Ο ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΣΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ


Η Δ´ Κυριακή των Νηστειών σήμερα και η Αγία μας Εκκλησία προβάλλει την ασκητική μορφή του Οσίου Ιωάννου, συγγραφέως της Κλίμακος, και τιμά την ιερή μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Ε´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Τερεντίου Μάρτυρος και των συν αυτώ.


Ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης σε ηλικία 16 περίπου ετών προσέφερε τον εαυτό του στον Χριστό ως «θυσίαν ευάρεστον και δεκτήν», με το να εισέλθη στον δίαυλο της Μοναχικής Πολιτείας στο όρος Σινά. Από αυτή δε την διαμονή του στον ορατό τόπο, πορευόταν και κατευθυνόταν προ τον αόρατο Θεό.
Και την μεν ξενιτεία την ακολούθησε σαν προστάτιδα των νοερών νεανίδων, δηλ. των αρετών της ψυχής. Υποτάχθηκε και εμπιστεύθηκε την ψυχή του εν Κυρίω στον πνευματικό του πατέρα σαν σε ένα άριστο κυβερνήτη, και έτσι ακίνδυνα εταξίδευε το μεγάλο επικίνδυνο και τρικυμιώδες ταξείδι της παρούσης ζωής. Τόσο πολύ δε απέθανε για τον κόσμο και τα προσωρινά του θέλγητρα, σαν να είχε ψυχή χωρίς λογική και χωρίς θέλησι και αποξενωμένη τελείως από τις φυσικές κλίσεις και επιθυμίες.
Αφού λοιπόν έτσι πολιτεύθηκε επί 19 χρόνια και στολίσθηκε με τα κατορθώματα της μακαρίας υποταγής, όταν πια ο άγιος Γέροντας που τον επαιδαγώγησε είχε φύγει από τούτη τη ζωή, τότε αποδίδεται και ο ίδιος στον αγώνα της ησυχαστικής ζωής, κρατώντας στα χέρια του σαν όπλα δυνατά τις ιερές ευχές του Γέροντά του, για να καταρρίψη με αυτές τα οχυρώματα του σατανά.
Εκλέγει την παλαίστρα της ερημικής του ασκήσεως σε απόστασι πέντε «σημείων», (δηλ. 8 χιλιόμ.), από το Κυριακό της Μονής, στην τοποθεσία που λεγόταν Θολάς και διαβιώνει εκεί 40 ολόκληρα χρόνια, χωρίς οκνηρία και αμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε από τον διακαή έρωτα και την φλόγα της θείας αγάπης.
Έτρωγε απ᾽όλα όσα επιτρέπονται στους Μοναχούς, πολύ λίγο όμως. Έτσι ώστε με μεγάλη σοφία νικούσε συγχρόνως το κέρας της αλαζονείας και της οιήσεως. Διότι με την λίγη τροφή συνέθλιβε με κάθε τρόπο την κοιλία, την μανιώδη και άπληστη αυτή δέσποινα, και μαζί με την στέρησι της έλεγε: «σιώπα, πεφίμωσο», κλείσε δηλ. το στόμα σου. Και με το ότι έτρωγε λίγο και απ᾽όλα τα φαγητά νικούσε και υποδούλωνε την τυραννία της κενοδοξίας. Επί πλέον δε με την απόλυτη μοναξιά και την αποφυγή συναντήσεων με άλλα πρόσωπα έσβηνε την φλόγα και την κάμινο της σαρκικής επιθυμίας, μέχρι που την έκανε οριστικά στάχτη και την απεκοίμισε.
Ανδρείως ο ανδρείος απέφυγε, με το έλεος του Θεού και με την στέρησι των αναγκαίων για τη συντήρησί του, και την προσκύνησι των ειδώλων (δηλ. την φιλαργυρία και την προσκόλλησι στα υλικά).
Την ψυχή του την ανέστησε από τον θάνατο που την απειλούσε κάθε στιγμή, δηλ. από την ακηδία και την αδράνεια, κεντρίζοντάς την με το κεντρί της μνήμης του θανάτου. Με την απονέκρωσι πάλι κάθε «προσ­παθείας για τα κοσμκά» ίσως και με κάποια αίσθησι των αΰλων και ουρανίων αγαθών, έκοψε τα δεσμά της λύπης. Ενωρίτερα δε είχε θανατώσει με το ξίφος της υπακοής την τυραννική οργή.
