Ομιλία του Υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη κλείνοντας τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την παιδεία στην ολομέλεια της Βουλής
Στην δευτερολογία του κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου «Ρυθμίσεις για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις» του υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που ψηφίστηκε επί της αρχής και κατ’ άρθρο στην ολομέλεια της Βουλής, σήμερα Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016, ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης είπε:
“Φτάσαμε στο τέλος μιας διαδικασίας η οποία κράτησε αρκετούς μήνες, τα ζητήματα της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης ως προσχέδιο βγήκαν στη δημόσια διαβούλευση και δόθηκαν στα κόμματα από τον προηγούμενο Απρίλιο και όλα τα ζητήματα που συζητήσαμε σήμερα είναι γνωστά τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, όταν ψηφίστηκε στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων το Νομοσχέδιο. Δεν υπήρχε λοιπόν κανένας αιφνιδιασμός, ακόμα και η τροπολογία για την ειδική αγωγή αποτέλεσε αντικείμενο μίας ευρύτατης δημόσιας διαβούλευσης με τη συμμετοχή 5000 ατόμων και υπήρχε και η δυνατότητα να αναπτυχθούν οι απόψεις τους και εδώ. Θέλω να πω ότι ο διάλογος είναι αναγκαίος και αυτό που ξεκινήσαμε είναι η πρώτη πράξη αυτής της κυβέρνησης με τη διαδικασία του εθνικού και του κοινωνικού διαλόγου.
Και στη Βουλή, στην επιτροπή των μορφωτικών υποθέσεων υπάρχει μία κατάληξη για ζητήματα που πρέπει να νομοθετήσουμε, για μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνουμε. Τις έχουμε βάλει ήδη μπροστά προχωρώντας αυτό το πόρισμα για τις συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης και στην επιτροπή Εθνικού Διαλόγου, όπου και εκεί συζητούμε και είμαστε έτοιμοι να παρουσιάσουμε σε σύντομο διάστημα συγκεκριμένες προτάσεις για μεταρρυθμίσεις της εκπαίδευσης. Άρα λοιπόν δεν μας λείπει ο διάλογος. Μας λείπει όμως η προδιάθεση, η πολιτική της συνεννόησης. Ως ένα βαθμό αυτό είναι λογικό, διότι στον χώρο της εκπαίδευσης συγκρούονται συμβολισμοί, ιδεολογίες, αξίες πολλές φορές με ένα τρόπο υπερβολικό, θα πει κάποιος. Αλλά συγκρούονται, αυτό είναι αλήθεια. Παρόλα αυτά μπορεί να βρεθεί ένα κοινό έδαφος συζητήσεων, το κοινό καλό, όπως θα ονόμαζε κάποιος, και στον χώρο της εκπαίδευσης. Νομίζω ότι η σημερινή συζήτηση παρά τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που ακούσαμε για το νομοσχέδιο λόγω αντιπολιτευτικού προφανώς καθήκοντος, είναι ένα πρώτο βήμα προκειμένου να υπάρξουν συγκλίσεις, να υπερβούμε τους κακούς εαυτούς μας και την αντιπολιτευτική πραγματικότητα που βιώνουμε.
Και λέω ότι είναι ένα καλό βήμα, διότι στη ψηφοφορία που είδαμε χθες επί της αρχής αλλά και τώρα από τις τοποθετήσεις των κομμάτων προκύπτουν συγκλίσεις. Το παρόν νομοσχέδιο είναι πολύ σοβαρό και το λαμβάνει υπόψιν της η κυβέρνηση. Επισημαίνουμε, για λόγους που θα ακούσουμε στην πορεία, ότι στο όχι επιμένει η Νέα Δημοκρατία και η Χρυσή Αυγή, για τους δικούς του λόγους ο καθένας φαντάζομαι. Αλλά ειδικά για τη Νέα Δημοκρατία αυτό το όχι αναδεικνύει ένα πρόβλημα ταυτότητας. Γιατί είναι ένα όχι στην ιστορία της. Στην ιστορία για την καθιέρωση, όπως είπαμε, της ιδιωτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Αυτό για εμάς λοιπόν είναι μία παρακαταθήκη, η σύγκλιση γύρω από το νομοσχέδιο αυτό. Και νομίζω ότι και στην επόμενη περίοδο θα έχουμε και άλλες δυνατότητες μέσα από αντιπαραθέσεις, επαναλαμβάνω, να βρεθούν σημεία σύγκλισης.
