Ἡ Συνοδικότητα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Τό Συνοδικό σύστημα εἶναι ὁ τρόπος διοικήσεως καί λειτουργίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, τό χαρακτηριστικό καί διακριτικό της γνώρισμα ἀπό τίς κοινότητες τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν. Ἡ Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Προκαθημένου της, διοικεῖ μέ τό Συνοδικό σύστημα τήν Αὐτοκέφαλη, Αὐτόνομη ἤ Ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία, κατά τό ἀρχέγονο Μητροπολιτικό καί ἐν συνεχείᾳ τό Ἀρχιεπισκοπικό ἤ Πατριαρχικό σύστημα.
Μετά τήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (48μ.Χ.), καί ἀφοῦ σέ διάφορες πόλεις καί περιοχές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Ἱεροσόλυμα, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Κύπρο, Μικρά Ἀσία, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Ἀθήνα, Κόρινθο, Πάτρα, Κρήτη, Ρώμη κ.ἀ.), ἱδρύθησαν Ἀποστολικές Ἐκκλησίες, μέ τήν χειροτονία Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, σύν τῷ χρόνῳ, ἐνῶ ἐπλήθαιναν οἱ Ἐπισκοπές, συγκροτήθηκαν Ἐπαρχιακές καί Τοπικές Σύνοδοι μέ τήν εὐθύνη καί πρωτοβουλία τοῦ ἑκασταχοῦ Μητροπολίτου.
Ἀπό τόν 4ο καί μέχρι τόν 8ο αἰῶνα, μέ βασιλικές διαταγές Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, συνεκλήθησαν ἑπτά (7) Ἅγιες Οἰκουμενικές Σύνοδοι σέ διάφορα κέντρα τῆς Αὐτοκρατορίας (Νίκαια, Κωνσταντινούπολι, Ἔφεσο, Χαλκηδόνα) μέ τήν παρουσία ἤ τήν ἐκπροσώπησι τῶν πέντε (5) Πατριαρχῶν (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων) καί τήν συμμετοχή «τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων»[1].
Σ’αὐτές ἡ γρηγοροῦσα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστική συνείδησις συγκαταριθμεῖ καί δυό ἄλλες Συνόδους, τίς ὁποῖες καί ἀποδέχεται ὡς Οἰκουμενικές, παρ΄ὅτι δέν ἔχουν μέχρι σήμερα ἀναγνωρισθῆ μέ τήν καθιερωμένη κανονική ἐκκλησιαστική διαδικασία. Πρόκειται γιά τίς Συνόδους τῶν ἐτῶν 879-880 μ.Χ. ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί τοῦ 1351 μ.Χ. ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ.
Μέ τίς διάφορες αὐτές μορφές ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων, πού ἐλειτούργησαν διαχρονικά καί λειτουργοῦν στόν Ὀρθόδοξο χῶρο, καλλιεργήθηκε καί ἀναπτύχθηκε τό πνεῦμα τῆς Συνοδικότητας, τό ὁποῖο, ὅταν κυριαρχῆ καί διαποτίζη τό ἱερό Συνοδικό Σῶμα, σκιρτοῦν καί ἀγάλλονται τά ἐπίγεια καί τά ἐπουράνια, ἡ ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα καί ἐπί γῆς στρατευομένη Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἐπικρατεῖ καί θριαμβεύει τό «ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον θέλημα»[2]τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Τρισαγίου Θεοῦ˙ τό Πανάγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο φωτίζει, στηρίζει καί ἁγιάζει τούς πιστούς«ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» [3]καί «ὁμόνοια γίνεται τῶν πιστῶν θεοβράβευτος»[4].
