ΦΑΣΦΑΛΗΣ ΝΙΚΟΣ ΑΙΡΕΤΟΣ ΚΥΣΠΕ Ανακοίνωση για το σχέδιο νόμου: «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
Λίγες μέρες πριν το σχέδιο της Κυβέρνησης με τίτλο «Αναδιοργάνωση των υποστηρικτικών δομών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» γίνει νόμος του κράτους, η εκπαιδευτική κοινότητα παρακολουθεί με έντονο προβληματισμό τις νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες του Υπουργείου Παιδείας.
Ως Αιρετός εκπρόσωπος των 75.000 εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης θέλω να θέσω μια σειρά προβληματισμών και να διατυπώσω τις απόψεις μου πάνω στο σοβαρό αυτό θέμα.
Καταρχάς, είναι ολοφάνερο ότι το Σχέδιο Νόμου δεν έχει την υποστήριξη του εκπαιδευτικού κόσμου και δημιουργεί μια σειρά προβλημάτων στους εκπαιδευτικούς θεσμούς τους οποίους υποτίθεται ότι επιδιώκει να «αναβαθμίσει».
Ένα ολόκληρο άρθρο (17) αφιερώνεται στην κατάργηση δομών την οποία όχι μόνο δεν ζήτησε η εκπαιδευτική κοινότητα αλλά είναι σύσσωμη αντίθετη.
Είναι όλες αυτές οι δομές που πραγματικά λειτουργούσαν για την υποστήριξη του εκπαιδευτικού και του εκπαιδευτικού έργου.
• Καταργούνται τα ΠΕΚ, η τελευταία οργανωμένη δομή επιμόρφωσης του εκπαιδευτικού (αφού έχουν καταργηθεί όλες οι άλλες προ πολλού), με συνέπεια την υποβάθμιση της επιμόρφωσης ακόμη περισσότερο των εκπαιδευτικών αφού δεν δημιουργείται κάποια άλλη αντίστοιχη δομή, γεγονός που στο μέλλον θα έχει πολύ μεγάλες συνέπειες στην ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.
• Καταργούνται τα ΚΕΔΔΥ, και μαζί μ’ αυτά και η αναγκαία
Διαφοροδιάγνωση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, η οποία πλέον θα γίνεται από θεσμούς εκτός εκπαίδευσης. Αυτό θα έχει τραγικές συνέπειες για τους γονείς και τις οικογένειες παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οι οποίοι θα κληθούν τώρα να επισκέπτονται τα ιατροπαιδαγωγικά κέντρα για τις αξιολογήσεις αλλά και για την κατάρτιση προγράμματος εκπαιδευτικής υποστήριξης των παιδιών τους.
• Καταργείται ο Σχολικός Σύμβουλος, ο οποίος ανήκει στους πιο
προωθημένους δημοκρατικούς εκπαιδευτικούς θεσμούς. Ένας θεσμός “δασκαλογέννητος” ο οποίος εισήχθη στην εκπαίδευση το 1982 και που υλοποίησε ένα όραμα του εκπαιδευτικού κόσμου και δικαίωσε τους μακροχρόνιους αγώνες του Κλάδου των εκπαιδευτικών για την κατάργηση του επιθεωρητή και του επιθεωρητισμού.
Ένας θεσμός που δημιουργήθηκε για να διαχωρίσει τη διοίκηση από την παιδαγωγική καθοδήγηση και να προασπίζει την παιδαγωγική ελευθερία του εκπαιδευτικού από τον αυστηρό διοικητικό έλεγχο.
Ένας θεσμός που δημιουργήθηκε με στόχο τη δημοκρατική διάρθρωση της εκπαίδευσης και τον κοινωνικό μετασχηματισμό στη χώρα. Ήταν μια επιλογή που τοποθετούσε το σχολικό σύμβουλο κοντά στο σχολείο, δίπλα στον εκπαιδευτικό ως σύμβουλο, συνεργάτη και συμπαραστάτη στο δύσκολο έργο του. Ένας θεσμός που διαχρονικά δεν στηρίχτηκε από την Πολιτεία παρά τα αλλεπάλληλα αιτήματα της ΔΟΕ. Πολλές φορές, μάλιστα, τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρήθηκε η μετάλλαξη του θεσμού με την ενίσχυση της εποπτικής-αξιολογικής διάστασης, αλλά τα σχέδια ματαιώθηκαν από τη σθεναρή αντίσταση του κλάδου.
