Σύσκεψη με τους βουλευτές της ΝΔ που μετέχουν στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής για το νομοσχέδιο που κατέθεσε ο υπουργός Παιδείας, είχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σε ενημερωτικό σημείωμα, η ΝΔ κάνει λόγο για νομοσχέδιο που επιβάλλει σειρά αναχρονιστικών αλλαγών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τονίζοντας πως «κοινό συμπέρασμα ήταν ότι με το εν λόγω νομοσχέδιο επιχειρείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο πλήρης έλεγχος της εκπαιδευτικής διοίκησης μέσω της κομματικοποίησής της, ενώ ενισχύεται εντελώς αναιτιολόγητα ο συγκεντρωτισμός του κράτους, καθώς σειρά αποφάσεων θα λαμβάνονται στο εξής, από κεντρικές γραφειοκρατικές δομές και όχι από τις σχολικές μονάδες».
Στη ΝΔ υποστηρίζουν επίσης, πως «με το εν λόγω νομοσχέδιο ανατρέπεται πλήρως το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ενώ καταργούνται και οι σχολικοί σύμβουλοι οι οποίοι αντικαθίστανται από κομματικούς εγκάθετους».
Όπως λένε μάλιστα, «ενδεικτικό της κυβερνητικής μεθόδευσης, είναι ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο κατατέθηκε με τη διαδικασία του επείγοντος, ενώ δεν υφίσταται κανένας προφανής λόγος για αυτή τη σπουδή, καθώς κανένα από τα άρθρα του δεν είναι άμεσης εφαρμογής για την τρέχουσα σχολική χρονιά». Η ΝΔ έχει ταχθεί υπέρ της άμεσης απόσυρσης του νομοσχεδίου, που έχει ως μόνο στόχο, όπως εκτιμά, την ικανοποίηση στενών συντεχνιακών και κομματικών συμφερόντων του ΣΥΡΙΖΑ σε βάρος της εκπαίδευσης.
«Η Νέα Δημοκρατία επιμένει στις πάγιες θέσεις της που έχουν ως στόχο την αναβάθμιση της Παιδείας, οι οποίες και θα αποτελέσουν την αιχμή του δικού της προγράμματος που θα εφαρμοσθεί, καταργώντας όλες τις αλλοπρόσαλλες επιλογές των τριών υπουργών Παιδείας στα τρία χρόνια ΣΥΡΙΖΑ (Μπαλτά, Φίλη, Γραβρόγλου) που πειραματίζονται σε βάρος των μαθητών και των γονέων τους αλληλλοαναιρούμενοι και μεταξύ τους» προσθέτουν. Παράλληλα, επισημαίνουν την ανάγκη επιλογής ανώτερων και ανώτατων στελεχών στην εκπαίδευση, με τη θεσμοθέτηση μίας αντικειμενικής διαδικασίας στην οποία θα εμπλέκεται το ΑΣΕΠ και άλλα ανεξάρτητα όργανα, την αξιολόγηση όλων των δομών της εκπαίδευσης όπως επίσης και των εκπαιδευτικών, καθώς και την ενίσχυση των υφιστάμενων δομών και της σχολικής αυτονομίας, με τη λήψη των περισσότερων αποφάσεων από τα ίδια τα σχολεία.