Του Νίκου Τσούλια Γραμματέας της Προοδευτικής Ενότητας Καθηγητών (ΠΕΚ)
Ο θεσμός των αιρετών εκπαιδευτικών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια (Υ.Σ.) αποτελεί – κατά τη γνώμη μου – μια σημαντική κατάκτηση για το συνδικαλιστικό κίνημα και πιο πολύ για το γενικό εργασιακό στάτους των εκπαιδευτικών αλλά και για την ορθολογική λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης. Έχει κάνει μακρά πλέον διαδρομή και έχει δώσει θετικά δείγματα γραφής για τα μείζονα ζητήματα της τήρησης της νομιμότητας και της διαφάνειας, της δικαιοσύνης και της ισονομίας στον κλάδο μας.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα και ότι δεν έχουμε αρνητικά χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο το άνοιγμα ενός διαλόγου όσον αφορά την εμπειρία της εφαρμογής του θεσμού με μια διάθεση γενναίας αυτοκριτικής και υπέρβασης των συμπτωμάτων παρακμής του. Γιατί είναι τοις πάσι γνωστό ότι οι αιρετοί αποκτούν μια επιρροή, που αποκτά ακόμα και στοιχεία αυτονόμησης από τις συλλογικές λειτουργίες του κινήματος.
Έτσι, βλέπουμε να αυξάνει η πρακτική του παραγοντισμού, η υποκουλτούρα του τύπου «εγώ σε φρόντισα», η τηλεφωνική ατζέντα των εξυπηρετήσεων, το τύπωμα και η διακίνηση καρτών με τα προσόντα των αιρετών κλπ. Δημιουργείται έτσι η εικόνα στους εκπαιδευτικούς ότι όσο πιο κοντά είναι σε έναν αιρετό, τόσο πιο εύκολα διασφαλίζουν το προσωπικό τους συμφέρον! Αλλά η θέσπιση και κυρίως η συλλογική μας αντίληψη δεν έχουν καμιά σχέση και συνάφεια με φαινόμενα παραγοντισμού, αλλά αντίθετα υπονομεύονται ευθέως απ’ αυτά.
Τα εν λόγω προβλήματα είναι γνωστά από παλιότερους καιρούς, αλλά δυστυχώς δεν τα αντιμετωπίσαμε παρά το γεγονός ότι τα βλέπαμε. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε με την ίδια τακτική. Οι όποιες ιδιαίτερες σχέσεις των εκπαιδευτικών με τους αιρετούς δεν μπορεί να προδικάζουν κάποιου είδους προνομιακή μεταχείριση. Οι αιρετοί οφείλουν να λειτουργούν με αντίληψη πλήρους ισονομίας και να ενημερώνουν εγκαίρως και με συστηματικό τρόπο τους εκπαιδευτικούς για όλα τα ζητήματα των Υ.Σ. Προφανώς πρέπει να συνεργάζονται με τα διορισμένα μέλη των Υ.Σ. με μοναδικό σκοπό τόσο την καλύτερη λειτουργία των σχολείων όσο και τη στήριξη των δίκαιων και κυρίως των νόμιμων αιτημάτων των εκπαιδευτικών. Δεν συνδιοικούν ούτε συνδιαχειρίζονται με τη Διοίκηση της εκπαίδευσης.
Η μοριοδότηση όσο το δυνατόν περισσότερων υπηρεσιακών μεταβολών των εκπαιδευτικών παρέχει καλύτερα εχέγγυα για την αντικειμενική και ορθολογική λειτουργία των Υ.Σ., αν και πρέπει να ομολογηθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις που (πρέπει να) κρίνονται επί του ερμηνευτικού πεδίου – δηλαδή από τον ανθρώπινο παράγοντα. Σε κάθε περίπτωση, η τήρηση της νομιμότητας είναι το υπέρτατο κριτήριο αξιολόγησης και λήψης της όποιας απόφασης.
Είναι προφανές ότι σήμερα στους τόσο δύσκολους καιρούς των μνημονίων και των εποχών της γενικότερης αμφισβήτησης των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων – πέραν της εφαρμογής των μνημονίων – έχει πολλή μεγάλη σημασία η υπηρεσιακή πορεία κάθε εκπαιδευτικού. Και αυτή η σκληρή πραγματικότητα επιτάσσει – κατά τη γνώμη μου πάντα – έναν απόλυτο σεβασμό στους νόμους και στα απορρέοντα συμφέροντα των κρινόμενων εκπαιδευτικών.
Όσον αφορά την υπόθεση της διεκδίκησης και τρίτου αιρετού στα Υ.Σ. θεωρώ ότι είναι συνδικαλιστικό λάθος. Βέβαια οι παρατάξεις εκείνες, που δημαγωγούσαν χρόνια και χρόνια πουλώντας δήθεν δημοκρατικό πνεύμα και τώρα «σφυρίζουν αδιάφορα» ενώ έχουν και ιδεολογική / κυβερνητική αναφορά, οφείλουν να δώσουν κάποιες εξηγήσεις, αν βέβαια το κρίνουν απαραίτητο. Για να έλθω στην ουσία αυτού του «σημείου», φρονώ ότι δεν μπορεί το συνδικαλιστικό κίνημα να αποκτήσει την πλειοψηφία – επομένως και την ευθύνη – στα Υ.Σ. με την εισαγωγή και τρίτου αιρετού, γιατί πολύ απλά θα συμβούν πολλές στρεβλώσεις στη συλλογική μας λειτουργία. Πάνω από όλα, η ανάληψη της ευθύνης των υπερεσιακών μεταβολών των εκπαιδευτικών – και με δεδομένη την όλη σημερινή δομή της Διοίκησης της εκπαίδευσης – θα προκαλέσει μετασχηματισμούς στην κινηματική, διεκδικητική και αυτόνομη δράση του συνδικαλισμού. Αλλά επ’ αυτού του σημείο μπορούμε να επανέλθουμε…
Η μαζική συμμετοχή στις εκλογές των αιρετών είναι απόλυτα θετικό γεγονός. Ωστόσο, παραμένει μετέωρο βήμα όταν δεν ενισχύει τη συλλογική μας δράση. Γιατί το να ψηφίζουμε το μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών στις εκλογές αυτές, αλλά να ψηφίζουμε ένα πολύ μικρό «μέρος» στις εκλογές των ΕΛΜΕ και να μη συμμετέχουμε μαζικά στις Γενικές Συνελεύσεις μας δεν είναι καθόλου θετική εξέλιξη!
Εκτιμώ ότι υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που επιβάλλουν το άνοιγμα διαλόγου για το θεσμό των αιρετών και για το συνολικό πλαίσιο της λειτουργίας των Υπηρεσιακών Συμβουλίων. Εκείνο που λείπει – τουλάχιστον προς το παρόν – είναι η βούλησή μας: συλλογική, παραταξιακή, προσωπική… Οι δύσκολοι καιροί απαιτούν περισσότερη σύνεση και πιο δημιουργικό διάλογο στις λειτουργίες μας, περισσότερη μετριοπάθεια στον παραταξιακό μας λόγο και εμπράγματη διάθεση σύνθεσης των ποικίλων απόψεών μας – δηλαδή ουσιαστική κινηματική κουλτούρα!