Σήμερα και παρά τις διακηρύξεις του ΥΠ.Π.Ε.Θ. και του κ. Υπουργού για την αναβάθμιση του θεσμού και παρά τα αποτελέσματα της διαβούλευσης του ΥΠ.Π.Ε.Θ. που ήταν συντριπτικά υπέρ της αναβάθμισης του θεσμού, το Υπουργείο δρομολογεί μια παρέμβαση που δεν δικαιολογείται παρά μόνο ως πράξη «εκδίκησης». Ο Σχολικός Σύμβουλος αντικαθίσταται από ένα γραφειοκρατικό όργανο (ΠΕΚΕΣ) στην έδρα των Περιφερειακών Δ/νσεων, δηλαδή μακριά από τις σχολικές μονάδες. Το ΠΕΚΕΣ, όπως περιγράφεται στο Σ/Ν στερείται βασικών θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων που σήμερα έχουν οι Σχολικοί Σύμβουλοι, είναι υποστελεχωμένο – αφού ο αριθμός των «νέων» στελεχών (συντονιστές εκπαιδευτικού έργου) μειώνεται πλέον του 40% – σε σχέση με τον σημερινό αριθμό των Σχολικών Συμβούλων. Έτσι υποβαθμίζεται και αδυνατίζει δραματικά η επιστημονική και παιδαγωγική υποστήριξη των σχολικών μονάδων της χώρας, με αποτέλεσμα τα σχολεία, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι μαθητές να μην έχουν πλέον τη δυνατότητα να απευθύνονται άμεσα σε αρμόδιο επιστημονικό στέλεχος και να λάβουν βοήθεια και στήριξη για θέματα παιδαγωγικά, διδακτικά, θέματα που προκαλούν εντάσεις μέσα στη σχολική μονάδα, όπως συγκρούσεις, bullying κ.ά.
• Παρά τις αντίθετες διακηρύξεις για την κατάργηση του εποπτικού ρόλου, αναφέρεται ρητά στο σχέδιο νόμου (άρθρο 5 παρ. 6) ότι οι Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου αποφασίζουν για “την τελική ανατροφοδοτική αποτίμηση του ετήσιου συλλογικού προγραμματισμού δράσης, κατά τη λήξη του σχολικού έτους, με σκοπό την εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των στόχων που είχαν τεθεί”. Γεγονός που σημαίνει ότι επανέρχεται η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων κάτω από το όνομα αποτίμηση και ο Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου αξιολογεί το βαθμό επίτευξης των στόχων. Είναι μια πολιτική επιλογή που σηματοδοτεί την εκ νέου σύγκλιση της διοίκησης με την καθοδήγηση με την εκ του μακρόθεν “υποστήριξη” και έλεγχο στις σχολικές μονάδες, 36 χρόνια μετά την κατάργηση του επιθεωρητή. Μια επιλογή που καταδεικνύει ξεκάθαρα την προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει το εκπαιδευτικό έργο και τους εκπαιδευτικούς μέσα από την πολυδιαφημιζόμενη “αυτονομία” της σχολικής μονάδας. Όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο η σχολική αυτονομία αποτελεί μέρος της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, είναι συνυφασμένη με τη λογοδοσία και συνακόλουθα με την κατανομή πόρων και τις καλύτερες επιδόσεις. Αυτό ακριβώς αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου: “η αυτονομία που όμως συνοδεύεται από μηχανισμούς λογοδοσίας. Η λογοδοσία σχετίζεται με την εξωτερική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου εντός της σχολικής μονάδας και με
την δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων” σελ. 3. Είναι λοιπόν το τέχνασμα για να περάσει αυτό που κανένας άλλος δεν πέρασε, την αξιολόγηση. Παράλληλα επανέρχεται η αξιολόγηση των στελεχών ως Δούρειος Ίππος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Αφιερώνεται για το σκοπό αυτό, ένα ολόκληρο κεφάλαιο (κεφάλαιο Δ’) και 7 άρθρα στα οποία αναφέρονται αναλυτικά όλες οι διαδικασίες για την αξιολόγηση.
