Ανταποκρινόμενο στην πρόσκληση του Υπουργού Παιδείας κ. Γαβρόγλου προς τα πολιτικά κόμματα, για την κατάθεση προτάσεων σχετικά με τις μετεγγραφές στα ΑΕΙ (23.02.2018), το Ποτάμι διά του Υπευθύνου Παιδείας και Βουλευτή Αττικής Γιώργου Μαυρωτά απέστειλε συγκεκριμένες προτάσεις τις οποίες με την ευκαιρία παρουσιάζει και στον δημόσιο διάλογο. Είχε προηγηθεί σχετικό αίτημα προς τον Υπουργό Παιδείας για την παροχή των απαιτούμενων στοιχείων (01/03/2018), τα οποία εστάλησαν στο Ποτάμι (02/04/2018) μελετήθηκαν και επεξεργάστηκαν από ομάδα εργασίας, προκειμένου να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση συνοδευόμενη από εποικοδομητική κριτική για την υπάρχουσα κατάσταση στο φλέγον ζήτημα των μετεγγραφών.
Αρχικά παρατίθενται οι εξής επισημάνσεις:
• Η θέση του Υπουργείου Παιδείας για τις μετεγγραφές (σύμφωνα με την τρέχουσα νομοθεσία και όπως έχει διαμορφωθεί) είναι εν πολλοίς αναποτελεσματική και ατελέσφορη, καθώς οδηγεί σε ευρεία παραβίαση του νομοθετημένου ορίου του 15% επί των εισακτέων, προσφέροντας έδαφος για ψηφοθηρικές προσδοκίες. Ο ανοικτός (μη φραγμένος, χωρίς ανώτατο όριο) αριθμός μετεγγραφέντων κυρίως σε τμήματα υψηλής ζήτησης, καταλήγει τελικά να είναι και μία εστία δυνητικής πελατειακής πρακτικής με δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στα τμήματα προέλευσης όσο και στα τμήματα υποδοχής.
• Ο θεσμός των μετεγγραφών πρέπει μεσοπρόθεσμα να καταργηθεί διότι: (α) δημιουργεί υπερκορεσμό στα κεντρικά τμήματα, (β) αποψιλώνει τα περιφερειακά τμήματα, και (γ) «νοθεύει» τον θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων. Το αποτέλεσμα των πολιτικών αποφάσεων και των νομοθετικών πρωτοβουλιών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνιστά θυσία της ποιότητας των σπουδών στον βωμό της ψηφοθηρίας.
• Η Πολιτεία αντί να μεταφέρει όπως δήλωσε η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, πόρους στα κεντρικά ΑΕΙ τα οποία όπως παραδέχεται δέχονται το βάρος, θα πρέπει να μεταφέρει πόρους στα περιφερειακά ΑΕΙ, δημιουργώντας εστίες για τη διαμονή και σίτιση οικονομικά αδύναμων φοιτητών. Προτείνεται ένα 5ετές πρόγραμμα δημιουργίας εστιών στα περιφερειακά ΑΕΙ με στόχο τις 1000 κλίνες ανά έτος και εκτιμώμενο κόστος 30 εκατομμύρια/έτος. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, πρέπει να βρεθεί μία μεταβατική λύση και για αυτό προτείνονται μια σειρά από μέτρα.
Ξεκινώντας την περιγραφή της πρότασης του Ποταμιού, βασική προϋπόθεση αποτελεί ο ποσοτικός περιορισμός του 15% επί των εισακτέων ανά τμήμα, να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα (αυτή τη στιγμή παραβιάζεται και φτάνουμε σε αύξηση έως και πάνω από 30% σε κάποια τμήματα). Ο κλειστός αριθμός μετεγγραφών δημιουργεί την ανάγκη ενός συστήματος αξιολόγησης των αιτήσεων στο οποίο να συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά/οικονομικά κριτήρια μαζί και με τη βαθμολογική επίδοση στις πανελλαδικές εξετάσεις.
