Μαζική φυγή Ελλήνων, κυρίως νέων, απογυμνώνει τη χώρα από λαμπρά μυαλά που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην έξοδο από την κρίση. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΤτΕ στην Ελλάδα της κρίσης, το φαινόμενο της εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου που είναι γνωστό με τον όρο “διαρροή” ή “έξοδος εγκεφάλων” (brain drain ή exodus), έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις.
Από το 2008 μέχρι το 2013, σχεδόν 223 χιλιάδες νέοι ηλικίας 25-39 ετών εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα με κατεύθυνση πιο ανεπτυγμένες χώρες, αναζητώντας εργασία με καλύτερη αμοιβή και καλύτερες προοπτικές κοινωνικής και οικονομικής προόδου. Είναι η γενιά που επηρεάστηκε περισσότερο από την κρίση, γνωστή ως “generation E” (expats) ή “generation G” (young, talented and Greek) ή “generation We”.
Η εκδήλωση του φαινομένου και η δυναμική του καθιστούν επιτακτική την ανάγκη, πρώτον, να αποτυπωθούν και να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά του, δεύτερον, να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους εκδηλώνεται στην παρούσα συγκυρία και, τρίτον, να εντοπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις για την εγχώρια οικονομία προκειμένου να διαπιστωθεί υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να καταγραφεί επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου. Αυτά τα τρία ζητούμενα αποτελούν τους άξονες στους οποίους θα κινηθεί η παρούσα ανάλυση, πριν καταλήξει με τη διατύπωση ενός ελάχιστου συνόλου έξι προτάσεων πολιτικής που συνδέονται με τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και που μπορούν να βοηθήσουν όχι μόνο στον περιορισμό, αλλά και στην αντιστροφή του φαινομένου.
Η ελληνική οικονομία και κοινωνία επένδυσε στη φυγή ως αντίδραση στην εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας και την ταχεία βύθισή της στην ύφεση. Μια σταθερή εξερχόμενη ροή 38 χιλιάδων ατόμων στα έτη 2008 και 2009 υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μόλις δύο έτη 2010-2011, ξεπερνώντας το 2013 τις 104 χιλιάδες και σχεδόν τις 427 χιλιάδες άτομα σωρευτικά για όλη την περίοδο.
Η ετήσια ροή των μονίμως εξερχόμενων Ελλήνων υπηκόων ηλικίας 25-39 ετών αυξήθηκε από 20 χιλιάδες το 2008 σε 53 χιλιάδες το 2013, ενώ αθροιστικά σχεδόν 223 χιλιάδες άτομα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα. Την ίδια περίοδο, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε από 93,8% του μέσου όρου της ευρωζώνης των 19 το 2008σε μόλις 68,8% το 2013.
Η εκπαίδευση φαίνεται ότι αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη μείωση της ανεργίας των μορφωμένων νέων στα χρόνια πριν από την κρίση.
Αν και είναι νωρίς να διαπιστωθεί η μετρήσιμη επίπτωση της εξόδου στα μακροοικονομικά μεγέθη, υπάρχουν ωστόσο σημαντικά επιχειρήματα που συνηγορούν ότι το καθαρό αποτέλεσμα είναι εν τέλει αρνητικό.
Πρώτον, η έξοδος σημειώνεται από μια χώρα με αρνητικούς δημογρα φικούς ρυθμούς και αφορά ως επί το πλείστον άγαμους νέους, άνδρες και γυναίκες. Αυτό έχει ως συνέπεια όχι μόνο την αρνητική επίπτωση στον ήδη υποτονικό ρυθμό γεννητικότητας, αλλά και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, αφού η χώρα θα στερηθεί μόνιμα ένα σημαντικό τμήμα απασχολήσιμων ατόμων.
Δεύτερον, στην Ελλάδα αποκλειστικός φορέας κατάρτισης και εξειδίκευσης ανθρώπινου δυναμικού σε ανώτατο επίπεδο είναι το Δημόσιο μέσω των δημόσιων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, των οποίων κύρια πηγή χρηματοδότησης είναι τα χρήματα των φορολογουμένων.
Η έξοδος επομένως επιστημονικού δυναμικού που έλαβε εξειδίκευση στη χώρα όσο και η παραμονή του μετά το πέρας των σπουδών στο εξωτερικό συνιστούν σημαντική απώλεια.
Τρίτον, η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου αφορά κυρίως το πλέον ανταγωνιστικό, ικανό και φιλόδοξο τμήμα του εργατικού δυναμικού. Η παραγωγική του αξιοποίηση από ξένη χώρα συνιστά μόνιμη βλάβη για τη χώρα καταγωγής, αφού η μέση ποιότητα του εναπομένοντος αποθέματος ανθρώπινου κεφαλαίου χειροτερεύει. Τέταρτον, αρχικά αυξάνεται η προσδοκώμενη απόδοση της εκπαίδευσης, αφού τα μορφωμένα άτομα είναι αυτά που κατά κανόνα απολαμβάνουν καλύτερες προοπτικές προόδου στις χώρες εισδοχής. Μεταναστεύουν όμως και άτομα με μικρότερη εξειδίκευση και μόρφωση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το όφελος από την προσδοκώμενη μεγαλύτερη απόδοση της εκπαίδευσης, αφού η έλλειψη προσφοράς εξειδικευμένης εργασίας με δεδομένη τη ζήτηση διαμορφώνει προσδοκίες για υψηλότερη αμοιβή και μειώνει κάθε κίνητρο για εκπαίδευση και βελτίωση της ποιότητας.