• Περιθωριοποιούνται δομές όπως η Αγωγή Υγείας, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, οι Πολιτιστικές δραστηριότητες, μειώνοντας στο ελάχιστο τον αριθμό των εκπαιδευτικών, ώστε να μην έχουν καμία δυνατότητα παρέμβασης.
• Ακόμη εισάγονται πρωτόγνωρες αντισυνταγματικές διατάξεις που
στερούν την επαγγελματική εξέλιξη των στελεχών και των εκπαιδευτικών από τις θέσεις ευθύνης. Έτσι, αποκλείονται από τις νέες επιλογές όσα στελέχη έχουν αποκτήσει ήδη σχετική εμπειρία – δύο (2) θητείες -κι έχουν ήδη επιλεγεί με τα προσόντα τους και υπηρετήσει σε θέσεις ευθύνης. Αυτό θα έχει ως συνέπεια στελέχη, με εμπειρία και προσφορά στο χώρο της εκπαίδευσης και αυξημένα επιστημονικά προσόντα, να αποκλειστούν αυθαίρετα από τις θέσεις αυτές.
• Εκτός αυτού, μειώνονται τα επιστημονικά προσόντα για την επιλογή των στελεχών και «δημιουργούνται» στελέχη με βασικό, σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο τη διδακτική προϋπηρεσία, οδηγώντας την εκπαίδευση δεκαετίες πίσω και στέλνοντας το μήνυμα ότι η επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση στην εκπαίδευση είναι «περιττή». Υποβαθμίζεται η εμπειρία από την άσκηση έργου επιστημονικής και παιδαγωγικής καθοδήγησης καθώς και διοίκησης της σχολικής μονάδας ή οποιασδήποτε άλλης διοικητικής εμπειρίας.
• Τα Συμβούλια επιλογής στελεχών φαίνεται να είναι πλήρως ελεγχόμενα, και η επιλογή των «νέων» Σχολικών Συμβούλων προβλέπεται να γίνεται σε επίπεδο Περιφερειακής Διεύθυνσης, υποβαθμίζοντας περισσότερο το ρόλο τους. Παρά τις δεσμεύσεις για ακομμάτιστες και αξιοκρατικές διαδικασίες επιλογής, το ΑΣΕΠ απουσιάζει από τα Συμβούλια Επιλογής των ανώτατων στελεχών της εκπαίδευσης (ΠΕΚΕΣ) και οι συνθέσεις τους θα αποτελέσουν σε μεγάλο βαθμό κομματικές επιλογές, δημιουργώντας ερωτήματα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.
Σ’ αυτή τη συγκυρία που η εκπαίδευση πλήττεται βάναυσα από τις μνημονιακές πολιτικές σε όλα τα επίπεδα το προτεινόμενο Σ/Ν αποδομεί τους υπάρχοντες εκπαιδευτικούς θεσμούς και αφήνει σε μεγάλο βαθμό το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές χωρίς την αναγκαία στήριξη.
Ως Αιρετός εκπρόσωπος των 75.000 εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο ΚΥΣΠΕ καλώ το Υπουργείο Παιδείας και τον Υπουργό να επανεξετάσει το νομοθέτημα αυτό και μετά από διάλογο να κάνει δεκτές όλες εκείνες τις προτάσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας ώστε να ενισχυθούν θεσμοί που με αγώνες κατακτήθηκαν και που είναι δίπλα στον εκπαιδευτικό και το μαθητή και συνεισφέρουν στη δημιουργία ενός Δημόσιου Σχολείου που αξίζει στα παιδιά μας και που πιστεύω ότι είναι ο κοινός στόχος όλων μας!!