Με δεδομένο λοιπόν τον ποσοτικό περιορισμό, προκειμένου να δοθούν περισσότεροι βαθμοί ελευθερίας στο σύστημα, κάθε υποψήφιος θα μπορεί να διεκδικεί μετεγγραφή και σε άλλα τμήματα του επιστημονικού πεδίου και όχι μόνο στο αντίστοιχο με αυτό που πέτυχε αρχικά. Αυτό θα γίνεται με βάση την συνεκτίμηση και τον συνδυασμό κοινωνικών κριτηρίων και της βαθμολογίας στις πανελλαδικές εξετάσεις. Με τον τρόπο αυτό διευρύνονται οι επιλογές προκειμένου να υπάρξει μια ορθολογική αλλά και πιο δίκαιη κατανομή των υπό μετεγγραφή φοιτητών με βάση τα κοινωνικά κριτήρια.
Για την κατανομή των υπό μετεγγραφή υποψηφίων, η πρόταση του Ποταμιού περιλαμβάνει δύο εναλλακτικά μοντέλα αξιολόγησης:
• Μοντέλο επαυξημένης βαθμολογίας όπου το 15% των θέσεων των τμημάτων κατανέμεται στους αιτούντες με βάση την επαυξημένη βαθμολογία (=βαθμολογία πανελλαδικών επαυξημένη ανάλογα με τα κοινωνικά μόρια), κατά αντιστοιχία με αυτό που γίνεται για διακριθέντες αθλητές.
• Μοντέλο προτεραιότητας των κοινωνικών μορίων όπου η βαθμολογία των πανελλαδικών υπεισέρχεται για όσους αιτούντες έχουν ισοβαθμία στα κοινωνικά μόρια.
Και στα δύο μοντέλα προϋπόθεση μετεγγραφής είναι ο αιτών υποψήφιος να έχει πιάσει το 85% της βάσης του τμήματος υποδοχής.
Με την προτεινόμενη μεθοδολογία επιτυγχάνονται 4 θετικά στοιχεία για το σύστημα μετεγγραφών: (α) είναι πιο ορθολογικό γιατί δεν παραβιάζεται το 15% ως ανώτατο κατώφλι μετεγγραφών (β) είναι πιο ευέλικτο γιατί δίνονται περισσότερες επιλογές στου υπό μετεγγραφή φοιτητές (δεν περιορίζεται μόνο σε «αντίστοιχο» τμήμα) (γ) είναι πιο δίκαιο γιατί λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση και κατανομή ο βαθμός των πανελλαδικών εξετάσεων (δ) είναι πιο διαφανές γιατί τα αποτελέσματα θα δημοσιεύονται χωρίς ενδιάμεσα «παραθυράκια» και εξαιρέσεις.
Για τους φοιτητές που τελικά θα καταλήξουν να σπουδάζουν εκτός του τόπου διαμονής, θα υπάρχει το φοιτητικό επίδομα στέγασης, το οποίο όμως δεν θα είναι ενιαίο για όλους (1000 ευρώ), αλλά θα κλιμακώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το εισόδημα. Τέλος, πρέπει να εξεταστεί και η δυνατότητα φοιτητικών δανείων με χαρακτηριστικά το χαμηλό επιτόκιο και την μεγάλη περίοδο χάριτος, έτσι ώστε να ξεκινάει η αποπληρωμή μετά την αποφοίτηση, με την επαγγελματική αποκατάσταση, όπως επίσης και η δυνατότητα αμειβόμενης εργασίας φοιτητών εντός των δομών του πανεπιστημίου (βιβλιοθήκες, λέσχες, εστιατόρια κλπ.).
Ακολουθεί αναλυτικά η πρόταση του Ποταμιού:
Οι σπουδές στην ανώτατη εκπαίδευση είναι ένα σημαντικό μέσο κοινωνικής κινητικότητας και για αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και χωρίς λαϊκισμούς. Ο θεσμός των μετεγγραφών φοιτητών με κοινωνικά κριτήρια (σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα οικονομικά) είναι ένας θεσμός που προέκυψε για να καλύψει την αδυναμία της πολιτείας διαχρονικά να προσφέρει τροφή και στέγη σε οικονομικά αδύναμους φοιτητές, κυρίως στα περιφερειακά ΑΕΙ.
