Καμιά άλλη παραβολή δε ζωγραφίζει τόσο ξεκάθαρα τη συμφορά της φυλής μας: δύο αδέρφια, εγώ κι εσύ… εγώ ο άσωτος, εσύ ο συνετός. Ή το αντίθετο – δεν έχει σημασία ποιό ρόλο θα κρατήσει ο καθένας μας αφού όλα ανατρέπονται στην πορεία. Δυο αδέρφια λοιπόν, ο ένας ως άφρονας τζίτζικας, ο άλλος ως σώφρων μέρμιγκας. Ο ένας κατασπαταλά το βιος του πατέρα σα να ήταν δικό του… ο άλλος διαφυλάττει το βιος του πατέρα σα να ήταν δικό του. Να το πρώτο φάουλ: και οι δύο αγνόησαν τον αληθινό ιδιοκτήτη της περιουσίας. Ο πρώτος με περισσό θράσος ζήτησε το μερίδιό του, ωσάν να είναι υποχρέωση του πατέρα να μοιράσει ένα βιος. Υποχρέωση και όχι επιθυμία. Ο δεύτερος υπομονετικός, δε ζήτησε να φάει κανένα μερίδιο, μα τι να το κάνεις; Κι εκείνος θεωρούσε δεδομένη την περιουσία: «αφού ο μικρός πήρε το μερίδιό του, άρα όλα τα υπόλοιπα κάποτε θα ανήκουν σε μένα». Και τον πατέρα ποιός από τους δύο τον ρώτησε; Ποιος γιος ενδιαφέρθηκε να μάθει τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει την περιουσία του ο νόμιμος ιδιοκτήτης της; Ποιός σεβάστηκε ως τα κατάβαθα της σκέψης και της ψυχή του το δικαίωμα του πατέρα να μοιράσει ή να μη μοιράσει τα δικά του αγαθά όπως ο ίδιος ήθελε; Κανένας από τους δύο. Ούτε ο «άσωτος» ούτε ο «συνετός». Μα δεν ήταν αυτό το μοναδικό ατόπημα των δύο πρωταγωνιστών.
Μάρω Σιδέρη, Κυριακή του ασώτου στην Ελλάδα της παρακμής…
Κυριακή του ασώτου στην Ελλάδα της παρακμής…
Δύο αδέρφια, δύο ιδεολογίες, δύο συμπεριφορές – ένα σπίτι, μια περιουσία, ένας πατέρας. Η ιστορία του ασώτου, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη παραβολή, μοιάζει να ειπώθηκε για κάθε άνθρωπο, μα πιότερο για κάθε Έλληνα ξεχωριστά.
Δύο αδέρφια, σωστά; Μα στ’ αλήθεια, αδέρφια; Ποιός από τους δύο ενδιαφέρθηκε για τον άλλον; Ο άσωτος άρπαξε το «δικό του μερίδιο» για να το φάει με τους φίλους του χωρίς να νοιάζεται αν άφηνε πίσω τον αδερφό. Ήθελε γλέντι, αλλά στο μυαλό του χώρο στο γλέντι του δεν είχε κανένας από τους αληθινά δικούς του.
Ο συνετός – χειρότερος αυτός λόγω του τίτλου που υποτίθεται ότι έφερε- παραπονέθηκε που δεν είχε δώσει ο πατέρας και σε εκείνον ένα σφαχτό να «γλεντήσει με τους δικούς του φίλους»… και αυτός ο λόγος του ήταν αρκετός για να στερηθεί το γλέντι για χάρη του αδερφού του. Κι εκείνος ήθελε γλέντι όπως ο άσωτος, αλλά ούτε στο δικό του μυαλό υπήρχε χώρος για τους αληθινά δικούς του. Το φίλο, τον εκτός σπιτιού, ήθελαν και οι δύο να ευχαριστήσουν, μα τον αδερφό, κανένας από τους δύο δεν εκτιμούσε, ούτε υπολόγιζε. Να το δεύτερο φάουλ: ξένοι και οι δύο στο ίδιο σπίτι, ξένοι και με μπόλικο φθόνο ο ένας για τον άλλον, με μπόλικο εγωκεντρισμό ο ένας σε βάρος του άλλου. Κανένας τους δεν ήθελε τη χαρά του αδερφού του, ούτε την παρέα του, ούτε την προκοπή του… ο άσωτος παράτησε τον αδερφό , γιατί έτσι του γούσταρε, κοιτώντας τη δική του καλοπέραση κι αδιαφορώντας που άφηνε το συνομήλικό του, το παρεάκι του τελικά, στην ερημιά ενός απέραντου αλλά πονεμένου σπιτιού. Κι ο άλλος – τρισχειρότερος, λόγω της τελειότητας που υποτίθεται πως διέθετε- πένθησε με τη χαρά του πατέρα, πένθησε και με την επιστροφή του αδερφού. Ο τέλειος γιος, ο υπεράνω, πένθησε που τώρα θα έπρεπε να μοιραστεί το βιός με τον ανεπρόκοπο, για τελικά στο μυαλό του, ότι άξιζε από την οικογένειά του ήταν το βιος του πατέρα και η δική του βολή. Ούτε οι άνθρωποι, ούτε η ζωή, ούτε η μεταμέλεια… τέλειος γιος, ατελής άνθρωπος.
