήτηση αυτή. Δεν αφορά, όμως, το δημόσιο σχολείο. Αφορά άλλους θεσμούς, όπως είναι οι εκκλησίες. Το δημόσιο σχολείο στην Ευρώπη και εδώ, όταν δεν εφαρμόζει αυτά τα μοντέλα, προφανώς και επιλέγει ένα μάθημα -επαναλαμβάνω- γνώσης όλων των θρησκειών, με έμφαση στην Ελλάδα στο θέμα της ορθοδοξίας.
Γιατί η γνώση όλων των θρησκειών; Πρώτον, διότι ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας κόσμος όπου οι θρησκείες διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο, συχνά όχι πάντοτε θετικό, αλλά και αρνητικό. Οι λογής-λογής φονταμενταλισμοί -όπως ξέρετε, έχουμε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό στην περιοχή μας- αποτελούν δυνάμεις που προσδιορίζουν αρνητικά τις εξελίξεις στην περιοχή μας.
Είναι λογικό τα παιδιά να γνωρίζουν το ακριβές μήνυμα των διαφόρων θρησκειών και όχι τη διαστροφή του μηνύματος των θρησκειών. Είναι λογικό να επιδιώκουμε, επίσης, σε συνθήκες πολυφυλετικές, πολυθρησκευτικές, πολυγλωσσικές των σχολικών τάξεων μια προσέγγιση ανάμεσα στα παιδιά αυτά, από όπου κι αν προέρχονται, και όχι μια επιδίωξη κατηχητισμού απέναντι στα παιδιά.
Αυτά και άλλα πολλά είναι αντικείμενο δημόσιο διαλόγου εδώ και πολλά χρόνια και ανάμεσα στους θεολόγους, αλλά και στην Εκκλησία. Δεν είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στην πολιτεία και την Εκκλησία. Και μέσα στην Εκκλησία έχουν ωριμάσει οι απόψεις οι οποίες έχουν να κάνουν με την ανάγκη αλλαγής του μαθήματος των θρησκευτικών, σε μια κατεύθυνση -επαναλαμβάνω- γνώσης των θρησκειών και όχι ομολογιακού ή, ακόμα περισσότερο, κατηχητικού χαρακτήρα.
Αυτή είναι η άποψη που υπάρχει. Εμείς δεν είμαστε δογματικοί. Συζητάμε και πιστεύουμε ότι μπορούμε να έχουμε εξελίξεις θετικές -επαναλαμβάνω- για τα παιδιά και την παιδεία.
Γενικότερα, οι σχέσεις που θέλουμε να έχουμε με την Εκκλησία είναι οι σχέσεις που προσδιορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους, σχέσεις συνεργασίας, σχέσεις οι οποίες αποβλέπουν στη βελτίωση της χώρας μας, στο να βγει η χώρα μας από την κρίση και εκεί, βεβαίως, ο καθένας κρίνεται από τη στάση του.
Θα ήθελα να πω ότι η πρόσφατη, στην περίοδο της κρίσης, συμπεριφορά της Εκκλησίας με το αναπτυγμένο φιλανθρωπικό της έργο είναι ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο βοηθάει στην κατεύθυνση που ανέφερα νωρίτερα, της συνεργασίας επ’ ωφέλεια του λαού.