Μίλησα για τρικλοποδιές πολιτικές, όλα αυτά τα ψέματα που ακούσαμε από ορισμένες πλευρές τόσους μήνες, όπως ότι καταργούμε το ολοήμερο σχολείο, ενώ έχουμε τμήματα περισσότερα από πέρσι και μαθητές το ίδιο με πέρσι. Και έχουμε περισσότερα, για πρώτη φορά μετά οκτώ χρόνια, τμήματα ένταξης. Λέμε λοιπόν ότι με λιγότερο μαθητικό πληθυσμό στα νηπιαγωγεία έχουμε περισσότερα τμήματα νηπιαγωγείων. Θα κλείσουμε τα νηπιαγωγεία, λέγανε, με την εκπαιδευτική πολιτική της συμπερίληψης. Όχι μόνο δεν κλείσανε αλλά έχουμε 400 νέα τμήματα και νέες δομές ειδικής αγωγής και 1100 προσλήψεις προσωπικού στην ειδική αγωγή και 20800 προσλήψεις σε όλη την εκπαίδευση. Που είναι αυτή η καταστροφολογία που ακούσαμε τόσους μήνες, η οποία άφησε το δηλητήριο της και λειτούργησε εξ αντικειμένου ως μία προπαγάνδα της ιδιωτικής εκπαίδευσης που απαξίωνε την δημόσια εκπαίδευση;
Αυτά πρέπει να τα κουβεντιάζουμε με σοβαρότητα γιατί το κάθε τι που λέμε εδώ το ακούει η κοινή γνώμη και δεν είναι εύκολο πάντα να βγάλει τα συμπεράσματά της. Μάλιστα με την καταλυτική συνδρομή του μιντιακού περιβάλλοντος.
Θα ήθελα να ενημερώσω τη Βουλή των Ελλήνων ότι από φέτος σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης θα εφαρμοστεί το νέο πρόγραμμα του μαθήματος των θρησκευμάτων. Άκουσε μία τοποθέτηση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη, προ μηνός σε μία τηλεοπτική εκπομπή, που είπε ότι συμφωνεί να αλλάξει το πρόγραμμα των θρησκευτικών στα σχολεία. Το πρόγραμμα που έχουμε έτοιμο ως ΙΕΠ προέκυψε από ειδική επιτροπή που συγκροτήθηκε και άκουσε όλες τις πλευρές, και την Εκκλησία και τους θεολόγους. Η απόφαση βεβαίως είναι της πολιτείας, έτσι λειτουργεί το σχολείο. Δεν λειτουργεί με αποφάσεις άλλων, είμαστε έτοιμοι, θα πάμε σε επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και θα προχωρήσουμε σε ένα πρόγραμμα αλλαγής του μαθήματος των θρησκευτικών, ώστε να μην είναι μάθημα ομολογιακό, κατηχητικό αλλά μάθημα γνώσης των θρησκειών και βεβαίως της Ορθοδοξίας, αλλά και τον άλλων θρησκευμάτων τα οποία περιβάλλουν τη χώρα μας ή θρησκευμάτων οι πιστοί των οποίων ζούνε στη χώρα μας. Ελπίζουμε συντόμως να παρουσιάσουμε αυτό το πρόγραμμα της επιμόρφωσης των θεολόγων.