Τό πανεύοσμο ἄνθος τῆς Συνοδικότητας, τό ἀνεκτίμητο αὐτό θεῖο δῶρο καί συνάμα ὁ ἡδύτατος Ἁγιοπνευματικός καρπός, τό εὑρίσκουμε στήν εὐλογημένη ἐκείνη πρωτοχριστιανική, τήν Ἀποστολική ἐποχή. Οἱ ἕνδεκα Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί, κατά προτροπήν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἐπρότειναν ὡς ὑποψηφίους δύο γιά τήν συμπλήρωσι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν 12 Ἁποστόλων, μετά τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, τόν Ἰωσήφ πού ἐκαλεῖτο Βαρσαββᾶς καί ἔλαβε τό προσωνύμιο Ἰοῦστος, καί τόν Ματθία. Διαβάζουμε στό πρῶτο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων: «Καί προσευξάμενοι εἶπον˙ σύ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὅν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα… Καί ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καί ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπί Ματθίαν, καί συγκατεψηφίσθη μετά τῶν ἕνδεκα Ἀποστόλων». [5]«Κλῆρον ὀνομάζει ὅλη τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί φανερώνει τήν Θεία ἐκλογή » (Οἰκουμένιος). «Γιατί αὐτό εἶναι ὁ κλῆρος, ὄχι ὅποιον θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτόν πού δίνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ» (Θεοφύλακτος). Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας τήν φράσι «καί προσευξάμενοι εἶπον˙ σύ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον …» λέγει τά ἑξῆς. «Ἀπό κοινοῦ προσεύχονται ὅλοι…Σύ Κύριε ἀνάδειξε τόν ἐκλεκτό σου, ὄχι ἐμεῖς …». «Εὐκαίρως τόν ἀποκαλοῦν καρδιογνώστη, γιατί ἀπό Ἐκεῖνον ἔπρεπε νά προκριθῆ, ὄχι ἀπό τούς ἐξωτερικούς…. Δέν θεωροῦσαν ἀκόμη ἀξίους τούς ἑαυτούς των νά ἐκλέξουν (τόν νέο Ἀπόστολο), γι’αὐτό καί ζητοῦν νά μάθουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ κάποιο σημεῖο».[6]
Τό 48 μ.Χ., ὡς ἐλέχθη, συνήχθη ἡ Ἀποστολική Σύνοδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν διευθέτησι πνευματικῶν ζητημάτων, ὅπως ἦταν τό θέμα τῆς Ἰουδαϊκῆς περιτομῆς, τήν ὁποία ἤθελαν ὡρισμένοι νά ἐπιβάλουν καί στούς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς. Θαυμάζει κανείς τήν Συνοδικότητα τῆς ἀνεπανάληπτης ἐκείνης Ἀποστολικῆς ἐποχῆς, διαβάζοντας στό βιβλίο τῶν Πράξεων τά ἀκόλουθα: «Τότε ἔδοξε τοῖς Ἀποστόλοις καί τοῖς πρεσβυτέροις σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν…»˙[7]«ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν, ἐκλεξαμένους ἄνδρας…» [8]καί πιό κάτω «ἔδοξε γάρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν…».[9]
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος σ’αὐτή τήν χρυσῆ Ἀποστολική περίοδο, γράφει τά ἀκόλουθα (τά παραθέτουμε σέ ἁπλῆ γλῶσσα): «Πρόσεξε τί συνέβαινε στά χρόνια τῶν Ἀποστόλων. Ἐλαμβάνετο ὑπ’ὄψιν ἡ γνώμη ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἔτσι πρέπει νά διοικῆται ἡ Ἐκκλησία, σάν ἕνα σπίτι, σάν ἕνα σῶμα».[10]
Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ ΕΚΠΑ Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος ἔγραψε τά ἑξῆς περισπούδαστα γιά τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί τό Συνοδικό της σύστημα:
«Τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας διεμορφώθη εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἅμα τῇ ἱδρύσει αὐτῆς καί δή κατά διάφορον τρόπον εἰς τά διάφορα τμήματα αὐτῆς, Ἀνατολήν καί Δύσιν, καί κατά τάς διαφόρους ἐποχάς. Οὕτως ἐν μέν τῇ Ἀνατολῇ ἀνεπτύχθη τό δημοκρατικόν πολίτευμα, καθ΄ὅ τήν Ἐκκλησίαν διοικεῖ οὐχί εἷς, ἀλλ΄ ἡ ὁλότης τῶν Ἐπισκόπων, κατά ἴσα πρός ἀλλήλους δικαιώματα, πλήν τῆς ἁπλῆς τιμητικῆς διακρίσεως τοῦ πρώτου, ἐν δέ τῇ Δύσει τό μοναρχικόν, καθ΄ὅ, ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὑποθετικοῦ πρωτείου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί τοῦ ἀπαιτητοῦ τοῦ διαδόχου αὐτοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, οὗτος διοικεῖ τήν Ἐκκλησίαν κατ΄αὐστηρόν καί ἀποκλειστικῶς μοναρχικόν σύστημα, ἐπί ἀνατροπῇ τῆς ὑπό τοῦ Χριστοῦ τεθείσης καί ὑπό τῶν Ἀποστόλων ἀναπτυχθείσης δημοκρατικῆς ἀρχῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ.