Το αποτέλεσμα όμως του «θεσμού» των αθρόων μετεγγραφών είναι να δημιουργείται υπερσυγκέντρωση στα κεντρικά ΑΕΙ ιδιαίτερα σε τμήματα και σχολές υψηλής ζήτησης, και την ίδια στιγμή να αποψιλώνονται τα περιφερειακά ΑΕΙ. Αυτό έχει ασφαλώς αντίκτυπο στην ποιότητα σπουδών, δεδομένου ότι η μέγιστη δυνατότητα εκπαίδευσης των φοιτητών κάθε τμήματος είναι δεδομένη. Αυτή εκφράζεται και από τις αρμόδιες εισηγήσεις των σχολών, αν και το Υπουργείο Παιδείας τις αγνοεί σχεδόν πάντα, δημιουργώντας εξ αρχής έναν υπερκορεσμό πριν ακόμη πραγματοποιηθούν και οι μετεγγραφές. Σημασία δεν έχει μόνο το να σπουδάζουν όλα τα παιδιά, αλλά και πώς σπουδάζουν. Δεν πρέπει λοιπόν σε καμία περίπτωση να θυσιάζεται η ποιότητα των σπουδών στον βωμό της ψηφοθηρίας.
Για παράδειγμα, η Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Υπολογιστών (ΗΜΜΥ) του ΕΜΠ την περίοδο 2016-17 ζήτησε 170 εισακτέους. Το Υπουργείο Παιδείας τους καθόρισε σε 240 και με τις μετεγγραφές έγιναν 311. Δηλαδή μια αύξηση 42% σχετικά με την εισήγηση της Σχολής ή 30% σε σχέση με τους οριζόμενους εισακτέους!
Αν δούμε κάποια Τμήματα σχετικά υψηλής ζήτησης τα 3 τελευταία χρόνια, η κατάσταση είναι παρόμοια σε ότι αφορά το πόσο αυξάνονται οι φοιτητές μετά και τις μετεγγραφές.
Το πιο προβληματικό σημείο στην όλη διαδικασία είναι ότι ο ανοικτός αριθμός μετεγγραφών (μη φραγμένος ουσιαστικά από το νομοθετημένο 15%) ο οποίος δημιουργεί μια εστία πελατειακών πρακτικών και προσδοκιών (κυρίως μέσω ενστάσεων και κατ’ εξαίρεση περιπτώσεων). Η χαλάρωση δε του θεσμού φαίνεται από το γεγονός ότι την περίοδο 2015-16 (όταν
θεσμοθετήθηκε το 15% επί των εισακτέων ως ανώτατο όριο για τις μετεγγραφές σε κάθε τμήμα) είχαμε συνολικά 5.484 μετεγγραφές με οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, το 2016-17 είχαμε 6.992 και το 2017-18 είχαμε 7.020 μετεγγραφές (χωρίς να συνυπολογίζονται οι μετεγγραφές αδελφών που νομοθετήθηκαν μέσα στο 2018).
Μπορεί το Υπουργείο Παιδείας να δηλώνει ότι θα δώσει πρόσθετα κονδύλια στις Σχολές που δέχονται τον μεγαλύτερο φόρτο, αλλά με αυτόν τον τρόπο απλώς χρυσώνει το χάπι. Δεν συνιστά μια βιώσιμη λύση καθότι όσα χρήματα παραπάνω και να δώσει για τις λειτουργικές ανάγκες (προσωπικό, αναλώσιμα κλπ.), υπάρχουν και αυξημένες δομικές ανάγκες (εργαστήρια, χώροι κλπ.) οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν.
Επίσης, με τον θεσμό των αθρόων μετεγγραφών όπως εφαρμόζεται μέχρι τώρα, νοθεύεται ουσιαστικά και ο ίδιος ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων. Για τον λόγο αυτό προτείνουμε στη διαδικασία των μετεγγραφών να λαμβάνεται οπωσδήποτε υπόψη και η επίδοση του κάθε υποψηφίου στις πανελλαδικές εξετάσεις προκειμένου να συνεκτιμάται με τα κοινωνικά κριτήρια.