Ακούστηκε και ένα άλλο επιχείρημα, δυστυχώς από τη Δεξιά, επειδή από την Χρυσή Αυγή το περιμένουμε, όλα τα κακά προήλθαν από την πτώση της Δικτατορίας για τη Χρυσή Αυγή, τη μεταπολίτευση κατανοητό αυτό. Αλλά να μην υποστηρίζει η Νέα Δημοκρατία την πολιτική των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε με τον Γεώργιο Ράλλη και τον Ευάγγελο Παπανούτσο το 1976 με την καθιέρωση της δημοτικής και της κατάργησης των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, με την καθιέρωση της Τεχνικής Εκπαίδευσης με την κατοχύρωση της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης;
Δεν είναι ότι όλα είναι σωστά και δεν πρέπει τίποτα να αλλάζει. Αλλά υπάρχει μία βάση. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε προς τα πίσω συνέχεια. Πιστεύω ότι η Νέα Δημοκρατία και στο θέμα της εκπαίδευσης έχει ένα πρόβλημα ταυτότητας. Δεν μπορεί να υποστηρίξει, με τη σημερινή της ιδεολογική φυσιογνωμία, αυτό που υπήρξε. Με μεγάλη προσφορά, παρά τις διαφωνίες που είχαμε τότε, αλλά με προσφορά στην ανασυγκρότηση της κοινωνίας μετά τη μεταπολίτευση.
Προβάλλεται ως επιχείρημα εδώ για το θέμα της ιδιωτικής εκπαίδευσης ότι η ιδεοληψία μας σε εισαγωγικά θα οδηγήσει σε χιλιάδες ή εκατοντάδες απολύσεις κατ’ ανάγκη. Αυτό το επιχείρημα δεν πρέπει να εκστομίζεται στη Βουλή από εκπροσώπους κομμάτων. Αυτό είναι το επιχείρημα των ιδιοκτητών πάσης φύσεως και θα έλεγα των πειρατών ιδιοκτητών και όχι των ιδιοκτητών των καλών σχολείων. Μη δημιουργείτε με αυτά τα επιχειρήματα άλλοθι για αντιδημοκρατικές εργατικές πρακτικές. Να γνωρίζουν όμως οι πειρατές και τους διαχωρίζω, από τους ιδιοκτήτες-σχολάρχες σχολείων που λειτουργούν με βάση τη νομιμότητα, με βάση τα προγράμματα που υπάρχουν στο σχολείο, ότι έχουσιν γνώση οι φύλακες. Μην τολμήσουν να κάνουν τέτοιο παιχνίδι εις βάρος των εργαζομένων και εις βάρος της ποιότητας της εκπαίδευσης. Το τονίζω: έχουσιν γνώση οι φύλακες.
Δεν υπήρξαν πλεονάσματα τεχνητά στην εκπαίδευση απόδειξη ότι πήραμε 20.800 εκπαιδευτικούς αναπληρωτές. Τόσοι λοιπόν προκύπτουν από τις οργανικές θέσεις και τόσους θα πάρουμε την επόμενη τριετία, αρχής γενομένης από το Σεπτέμβριο, ως μόνιμο προσωπικό. Δεν μας αρέσει η διαιώνιση των αναπληρωτών επειδή είναι ένα καθεστώς πολιτικής ομηρίας και δημιουργεί προβλήματα. Μία γυναίκα, ένα κορίτσι που είναι αναπληρώτρια δεν μπορεί καν να καταστεί έγκυος διότι αυτομάτως φεύγει από το σχολείο. Είναι προφανές πως τεχνητά πλεονάσματα δεν δημιουργήθηκαν, είναι πραγματικά τα πλεονάσματα και είναι 20800 θέσεις. Αυτές θα καλύψουμε με μόνιμο προσωπικό την επόμενη τριετία.