Εἰς τάς διαφόρους ἔπειτα προτεσταντικάς ἐκκλησίας, ἐπί τῇ βάσει τῆς καταργήσεως τῆς ἀξίας τῆς παραδόσεως καί τῆς καθιερώσεως, κατά πλήρη παρανόησιν τῆς ἐννοίας του, τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος», ἀνεπτύχθησαν διάφορα συστήματα πολιτεύματος βάσιν ἔχοντα τήν λαϊκοποίησιν τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς καταργήσεως τοῦ θείῳ δικαίῳ κατεστημένου ἐν αὐτῇ κλήρου, ὡς τῆς διοικούσης ἐν αὐτῇ τάξεως.
Οὕτως ἡ Ἐκκλησία ἐν Ἀνατολῇ, ἀναπτυχθεῖσα διοικητικῶς ἐπί τῇ βάσει τῆς δημοκρατικῆς ἀρχῆς, καθιέρωσε ὡς διοικητικόν αὐτῆς σύστημα τό συνοδικόν, βασιζόμενον ἐπί τοῦ περιφήμου χωρίου τῶν Πράξεων ιε’ 22 «ἔδοξε τοῖς Ἀποστόλοις καί τοῖς πρεσβυτέροις σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ», – δι΄οὗ παρέχεται τό δικαίωμα τῆς συμμετοχῆς εἰς τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας καί τῷ λαϊκῷ ἀκόμη στοιχείῳ, διετηρήθη δέ ζηλοτύπως μέχρι σήμερον.Ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐνῶ τό κυρίως διοικοῦν ταύτην σῶμα εἶναι τό σῶμα κληρικῶν καί δή τό τῶν Ἐπισκόπων, δέν ἀποκλείεται τό λαϊκόν σῶμα ἐκ τῆς διοικήσεως, διά τῆς καί ἐκ μέρους του δι΄ἐκλογῆς ἀναδείξεως τῶν κληρικῶν, καί διά τῆς ἀπαραιτήτου του συνεργασίας εἰς τόν σχηματισμόν τῆς «συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας», τῆς ὑπερτάτης ταύτης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίας. Ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς ταύτης, ἡ ἀνωτάτη διοικητική βαθμίς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καί διοικήσεως εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ συγκροτουμένη κυρίως ἐκ τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων καί τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις ὁριστικῶς γινόμεναι ὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεκταί, ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίαν».[11]
Ποιά εἶναι τά γνωρίσματα τῆς Συνοδικότητας καί ἡ
πρακτική ἐφαρμογή της στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία
Ὅταν λειτουργῆ θεάρεστα καί θεοφώτιστα τό Συνοδικό σύστημα, τότε πνέει ἡ αὔρα τοῦ Παρακλήτου στίς συνεδριάσεις καί τίς ἀποφάσεις τοῦ Ἱεροῦ Συνοδικοῦ Σώματος˙ «οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία»[12]. Ἐπικρατεῖ ὁ ἀπόλυτος σεβασμός στό Θεῖο Νόμο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στίς Ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας καί γενικότερα στήν Ἱερή Ἐκκλησιαστική μας Παράδοσι. Ὑπάρχει ὁ ἐπιβαλλόμενος σεβασμός στήν Ἀνώτατη αὐτή Ἐκκλησιαστική Ἀρχή, τόν ἱερό θεσμό καί τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅλα τά Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου συνδέονται «τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης»[13], ὡς οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἀπονέμεται ὁ ἀλληλοσεβασμός. Ἀκόμη ὑπάρχει ἡ συναίσθησις τῶν ὑψηλῶν καί βαρέων εὐθυνῶν τῆς Συνοδικῆς Διακονίας καί ὁ ἔνθεος ζῆλος τῆς ἀνταποκρίσεως στά πολυεπίπεδα ἱεροσυνοδικά καθήκοντα καί τίς προκλήσεις καί ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν, ἀπό πνευματικῆς σκοπιᾶς.
Ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας θέτει τίς ἀσφαλεῖς βάσεις τῆς Συνοδικότητας, διακελεύοντας τά ἑξῆς: «Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου Ἔθνους, εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον (Προκαθήμενον), καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης˙ μόνα δέ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ’αὐτήν χώραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος(ὁ Πρῶτος) ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα»[14].
Στήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία οἱ 12 Μόνιμες Συνοδικές Ἐπιτροπές (ἐμπνευστής των ἦταν ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμος ὁ Α’) καί οἱ 15 Εἰδικές Συνοδικές Ἐπιτροπές, κινούμενες ἀπό τό πνεῦμα τῆς Συνοδικότητας, ἠμποροῦν νά ἀγκαλιάσουν ὅλο τό φάσμα τῶν πνευματικῶν, ποιμαντικῶν, κοινωνικῶν καί φιλανθρωπικῶν δραστηριοτήτων, συνεπικουρούμενες τό ἔργον τῆς Δ.Ι.Σ. καί τῆς Ι.Σ.Ι.
Στίς συνεδριάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν κυριαρχῇ τό πνεῦμα τῆς Συνοδικότητας, τό Ἀποστολικό˙ «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν» καί τό Ἱεροκανονικό˙ «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσι», γίνονται μέ τήν Χάριν τοῦ Κυρίου μας θαύματα. Οἱ Ἀρχιερατικές ἐκλογές, ὅταν διενεργοῦνται θείᾳ νεύσει, θεοκινήτως, ἀμερολήπτως καί ἀξιοκρατικῶς, χωρίς κάποια ἐπιβολή ἤ πίεσι, τότε θριαμβεύει ἡ Συνοδικότητα. Ἀλλά καί στίς αἴθουσες τῶν ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων, ὅταν ἀφήνονται ἀνεπηρέαστοι καί ἀδέσμευτοι οἱ Συνοδικοί καί λοιποί ἐκκλησιαστικοί λειτουργοί, τότε καί ἐδῶ κατισχύει τό Συνοδικό σύστημα, ἡ ἄριστη ἀρχή τῆς Συνοδικότητας˙ «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω»[15]. Ὑπεράνω ὅλων, ὅμως, ἀπαιτεῖται ἡ ἀρχή τῆς Συνοδικότητας, ὅταν σέ μία Ἱερά Σύνοδο, ὅπως εἶναι ἡ μελετωμένη νά συνέλθη τόν προσεχῆ Ἰούνιο «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἀντιμετωπίζονται σοβαρά ἐκκλησιολογικά – δογματικά καί ἱεροκανονικά θέματα, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἀπόλυτος σεβασμός καί προσήλωσις στήν Ἁγιογραφική, Ἁγιοπατερική, δογματική καί κανονική διδασκαλία καί Παράδοσι τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας.