Καμιά άλλη παραβολή δεν απεικονίζει τόσο ζωντανά την περιπέτεια της φυλής και της πατρίδας μας: μήπως κι εμείς, σ’ αυτό το σπιτικό που το λένε Ελλάδα, δυο ειδών αδέρφια δεν είμαστε ; από τη μια οι «άσωτοι», αυτοί που για χρόνια γλεντούσαμε με ένα βιος που δε μας ανήκε… από την άλλη οι «συνετοί», αυτοί που για χρόνια περιμέναμε με ζήλια κάποτε να την πατήσουν οι άσωτοι… και που τώρα, αλίμονο, δεν έχουμε στην καρδιά μας, ούτε ίχνος ελέους για όσα υποφέρουν: πιότερο μας νοιάζει η εικόνα μας στους ξένους φίλους, παρά τα αδέρφια που από πλουσιόπαιδα, τρώνε ξυλοκέρατα: αυτοί πολύ καλά την πάτησαν, σωστά; «Δεν είναι το ίδιο» θα πεις. «Μαζί τους τρώμε κι εμείς ξυλοκέρατα, σε αντίθεση με τον τέλειο γιο της παραβολής». ΚΙ όμως κάνεις λάθος: όπως εμείς έτσι κι εκείνος, ο τέλειος γιος, έχασε μεγάλο κομμάτι της βολής του σαν επέστρεψε ο «άσωτος» στο πατρικό σπίτι, ηττημένος και γυμνός. Όπως και στο δικό μας σπίτι, έτσι και σ’ εκείνο της παραβολής, το μισό βιος είχε χαθεί, θυσία της αφροσύνης του ασώτου. Μα πιο πολύ, αυτό που λέει η παραβολή, και που το βιώνουμε όλοι, ότι στάση κι αν κρατήσαμε στα χρόνια που το βιος ήταν άφθονο, είναι πως στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει συνετός: όλοι, άσωτοι και συνετοί είμαστε κατα βάθος άσωτοι- οι πρώτοι βουτηγμένοι στην ασωτία της αδιαφορίας και της ματαιότητας. Οι δεύτεροι, βουτηγμένοι στην ασωτία της ψευδεπίγραφης τελειότητας, της κεκαλυμένης υποκρισίας και – κυρίως – του φθόνου για ότι δε συμφωνεί με τα πιστευω μας. Γι αυτό και τούτο που συμβαίνει εδώ δεν είναι κρίση, είναι παρακμή: Όλοι σε τούτο εδώ το σπιτικό άσωτοι, γιατί τελικά όλοι υπηρέτες του δικού μας μικρόκοσμου που είτε δε νοιάζεται , ή δε συγχωρεί…είτε κοιτάει την πάρτη του, ή φθονεί και δε δέχεται τη μεταμέλεια.
Και στη μέση τι; Η παραβολή το λέει ξεκάθαρα: στη μέση μόνο ένας Πατέρας, στοργικός, υπομονετικός, ένας Πατέρας που περιμένει τον άσωτο να μετανοήσει, και μετά περιμένει το συνετό να γίνει άσωτος, για να μπορέσει κάποτε να μετανοήσει κι αυτός… βέβαια, έτσι όπως το βλέπω – κάνοντας και αυτοκριτική- το να περιμένεις τη μετάνοια ενός ανθρώπου που θεωρεί ότι ο ίδιος υπήρξε τέλειος και φθονεί τον αδερφό, είναι σα να τρίβεις δυο κομμάτια πάγο, ελπίζοντας ότι θα πάρεις σπίθα… γι’ αυτό, φοβάμαι, η παραβολή τελειώνει με την επιστροφή του προφανούς ασώτου, μα δε λέει αν επιστρέφει και ο ψευτο-συνετός… δεν το λέει, γιατί μάλλον κάτι τέτοιο δε γίνεται εύκολα. Ωστόσο, μελετώντας την παραβολή, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, το δρόμο της σωτηρίας: για να σωθεί τούτη η οικογένεια της παρακμής, πρέπει να συνετιστούν και τα δύο παιδιά: και ο άσωτος ως προς την αφροσύνη και ο άσωτος ως προς την ψευδαίσθηση της τελειότητας… τότε μόνο θα μπορέσει ο Πατέρας να σώσει το σπιτικό, όταν και τα δύο παιδιά πάψουμε να σκεφτόμαστε ως «εγώ» και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ως «ο άλλος: ο αδερφός»…
Μάρω Σιδέρη