Πρώτο μέλημα λοιπόν της εκάστοτε κυβέρνησης θα πρέπει να είναι αντί να μεταφέρει πόρους στα κεντρικά ΑΕΙ που σηκώνουν το βάρος των μετεγγραφών όπως δήλωσε ο κ. Υπουργός, να μεταφερθούν πόροι στα περιφερειακά ΑΕΙ για τη δημιουργία φοιτητικών εστιών ή να υπάρχει μια επαρκής επιδότηση ενοικίου.
Προτείνεται λοιπόν ένα 5ετές πρόγραμμα ανάπτυξης φοιτητικών εστιών στα περιφερειακά ΑΕΙ με 1000 κλίνες ανά έτος που έχουν ένα αρχικά εκτιμώμενο κόστος 30 εκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή σε βάθος 5ετίας να έχουμε 5000 επιπλέον κλίνες με κόστος 150 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό θα δώσει σημαντικές δυνατότητες σε οικονομικά αδύναμους φοιτητές να σπουδάσουν σε περιφερειακά ΑΕΙ χωρίς επιβάρυνση για τη στέγαση.
Επειδή η υλοποίηση της κατασκευής φοιτητικών εστιών απαιτεί ένα δεδομένο χρόνο (αλλά είναι αναγκαίο να ξεκινήσει άμεσα), πρέπει στο μεσοδιάστημα να εφαρμοσθεί ο θεσμός των μετεγγραφών με ορθολογικό όμως τρόπο.
Για τον λόγο αυτό, το δεύτερο σημείο προσοχής είναι ότι θα πρέπει να γίνει σεβαστό ένα ανώτατο κατώφλι μετεγγραφών ως ποσοστό επί των εισακτέων. Αυτό το ποσοστό είχε καθορισθεί από τον Ν.4332/2015, στο 15%. Εφόσον λοιπόν υιοθετείται ένας κλειστός αριθμός μετεγγραφών (και δεν μετεγγράφονται όλοι), θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα ιεράρχησης/αξιολόγησης των υπό μετεγγραφή φοιτητών. Η μοριοδότηση των κοινωνικών/οικονομικών κριτηρίων είναι μία επαρκής λύση η οποία όμως προτείνουμε να συνδυασθεί με τη βαθμολογική επίδοση ώστε να υπάρχει μια μεγαλύτερη δικαιοσύνη σε σχέση με την αξιολόγηση που προκύπτει από τον θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων.
Ένα τρίτο σημείο της πρότασής μας είναι οι αυξημένοι βαθμοί ελευθερίας στην επιλογή του τμήματος μετεγγραφής που θα έχει κάθε φοιτητής με κοινωνικά κριτήρια (με τον όρο «κοινωνικά κριτήρια συμπεριλαμβάνονται και τα οικονομικά κριτήρια). Προτείνεται να δίνεται η δυνατότητα μετεγγραφής όχι μόνο στο αντίστοιχο τμήμα που πέτυχε ο κάθε υπό μετεγγραφή φοιτητής αλλά και σε άλλα τμήματα από το επιστημονικό πεδίο του μηχανογραφικού του, με προϋπόθεση να έχει πετύχει τουλάχιστον το 85% της βάσης του τμήματος αυτού. Με τον τρόπο αυτό ο αριθμός των επιλογών για κάθε υποψήφιο με κοινωνικά κριτήρια θα διευρύνεται με βάση τις σχολές που έχει δηλώσει στο μηχανογραφικό του, ώστε να υπάρχει μια διασπορά των συγκεκριμένων φοιτητών με κοινωνικά κριτήρια, και σε άλλες σχολές του ίδιου επιστημονικού πεδίου στην πόλη προτίμησής του και να μην συσσωρεύονται στα τμήματα υψηλής ζήτησης. Έτσι ξεφεύγουμε από τον περιορισμό της αντιστοιχίας των σχολών.
Ο χρόνος υποβολής αιτήσεων μετεγγραφής λόγω κοινωνικών κριτηρίων θα πρέπει να είναι μέσα στον Σεπτέμβριο ώστε έως τα τέλη Οκτωβρίου να βγαίνουν τα αποτελέσματα και να μην χάνουν το πρώτο εξάμηνο οι φοιτητές.
