Συνολική κριτική στην πολιτική της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας ασκεί η Μερόπη Τζούφη, αναπληρωτής τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Ιωαννίνων, με τη συνέντευξη που παραχωρεί στη larissanet.
Συνέντευξη στον Γιάννη Ανδρεάκη
«Η βασική πολιτική της κυβέρνησης μέχρι τώρα είναι η ξεθεμελίωση θετικών μεταρρυθμίσεων που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα» υπογραμμίζει χαρακτηριστικά η κ. Τζούφη, ενώ προσθέτει ότι «η κυβέρνηση οδηγεί στην αποδυνάμωση του δημόσιου σχολείου και του πανεπιστημίου, δημιουργεί φραγμούς, περιορίζει την πρόσβαση και μειώνει την κοινωνική κινητικότητα. Παράλληλα, λειτουργεί υπέρ του σκιώδους και ανταγωνιστικού συστήματος της ιδιωτικής εκπαίδευσης». Σε ότι αφορά το τοπικό Πανεπιστήμιο η Μερόπη Τζούφη εκτιμά ότι «η Θεσσαλία έχει ένα μεγάλο, σύγχρονο Πανεπιστήμιο υψηλής επιστημονικής ποιότητας και σύγχρονων γνωστικών αντικειμένων. Ωστόσο, η πολιτική του υπουργείου Παιδείας θέτει εμπόδια».
– Κυρία Τζούφη πως βλέπετε από την πλευρά σας τα έως τώρα πεπραγμένα της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας μετά την ανάληψη της διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία;
Παρά το σχετικά σύντομο διάστημα της Νέας Δημοκρατίας στη διακυβέρνησης της χώρας, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει αναλάβει μια σειρά από πρωτοβουλίες που φανερώνουν το σχέδιο της συντηρητικής παράταξης για την Παιδεία.
Οι πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες προωθήθηκαν δίχως την απαραίτητη διαβούλευση και συζήτηση στη Βουλή, αφορούσαν την αναστολή λειτουργίας των 67 δωρεάν Διετών Προγραμμάτων των Πανεπιστημίων για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ, την κατάργηση της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ, την κατάργηση της Νομικής Σχολής στην Πάτρα και την αναστολή λειτουργίας των 37 νέων πανεπιστημιακών τμημάτων ανά τη χώρα.
Επιπρόσθετα, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη διαδικασία των 4.500 μόνιμων προσλήψεων της ειδικής αγωγής εντός του 2019, δε χρησιμοποίησε τη διαθέσιμη τεχνογνωσία ώστε να καλύψει εγκαίρως τα εκπαιδευτικά κενά, καθυστέρησε χαρακτηριστικά να λειτουργήσει τα προγράμματα «Μια Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ» και «Τάξη Μαθητείας», ενώ η εκπαίδευση και η ένταξη των προσφύγων έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Μεταξύ άλλων, τοποθέτησε αποτυχημένους πολιτευτές, συγγενείς και φίλους στις διοικήσεις των εποπτεύομενων φορέων του υπουργείου.
Συνακόλουθα, η βασική πολιτική της κυβέρνησης μέχρι τώρα είναι η ξεθεμελίωση θετικών μεταρρυθμίσεων που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, με στόχο την ενίσχυση και αναβάθμιση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του.
Η πρόσφατη ψήφιση του προϋπολογισμού για το 2020 επιβεβαιώνει το πολιτικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας, με τις δημόσιες δαπάνες να καθηλώνονται ουσιαστικά σε επίπεδα μνημονίου, παρά τις διαρκείς αυξήσεις επί ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και έπειτα και εν μέσω δημοσιονομικού καταναγκασμού.
Η Υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως, κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή, προσπάθησε με αοριστολογίες και κατηγορίες προς την αξιωματική αντιπολίτευση να εξιδανικεύσει την πραγματικότητα. Ωστόσο, η πραγματικότητα των αριθμών και των προβλεπόμενων δημόσιων δαπανών φανερώνει τη δημοσιονομική υποχώρηση στα οικονομικά της Παιδείας, ακόμα και σε σχέση με τη μνημονιακή περίοδο.
– Ποια είναι τα μεγαλύτερα λάθη στην ακολουθούμενη πολιτική και προς ποια κατεύθυνση βλέπετε να κατευθύνονται τα πράγματα στον χώρο της Παιδείας;
Η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση οδηγεί στην αποδυνάμωση του δημόσιου σχολείου και του πανεπιστημίου, δημιουργεί φραγμούς, περιορίζει την πρόσβαση και μειώνει την κοινωνική κινητικότητα. Παράλληλα, λειτουργεί υπέρ του σκιώδους και ανταγωνιστικού συστήματος της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Το σενάριο αυτό δεν αποτελεί κάποιου είδους κινδυνολογία, αλλά επιβεβαιώνεται από τη διεθνή εμπειρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταρρύθμιση των αγγλικών πανεπιστημίων, η οποία οδήγησε στην εισαγωγή διδάκτρων της τάξης των 9.000 λιρών. Σημειώνω πως ήδη το Υπουργείο Παιδείας έχει εξαγγείλει τη μείωση της χρηματοδότησης των ελληνικών πανεπιστημίων κατά 20%.