Με το σώμα που δεν έβγαινε έξω και με το λόγο που ακόμη περισσότερο δεν εξερχόταν από το στόμα του, εθανάτωσε την βδέλλα της κενοδοξίας, που απλώνει παντού τον ιστό της σαν αράχνη. Τι απέμεινε λοιπόν; Η νίκη και το βραβείο κατά της ογδόης κακίας, η τέλεια δηλ. κάθαρσι από την αντίθεο υπερηφάνεια…
Αλλά και σε ποιό μέρος του στεφάνου που πλέκω να τοποθετήσω την πηγή των δακρύων του Οσίου; Χάρισμα που δεν βρίσκεται σε πολλούς. Των δακρύων αυτών το απόκρυφο εργαστήριο σώζεται ακόμη μέχρι σήμερα, και είναι ένα πολύ μικρό σπήλαιο… Ο ύπνος που έπαιρνε ήταν τόσος, όσος χρειαζόταν για να μη βλαφθή το μυαλό του από την αγρυπνία. Πριν από τον ύπνο δε προσευχόταν πολύ και τακτοποιούσε τα κείμενα που έγραφε, διότι αυτό μόνο είχε σαν φίμωτρο της ακηδίας και αδρανείας. Όλη η πορεία της ζωής του ήταν προσευχή αέναος και έρωτας ανέκφραστος προς τον Θεόν…
Ήταν ακόμη και ιατρός των κρυφών παθών ο άνθρωπος αυτός του Θεού. Μερικοί πονηροί άνθρωποι κεντημένοι από φθόνο εναντίον του αειμνήστου Πατρός, που σκορπούσε πλούσια τον λόγο της Χάριτος και επότιζε όλους όσους τον επλησίαζαν με τα άφθονα νάματα της διδασκαλίας του, τον κατηγορούσαν ως «λάλον και φλύαρον», προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να σταματήσουν την τόση ωφέλεια που προσέφερε.
Εκείνος δε γνωρίζοντας ότι «πάντα ισχύει εν τω ενδυναμούντι Χριστώ» και μη θέλοντας να παιδαγωγή μόνο με τα λόγια όσους τον πλησίαζαν για ωφέλεια, αλλά πολύ περισσότερο με την σιωπή και την μελέτη του παραδείγματός του, επί πλέον δε -καθώς λέγει και η Γραφή- για να κόψη την αφορμή «των ζητούτων αφορμήν», εσιώπησε για ωρισμένο διάστημα και σταμάτησε το μελιστάλακτο ρείθρο του διδασκαλικού του λόγου.
Όταν, αργότερα, άρχισαν να τον ικετεύουν και να τον παρακαλούν να συνεχίση τον λόγο της διδαχής του, υπεχώρησε αμέσως· αυτός που δεν είχε μάθει να αντιλέγη και συνέχισε πάλι την προηγούμενη τακτική του.
Επειδή λοιπόν τόσο πολύ τον εθαύμαζαν, διότι υπερτερούσε όλους σε όλα, όλοι μαζί οι Μοναχοί σαν ένα νέο Μωϋσή τον ανέβασαν με τη βία στον ηγουμενικό θρόνο…
Το τέλος του επιγείου βίου του τον ευρήκε επάνω στο έργο της καθοδηγήσεως των Μοναχών. Δεν ωμοίασε όμως στον Μωϋσή σε ένα σημείο: Στο ότι αυτός ασφαλώς ανέβηκε στην άνω Ιερουσαλήμ, ενώ εκεί­νος -δεν γνωρίζω πως- έχασε την κάτω Ιερουσαλήμ.
Το μήνυμα της σημερινής Κυριακής είναι να αγαπήσωμε και να ποθήσωμε, όπως ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, τις πνευματικές αρετές της ταπεινοφροσύνης, της υπακοής, της υπομονής, της πραότητος και απλότητος, μαζί με όλες τις άλλες, και να μισήσουμε τις αντίστοιχες κακίες και τα πάθη, όπως την υπερηφάνεια, την μνησικακία, την κατάκρισι, το ψεύδος, την φιλαργυρία και όλα τα άλλα.
Έτσι με την Χάρι του Θεού και τον θείο φωτισμό θα κάνωμε την αρχή για την ανάβασι στην πνευματική Κλίμακα του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, που ανεβάζει τον πιστό από τη γη στον ουρανό.
† Ο Κυθήρων Σεραφείμ