Η υφυπουργός Παιδείας, Ζέττα Μακρή, από το βήμα της ολομέλειας της Βουλής, χαρακτήρισε «συνετό και υγιές για μια σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση που έχει εκλεγεί για να εφαρμόσει μεγάλες, ουσιαστικές, απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, είναι να επενδύσει στην Παιδεία, να θωρακίσει τη νέα γενιά και τη χώρα».
Η παιδεία, ανέφερε η υφυπουργός, «είναι η καρδιά της Δημοκρατίας και χρειάζεται δραστική επανεκκίνηση, απαιτεί μεγάλες αλλαγές, ώστε οι θεσμοί να λειτουργούν κανονικά και η αίσθηση ασφάλειας, συνεργασίας και εννοείται ορθής εκπαίδευσης, να κυριαρχεί στα πανεπιστήμια».
Μιλώντας για το φαινόμενοι των «αιώνιων φοιτητών», η Ζέττα Μακρή σημείωσε ότι κατά τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς 2018-2019, από τους 768.734 εγγεγραμμένους προπτυχιακούς φοιτητές, οι 282.588 ήταν «αιώνιοι» φοιτητές που δεν είχαν ξεπεράσει μόνο τον προβλεπόμενο χρόνο σπουδών, αλλά και τη δικαιολογημένη διετή προσαύξηση. Απαντώντας στο επιχείρημα ότι «οι ‘αιώνιοι’ φοιτητές δεν κοστίζουν χρήματα» είπε πως αυτό «ακυρώνεται από το πραγματικό άυλο κόστος της κακής, ή εν πάση περιπτώσει άδικης αξιολόγησης των δομών, ενώ δεν επιτρέπει και τον σωστό καταμερισμό των πόρων». Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο δεν είναι να συνεχιστεί η φιλοσοφία που θέλει, άπαξ και κάποιος εισαχθεί σε μια σχολή, κάποια στιγμή νομοτελειακά να βγεί και με το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι, σημείωσε η υφυπουργός.
Η ελάχιστη βάση εισαγωγής, οι μεταρρυθμιστικές προβλέψεις για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου, αλλά και η δυνατότητα συμπλήρωσης παράλληλου μηχανογραφικού για τα δημόσια ΙΕΚ, είναι απολύτως επιβεβλημένες ανέφερε η υφυπουργός Παιδείας, γιατί σήμερα, μια μεγάλη μερίδα των φοιτητών δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, επειδή έχουν μπει από λάθος σε μια σχολή που δεν τους ενδιέφερε.
Η κ. Μακρή απέρριψε το επιχείρημα ότι «όσοι δεν εισαχθούν στο πανεπιστήμιο γιατί θα έχουν γράψει 3, ωθούνται στα ιδιωτικά κολέγια», λέγοντας πως όποιος φοιτά στο πανεπιστήμιο δίνοντας λευκή κόλλα, επίσης και αυτός ουσιαστικά δεν έχει εξεταστεί στην πραγματικότητα.
Σχετικά με την επιτήρηση της τάξης στα πανεπιστήμια, η υφυπουργός ανέφερε ότι «οι αντιδράσεις δεν αφορούν τον φοιτητόκοσμο», αλλά αυτοί που δεν την θέλουν είναι όσοι «υπέγραψαν την υπεράσπιση Κουφοντίνα». Ενδιαφέρει όμως «τη συντριπτική πλειοψηφία των ακαδημαϊκών που θέλουν να διδάσκουν με ελευθερία και ασφάλεια, να διεξάγουν επιστημονική έρευνα. Ενδιαφέρει εξίσου και τους στοχοπροσηλωμένους φοιτητές, ενδιαφέρει την κοινωνία που αγωνιά για το πώς θα είναι η χώρα μετά τα 200 πρώτα χρόνια της ύπαρξής της και υπάρχει η πραγματική κοινωνική δυναμική». Η πλειονότητα είπε «είναι αυτή που μας δείχνει το δρόμο».
Η κ. Μακρή μάλιστα, θέλησε και απάντησε «σε όσα εξέχοντα στελέχη υπηρέτησαν την παράταξή μας, αλλά και το χώρο της παιδείας, και έχουν αντιρρήσεις για τις ομάδες προστασίας που θα φυλάσσουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα» λέγοντας ότι «διάβασα και άκουσα με σεβασμό τις απόψεις τους, αλλά θυμήθηκα τον εμπρησμό του Πολυτεχνείου και την καταστροφή μοναδικών έργων τέχνης, οργάνων και εργαστηρίων. Θυμήθηκα ότι οι ζημιές κόστισαν στους φορολογούμενους Έλληνες πολίτες.
Θυμήθηκα ότι ο κανονισμός λειτουργίας που θα απέτρεπε την καταστροφή, δεν εφαρμόστηκε. Θυμήθηκα επίσης και την απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, που δέχθηκε ότι ο κατηγορηθείς πρύτανης δεν είχε ευθύνη για τη φύλαξη και την προστασία του χώρου». Εμείς, είπε η υφυπουργός Παιδείας, «θέλουμε να τελειώνουμε με την παρανομία και θέλουμε να τελειώνουμε με τρόπο αποτελεσματικό και απολύτως συμβατό με τη φύση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Και θα τελειώσουμε ψηφίζοντας το νομοσχέδιο, αλλά και εφαρμόζοντάς το».