Τά ἄχρι τοῦδε γνωστά δεδομένα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», πού θά συνέλθη στήν Κρήτη, δέν διαφαίνονται νά προοιωνίζουν, οὔτε νά ἐγγυῶνται τά βασικά καί ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς Συνοδικότητας, εἰς τά ὁποῖα ἀναφερθήκαμε. Ὁ ἀποκλεισμός τῆς πλειονότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων,ὕστερα ἀπό τήν ἀπόφασι τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (πού συνεπάγεται στέρησιν ἀπαραγράπτου καί ἀναφαιρέτου δικαιώματος, τό ὁποῖο ἔχει ὁ κάθε Ἐπίσκοπος «Θείῳ καί ἀνθρωπίνῳ δικαίῳ»). Ὁ διά Προσυνοδικῶν Διασκέψεων καί Ἐπιτροπῶν καθορισμός ὄχι μόνον τῶν θεμάτων, ἀλλά καί τῶν ἐπ’αὐτῶν θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν τοποθετήσεων ὑπό μόνων τῶν ἐκπροσώπων ἑκάστης Ὀρθοδόξου Τοπικῆς Ἐκκλησίας, δίχα Ἀποφάσεως καί εἰδικῆς ἐξουσιοδοτήσεώς των ὑπό τοῦ Κυριάρχου Σώματος τῆς Ἱεράρχίας. Ἡ μία ψῆφος ἑκάστης Ὀρθοδόξου κατά τόπους Ἐκκλησίας ὑπό μόνων τῶν Προκαθημένων καί ἡ προκαθορισθεῖσα ὁμοφωνία, πού παραπέμπει σέ δυτικά πρότυπα οἰκείων «συνόδων» καί ἐπιτροπῶν. Ὁ πρό τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» (μία ἑβδομάδα ἐνωρίτερα) προκαθορισμός δι’ἐκπροσώπων τοῦ μηνύματος τῆς ἐν θέματι Συνόδου πρός τόν σύγχρονο κόσμο. Ἡ ἐπίσπευσις τῆς ἀποδόσεως τῆς ἐκκλησιαστικότητος σέ ἀπεσχισμένες χριστιανικές κοινότητες ἑτεροδόξων καί κακοδόξων, αἱρετικῶν καί θιασωτῶν τῆς «μεταπατερικῆς» (γράφε ἀντιπατερικῆς) θεολογίας, χωρίς τήν μοναδική ἀποκλειστική προϋπόθεσι τῆς ἐν ἀληθεῖ μετανοίᾳ εἰλικρινοῦς ἐπιστροφῆς τῶν ὡς ἄνω αἱρετικῶν καί πεπλανημένων εἰς τούς κόλπους τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διά προσβλητικῶν χαρακτηρισμῶν , ἀπειλῶν, ἐκβιασμῶν καί μειωτικῶν ἐπιθετικῶν ἐκφράσεων, ἄνευ θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν ἐπιχειρημάτων, ἐπιχείρισις ἀπαξιώσεως τῶν εὐόρκως καί ἐν φόβῳ Θεοῦ ἀγωνιζομένων ὑπέρ τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθείσης Θείας Ἀληθείας καί ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί κληρονομίας. Καί τέλος ἡ ἐν σπουδῇ, «στανικῷ τῷ τρόπῳ» καί πάσῃ θυσίᾳ προώθησις τῶν οἰκουμενιστικῶν στόχων καί σχεδίων τῆς ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν ἀνεκκλησιάστων καί κανονικῶς ἀκοινωνήτων, ἀντίκεινται προφανῶς εἰς τό ἀκραιφνές πνεῦμα τῆς Ἁγίας Συνοδικότητος τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Εἴθε τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό φωτίζον καί στηρίζον καί ἁγιάζον τούς πιστούς καί τήν Ἁγίαν ἡμῶν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, νά καταυγάση «νοῦν, ψυχήν καί καρδίαν» ἁπάντων τῶν Μακ. Προκαθημένων καί τῶν Μελῶν τῆς συγκληθησομένης Μεγάλης Συνόδου καί νά ἀποτρέψη πᾶσαν διαίρεσιν καί πάντα διχασμόν, πᾶσαν νεωτερικήν διδασκαλίαν καί ἑτεροδιδασκαλίαν, καί ἀντί τούτων νά ἐπικρατήση ἡ ὑγιαίνουσα καί ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξος Ἁγιοπατερική διδασκαλία καί Παράδοσις. Ἀμήν
†Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