Σοβαρά προβλήματα αναμένονται και στον τομέα της Έρευνας, η οποία αποκόπηκε από το Υπουργείο Παιδείας και μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Ανάπτυξης, σηματοδοτώντας την παράδοσή της στα ιδιωτικά συμφέροντα, την υποβάθμιση της βασικής έρευνας και θέτοντας σε αμφισβήτηση το μέλλον των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών.
Η εποπτεία της ερευνητικής δραστηριότητας από το Υπουργείο Ανάπτυξης αποτελεί κίνηση διάσπασης του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας και κατακερματισμού του ακαδημαϊκού τοπίου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως παρά τις πομπώδεις εξαγγελίες της κυβέρνησης για την έρευνα και την καινοτομία, ο προϋπολογισμός για το 2020 προβλέπει τη μείωση των δημόσιων δαπανών στα επίπεδα του 2017.
– Υπήρξαν μεταρρυθμίσεις και άλλες πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – στον συγκεκριμένο τομέα – οι οποίες ανετράπησαν από την κυβέρνηση της ΝΔ;
Όπως προανέφερα, η εκπαιδευτική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας μέχρι τώρα χαρακτηρίζεται από την ανατροπή μιας σειράς θετικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Πιο συγκεκριμένα, από το 2016 και έπειτα, αυξάναμε τον προϋπολογισμό για την Παιδεία κατά 200 εκατομμύρια το χρόνο. Ο πρώτος μετα-μνημονιακός προϋπολογισμός, προέβλεπε αύξηση για το 2019 κατά 6.2% σε σχέση με αυτόν του 2018.
Στο πλαίσιο αυτό, δρομολογήσαμε 15.000 μόνιμες προσλήψεις μετά από 10 χρόνια συνεχούς αδιοριστίας και σοβαρών προβλημάτων στελέχωσης των σχολείων. Αν και η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να καρπωθεί τη συγκεκριμένη παρακαταθήκη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είμαστε ευχαριστημένοι που επιτέλους το δημόσιο σχολείο θα στελεχωθεί με μόνιμο προσωπικό. Θεωρούμε πως το ζήτημα των μόνιμων προσλήψεων στην εκπαίδευση, αλλά και στο σύνολο των δομών του κοινωνικού κράτους, δεν αποτελεί ζήτημα μικροπολιτικής αντιπαράθεσης.
Ακόμα, μεριμνήσαμε για τη στελέχωση των Πανεπιστημίων, προκηρύσσοντας 2.000 νέες θέσεις μελών ΔΕΠ και 5.200 νέων ερευνητών και εγκαθιδρύοντας τον κανόνα 1:1 στις αποχωρήσεις-προσλήψεις. Την ίδια στιγμή, η μεγάλη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η νέα αρχιτεκτονική και ο νέος χάρτης, συνοδεύτηκε από οικονομικές ενισχύσεις στα ΑΕΙ.
Επίσης, κρίσιμοι τομείς του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως η επαγγελματική εκπαίδευση, η ειδική αγωγή και η ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό, ενισχυθήκαν και υποστηρίχθηκαν, ενώ δημιουργήθηκαν νέα εργαλεία για την περαιτέρω αναβάθμισή τους.
Οι δαπάνες για την Έρευνα ξεπέρασαν το 1% του ΑΕΠ και ιδρύθηκε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας & Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) με κύριο σκοπό τη χρηματοδότηση και αξιοποίηση της ερευνητικής δραστηριότητας των ελληνικών πανεπιστημίων. Για την αναστροφή του φαινομένου της φυγής νέων επιστημόνων προς το εξωτερικό (brain-drain), δημιουργήθηκαν 10.000 νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, ενώ η χώρα μας ανέβηκε 20 θέσεις στην κατάταξη της Eurostat για την καινοτομία (θέση 62 παγκοσμίως).
Δυστυχώς, το πολιτικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας ανατρέπει όλα τα προαναφερθέντα. Ενδεικτικά, οι πιστώσεις του προϋπολογισμού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος έχουν συρρικνωθεί στα 338 εκατομμύρια. Οι μεταβιβαστικές δαπάνες σε σχέση με το 2019 είναι μειωμένες κατά 118 εκατομμύρια, δηλαδή -36%, ενώ οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών κατά 41 εκατομμύρια (-33%).
