Τη θέση ότι οι μετεγγραφές πρέπει να γίνονται αποκλειστικά με κριτήρια που έχουν σχέση με εισοδήματα και κοινωνικές ανάγκες, διατύπωσε ο υπουργός Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων Αριστείδης Μπαλτάς μιλώντας σήμερα στη Βουλή.
Ταυτόχρονα, όμως, ο υπουργός ανέφερε ότι θα πρέπει να υπάρχει μια ευθύνη και στον τρόπο συμπλήρωσης των μηχανογραφικών όταν είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι δεν θα μπορούν οι γονείς να ανταποκριθούν οικονομικά σε σπουδές των παιδιών τους μακριά από τον τόπο κατοικίας και όταν είναι γνωστό ότι οι σχολές έχουν πεπερασμένες δυνατότητες αξιοπρεπούς διδασκαλίας.
Ο κ. Μπαλτάς, είχε κληθεί να απαντήσει σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΚΚΕ Γιάννη Γκιόκα, ο οποίος επισήμανε ότι με την άρνηση των διοικήσεων της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ και του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, να εγγράψουν πρωτοετείς φοιτητές που πήραν μετεγγραφή με βάση την πρόσφατη εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας, περίπου 200 φοιτητές είναι «ξεκρέμαστοι», δεν παρακολουθούν τις σπουδές τους, δεν μπορούν να πάρουν μέρος στις εξετάσεις και την ίδια στιγμή οι οικογένειες τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο αυξημένο κόστος σπουδών για τις σχολές στις οποίες πέρασαν.
«Θα μπορούσα να πω ότι συμπάσχουμε μαζί σας. Η προηγούμενη κυβέρνηση εκτίναξε πέρα από κάθε όριο της μετεγγραφές. Το αποτέλεσμα ήταν να αδειάσουν πολλά από τα περιφερειακά πανεπιστήμια και να γεμίσουν τα κεντρικά πανεπιστήμια με τρόπους που διαταράσσεται πλήρως η εκπαιδευτική διαδικασία» είπε ο υπουργός επισημαίνοντας ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα περισσότερα πανεπιστήμια υπάκουσαν στον νόμο και ενέγραψαν τους μετεγγραφόμενους φοιτητές και οι δύο Αρχιτεκτονικές αντιστάθηκαν σε αυτό.
Προσέφυγαν, δηλαδή, στο Συμβούλιο της Επικρατείας «για τον εύλογο λόγο ότι οι Αρχιτεκτονικές Σχολές έχουν ιδιαίτερο τρόπο διδασκαλίας, ομαδικό μάθημα, με ομάδες παιδιών και ομάδες διδασκόντων και επειδή έχουν φτάσει στο απόλυτο απροχώρητο ως προς τη δυνατότητα στοιχειώδους εκπαίδευσης των φοιτητών».
Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κ. Μπαλτάς, το υπουργείο παρουσιάστηκε στο ΣτΕ ενάντια στην προσφυγή των Αρχιτεκτονικών Σχολών για λόγους ισονομίας. Πρόσθεσε όμως ότι το υπουργείο προσπάθησε να πείσει τις Σχολές να αποσύρουν την προσφυγή αλλά εκείνοι «δικαίως από την πλευρά τους ζήτησαν να περιμένουν την απόφαση του ΣτΕ».
«Με αυτή την έννοια είμαστε εκεί. Νομικά και θεσμικά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω, παρά εάν χάσουν οι Αρχιτεκτονικές Σχολές την προσφυγή, να βοηθήσουμε όσο μπορούμε ως Υπουργείο να ενισχυθούν στοιχειωδώς διδακτικά οι δύο αυτές σχολές» είπε ο υπουργός.
Ταυτόχρονα, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο κ. Μπαλτάς υπογράμμισε ότι οι μετεγγραφές δεν μπορεί να γίνονται μονότροπα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι σχολές έχουν πεπερασμένες δυνατότητες αξιοπρεπούς διδασκαλίας.
«Πρέπει να βρούμε μια χρυσή για το πώς πρέπει να γίνονται οι μετεγγραφές. Πρέπει αυτές να γίνονται αποκλειστικά με κριτήρια που έχουν σχέση με εισοδήματα και κοινωνικές ανάγκες. Πρέπει ταυτόχρονα οι γονείς- έχοντας – και εμείς και αυτοί – συνείδηση των δυσκολιών, να έχουν μια μέριμνα ότι είναι πολύ πιο ακριβό για τους ίδιους, να σπουδάσουν τα παιδιά μακριά από το σπίτι τους. Και όσο μπορεί η Πολιτεία στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βρίσκεται, θα βοηθήσει. Να καταλάβουν όμως ότι δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Και άρα να υπάρχει και μια ευθύνη ως προς το πώς συμπληρώνουν τα παιδιά τα μηχανογραφικά» είπε ο υπουργός.
«Το πρόβλημα των σχολών δεν το δημιουργούν οι μετεγγραφές. Οι μετεγγραφές είναι αναγκαίες επειδή υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, οι οικογένειες να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο κόστος των σπουδών» είπε ο βουλευτής του ΚΚΕ που κατήγγειλε ότι το πρόβλημα το έχουν οι σχολές λόγω της υποχρηματοδότησης και του παγώματος των προσλήψεων.
Πάντως, ο κ. Μπαλτάς παρατήρησε ότι στις μετεγγραφές που «τρέχουν», τα εισοδηματικά κριτήρια ήταν μειωμένα και ότι στους μετεγγραφόμενους υπάρχουν πολύ εύπορες οικογένειες. «Ένα υπουργείο θέλει αφενός μεν, στο μέτρο του δυνατού, να βοηθήσει όσους έχουν οικονομική ανάγκη για μεταγραφή αλλά από την άλλη πρέπει να προστατεύσει τη δυνατότητα των παιδιών αυτών να σπουδάσουν στοιχειωδώς κανονικά» πρόσθεσε ο υπουργός.