Για την υλοποίηση των παραπάνω προτείνονται δύο εναλλακτικά μοντέλα αντιστοίχισης φοιτητών με κοινωνικά κριτήρια που κάνουν αίτηση μετεγγραφής. Το πρώτο είναι το μοντέλο της επαυξημένης βαθμολογίας όπου η βαθμολογία των πανελλαδικών εξετάσεων επαυξάνεται ανάλογα με τα κοινωνικά μόρια (κάτι αντίστοιχο με αυτό που ισχύει για την εισαγωγή αθλητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Το δεύτερο είναι το μοντέλο της προτεραιότητας των κοινωνικών κριτηρίων όπου τα κοινωνικά κριτήρια έχουν τον πρώτο λόγο και η βαθμολογία των πανελλαδικών συνυπολογίζεται μόνο μεταξύ όσων έχουν την ίδια επίδοση στα κοινωνικά κριτήρια.
Μοντέλο 1: Συνθετικό μοντέλο (επαυξημένη βαθμολογία)
Ακολουθώντας τη φιλοσοφία της διαδικασίας που ακολουθείται για τους διακριθέντες αθλητές η βαθμολογία προσαυξάνεται ως εξής:
Επαυξημένη Βαθμολογία = (1+ Αριθμός κοινωνικών μορίων/10) x Βαθμολογία
Με βάση την επαυξημένη βαθμολογία και τα μηχανογραφικά γίνεται η κατανομή στα τμήματα μεταξύ των φοιτητών που έχουν κάνει αίτηση μετεγγραφής. Οι διαθέσιμες θέσεις για κάθε τμήμα είναι το 15% των εισακτέων ανά τμήμα. Προϋπόθεση για μετεγγραφή σε ένα τμήμα είναι ο φοιτητής να έχει ξεπεράσει με τα μόρια από τις πανελλαδικές εξετάσεις το 85% της βάσης του τμήματος αυτού.
Στην ουσία θα εφαρμόζεται ένα μοντέλο αντίστοιχο των Πανελλαδικών με περίπου 13.000 φοιτητές (όσοι δηλαδή κάνουν αίτηση μετεγγραφής) για το 15% των θέσεων επί των τμημάτων.
Εδώ παίζει ρόλο το πώς θα συμπληρώσουν το μηχανογραφικό οι μαθητές ώστε να βάλουν σε υψηλή προτεραιότητα τις σχολές της περιοχής προτίμησης.
Μοντέλο 2: Ιεραρχικό μοντέλο (προτεραιότητα στην επίδοση στα κοινωνικά κριτήρια)
Όσοι υποψήφιοι επιθυμούν να κάνουν αίτηση μετεγγραφής λόγω κοινωνικών κριτηρίων στην αίτησή τους δηλώνουν έως και 10 τμήματα κατά σειρά προτίμησης με την προϋπόθεση ότι η βαθμολογία τους στις πανελλαδικές ξεπερνάει το 85% του κάθε τμήματος που δηλώνεται. Στη συνέχεια γίνεται η πρώτη κατανομή με όσους έχουν τα περισσότερα κοινωνικά μόρια (π.χ. 10). Μεταξύ αυτών αν οι διαθέσιμες θέσεις σε ένα τμήμα είναι λιγότερες από τις αιτήσεις η προτεραιότητα καθορίζεται με βάση τη βαθμολογία των πανελλαδικών εξετάσεων. Αφού αντιστοιχηθούν οι υποψήφιοι της συγκεκριμένης κατηγορίας κοινωνικών κριτηρίων, επανυπολογίζονται οι διαθέσιμες θέσεις (από το 15% των εισακτέων που αναλογούν στους υπό μετεγγραφή) και ακολουθεί η επόμενη κατηγορία (π.χ. για όσους έχουν 9 κοινωνικά μόρια) με τον ίδιο τρόπο. Σημειωτέον ότι πρέπει να ελέγχεται πάντα η προϋπόθεση της επίτευξης του 85% της βάσης του τμήματος υποδοχής.