Με τον τρόπο αυτό, ο προϋπολογισμός του 2020 για την Παιδεία προδιαγράφει τη μείωση ζωτικών πιστώσεων για τη λειτουργία των σχολείων και των πανεπιστημίων, ακολουθώντας την αποτυχημένη νεοφιλελεύθερη συνταγή που υπαγορεύει τη σταδιακή απόσυρση της Πολιτείας από την υποχρέωση της χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης και τη λειτουργία της με βάση ανταποδοτικά και ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η αξιολόγηση που προετοιμάζει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για τα πανεπιστήμια, θα οδηγήσει τα περιφερειακά ιδρύματα στο μαρασμό, στην αναζήτηση πόρων εκτός του δημόσιου κορβανά, στην οργάνωση ακριβών μεταπτυχιακών και στην επιβολή διδάκτρων.
Στο σχεδιασμό του Υπουργείου Παιδείας υπάρχει και η μείωση των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη στιγμή που τα πτυχία των κολλεγίων αναγνωρίζονται με διαδικασίες fast-track. Την ίδια στιγμή, το υπουργείο δρομολογεί τις διαγραφές των φοιτητών και καταργεί νέα τμήματα των ΑΕΙ και αναστέλλει τη λειτουργία των Διετών Προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.
– Ειδικά σε ότι αφορά την περιοχή μας, από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε η νέα αρχιτεκτονική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Πώς σκιαγραφείτε την πορεία του εγχειρήματος σε σχέση με τις πολιτικές που εφαρμόζει η Κυβέρνηση;
Αν και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας αποτελεί ένα από τα νεότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα, με αρκετές χιλιάδες φοιτητές, πολλά και αξιόλογα τμήματα, θετικές αξιολογήσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας γίνεται όλο και πιο εξωστρεφές. Η αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη και οι συνέργειες μεταξύ ΑΕΙ και ΤΕΙ, στόχευσαν στην ενίσχυση του ιδρύματος και τη θωράκισή του απέναντι στις σύγχρονες ακαδημαϊκές, κοινωνικές και οικονομικές απαιτήσεις.
Σήμερα, η Θεσσαλία έχει ένα μεγάλο, σύγχρονο Πανεπιστήμιο υψηλής επιστημονικής ποιότητας και σύγχρονων γνωστικών αντικειμένων. Ωστόσο, η πολιτική του υπουργείου Παιδείας θέτει εμπόδια.
– Κλείνοντας, με ποιον τρόπο – όπως και με ποιες βασικές θέσεις – θα αντιπαρατεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ προς την Κυβέρνηση σε ότι αφορά τα ζητήματα Παιδείας;
Βέβαια, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί συστηματικά να απαξιώσει τις συνέργειες των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, μη απαντώντας με επιχειρήματα στην ουσία του εγχειρήματος. Και έχει ήδη κάνει ζημιά στο δικό σας πανεπιστήμιο, αναστέλλοντας επ’ αόριστον τα τρία νέα τμήματα, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μελλοντικά σύμφωνα και με απόφαση της Συγκλήτου. Επιπλέον, όπως γνωρίζετε, ανέστειλε και τα διετή προγράμματα σπουδών, στα οποία το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στην παιδεία-εμπόρευμα της ελεύθερης αγοράς, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπαραθέτει την παιδεία-αγαθό της ελεύθερης και δια-βίου επιλογής. Για εμάς, η παιδεία είναι πυλώνας ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, ενώ η εκπαίδευση και η έρευνα που συντελείται στα δημόσια πανεπιστημιακά και ερευνητικά κέντρα της χώρας αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης. Θέλουμε η παιδεία να καλλιεργεί το σεβασμό για το περιβάλλον, την “πράσινη ανάπτυξη”, την αειφορία, την εργασία και τη διάθεση κοινωνικής προσφοράς και να αναπτύσσει πολυδιάστατες προσωπικότητες και κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους, που να μπορούν να κατανοούν τα προβλήματα της κοινωνίας και του περιβάλλοντος και να παρεμβαίνουν ενεργητικά για την αντιμετώπισή τους. Θέλουμε να εξασφαλίσουμε μια ποιοτικά αναβαθμισμένη εκπαίδευση για όλους τους πολίτες, με όρους ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, αναγκαία προϋπόθεση για την εμπέδωση των δημοκρατικών αξιών, την κοινωνική πρόοδο και την ευημερία. Η αύξηση των δαπανών, επομένως, για την εκπαίδευση και την έρευνα, τουλάχιστον στο μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, αποτελεί άμεση αναγκαιότητα και διεκδικητικό πλαίσιο πάλης, στην πορεία της χώρας για την οριστική έξοδο από την οικονομική κρίση.