Ακούστηκε πολύ το θέμα της ελευθερίας της επιλογής. Πρώτα-πρώτα για να έχεις ελευθερία επιλογής πρέπει να έχεις κάποια χρήματα. Δεν έχουμε όλοι τη δυνατότητα να επιλέγουμε ό,τι θέλουμε. Άρα δεν αφορά όλο τον κόσμο, αλλά αφορά τους έχοντες αυτό το δικαίωμα επιλογής. Δεύτερο, είναι προφανές ότι το Δημόσιο, το κράτος, με βάση το Σύνταγμα αλλά και την κουλτούρα του κοινωνικού κράτους που υπάρχει στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα. Αν δεν το κάνει αυτό – και στις μέρες μας υπάρχει μία υποχώρηση – υπονομεύει τις συνθήκες κοινωνικής αναπαραγωγής. Δηλαδή δαγκώνει την ουρά του, με φαρμάκι. Άρα έχει μεγάλη σημασία, για πολλούς λόγους που αφορούν το σύνολο της προόδου της κοινωνίας, να συνεννοηθούμε ότι χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό κράτος. Χωρίς τις παθογένειες της κομματοκρατίας, του ρουσφετιού, της ρεμούλας κλπ. Καμία αντίρρηση. Ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος που προϋποθέτει συλλογικό σύστημα αναδιανομής. Όχι ο καθένας να ενθυλακώνει το βάουτσερ, το μπαξισάκι του, και να πηγαίνει να ψωνίζει. Αυτό δεν είναι κοινωνία που με συλλογικό τρόπο προχωράει μπροστά, αυτό είναι κατακερματισμός. Εμείς δεν θα συναινέσουμε και θα είμαστε εναντίον ακόμα και στην ιδέα ότι μπορεί δημόσιοι πόροι του ελληνικού λάου, να ιδιωτικοποιηθούν. Θα είμαστε ενάντια στην παραδοξότητα να έχουμε ιδιωτική εκπαίδευση με χρήματα. Αυτό σημαίνει το βάουτσερ, λεφτά από το κράτος που τα παίρνεις να τα δώσεις στην ιδιωτική εκπαίδευση. Και αυτό δεν είναι ιδεοληψία αλλά καθαροί λογαριασμοί. Βεβαίως ιδιωτική εκπαίδευση με κανόνες που τίθενται και δημόσια εκπαίδευση το ίδιο αλλά από εκεί και πέρα δεν θα πληρώνει το Δημόσιο για τη λειτουργία του ιδιωτικού συστήματος εκπαίδευσης.
Το Δημόσιο πρέπει να πληρώσει με γενναιότητα – και εδώ χρειάζονται γενναίες ανατροπές – την αναδιάρθρωση και την αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης.
Τελειώνω με μία φράση. Όπως είπε νωρίτερα η κυρία Αναγνωστοπούλου και ο κύριος Πελεγρίνης το νομοσχέδιο αφορά επίκαιρα ζητήματα εκπαιδευτικής και ευρύτερης σημασίας. Το νομοσχέδιο αυτό αφορά ζητήματα τα οποία μας εισάγουν στο θέμα της αναγκαίας δημοκρατικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Μερικά τα αναφέραμε στη συζήτηση, όπως είναι το θέμα της αλλαγής του Λυκείου και των εξετάσεων για τα πανεπιστήμια. Θέλω να πω ότι αυτή η συζήτηση και οι άλλες που θα έρθουν στο πλαίσιο της συζήτησης για τη δημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προφανώς έχουν στο επίκεντρό τους το μέλλον της νέας γενιάς. Είναι οι έφηβοι της κρίσης δεν είναι παιδιά της ευμάρειας αλλά ούτε και παιδιά της οργής. Είναι παιδιά με κοινωνικά και πολιτικά βιώματα που δημιουργήθηκαν πάνω στη δοκιμασία ή και τα ερείπιά των βεβαιοτήτων των γονιών τους. Είναι παιδιά που συνειδητοποιήθηκαν, που ευαισθητοποιήθηκαν μέσα από την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και της καταστολής που διαψεύδει τις ελπίδες τους αλλά τους δείχνει και έναν εφιάλτη. Τον εφιάλτη που έζησαν με τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Κάθε γενιά έχει τα σημεία αναφοράς της. Είτε ως συλλογικό τρόπο είτε ως προσωπικές αναφορές. Αυτή είναι η σημερινή γενιά και σε αυτή τη γενιά πρέπει να πούμε ότι αναγνωρίζουμε ένα απόθεμα που μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές προοπτικές μετασχηματισμών στην κοινωνία μας. Αυτή τη γενιά εμείς δεν την κολακεύουμε, την εμπιστευόμαστε.”