Εναλλακτικά, σε μια πιο «περιοριστική» έκδοση των δύο μοντέλων θα μπορούσε να ισχύει η δυνατότητα μετεγγραφής μόνο σε τμήματα με βάση χαμηλότερη από την υψηλότερη βάση του αντίστοιχου τμήματος επιτυχίας. Για παράδειγμα αν ένας φοιτητής εισάγεται στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης θα μπορούσε να μετεγγραφεί σε όποιο τμήμα του 2ου επιστημονικού πεδίου έχει βάση χαμηλότερη από το Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών (η υψηλότερη βάση του αντίστοιχου Τμήματος επιτυχίας).
Η συνολική βαθμολογία επί των κοινωνικών κριτηρίων δημοσιεύεται και οι όποιες ενστάσεις επί της βαθμολογίας των κοινωνικών κριτηρίων γίνονται και εκδικάζονται πριν ανακοινωθούν τα τελικά αποτελέσματα, ώστε να μην προκύπτουν επιπλέον μετεγγραφέντες μετά τις ενστάσεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη πρόταση παρουσιάζεται κυρίως η βασική φιλοσοφία των δύο μοντέλων κατανομής τα οποία θα πρέπει να δοκιμασθούν σε πιλοτικές εφαρμογές έτσι ώστε να παραμετροποιηθούν κατάλληλα πριν εφαρμοστούν στην πράξη. Για παράδειγμα ίσως χρειαστεί να τεθεί και ένα κατώφλι στον μέγιστο αριθμό μετεγγραφέντων φοιτητών από ένα τμήμα (π.χ. 30%) πέραν του οποίου δεν επιτρέπονται άλλες μετεγγραφές από το τμήμα αυτό, έτσι ώστε να μην αποψιλώνονται τα περιφερειακά ΑΕΙ.
Τέλος, τρία ζητήματα που συνδέονται με το καθεστώς φοίτησης και τις μετεγγραφές.
• Φοιτητικό επίδομα: Για τους φοιτητές που τελικά καταλήγουν να σπουδάζουν εκτός του τόπου διαμονής θα υπάρχει το φοιτητικό στεγαστικό επίδομα το οποίο όμως προτείνουμε να μην είναι ενιαίο για όλους (1000 ευρώ), αλλά να κλιμακώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το οικογενειακό εισόδημα. Σημειωτέον ότι το συνολικό ποσό για το φοιτητικό στεγαστικό επίδομα που δίνεται δεν είναι ευκαταφρόνητο (ήταν της τάξης των 33 εκατομμυρίων ευρώ για το 2017) και θα πρέπει να κατανέμεται έτσι ώστε να βελτιστοποιείται η χρησιμότητά του.
• Φοιτητικά δάνεια: Θα πρέπει επίσης να διερευνηθεί η δυνατότητα των φοιτητικών δανείων ώστε να καλύπτονται τα έξοδα διαβίωσης εκτός οικογενειακής εστίας με κύρια χαρακτηριστικά το χαμηλό επιτόκιο και τη μεγάλη περίοδο χάριτος, ώστε να αρχίσουν να αποπληρώνονται μετά την αποφοίτησή τους και αφότου βρουν εργασία.
• Φοιτητική απασχόληση: Θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα και να δημιουργηθεί το πλαίσιο ώστε να μπορούν να εργάζονται φοιτητές σε δομές εντός του πανεπιστημίου (βιβλιοθήκη, λέσχη, εστιατόριο κλπ.) ώστε να βοηθιούνται οι πιο οικονομικά αδύναμοι.
Εν κατακλείδι, το θέμα των μετεγγραφών είναι ένα σοβαρό κοινωνικό θέμα το οποίο όμως δεν είναι αποκομμένο, αλλά εντάσσεται στη γενικότερη θεώρηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, του τρόπου πρόσβασης στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, και της συνολικής στρατηγικής την οποία πρέπει να ακολουθήσουμε. Θέματα τα οποία χρήζουν διακομματικής συνεννόησης και δυστυχώς δεν έχουμε συζητήσει επαρκώς στη Βουλή παρά μόνο όταν βρισκόμαστε προ τετελεσμένων, δηλαδή όταν έρχονται σχετικά νομοσχέδια.