Του Νίκου Τσούλια
Εκτιμώ ότι αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η κρίση – κρίση βαθιά και έντονη, πολυεπίπεδη και μακροχρόνια – θα επηρεάσει όλους τους επαγγελματικούς κλάδους σε μεγάλη έκταση, χωρίς να είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε ακόμα και σε γενικές γραμμές το συνολικό φάσμα των μεταβολών.
Όταν συνολικά η χώρα οδηγείται σε οικονομική ασφυξία από τη μέγγενη των δανειστών και των θεσμών του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, όταν η πολιτεία μας έχει χάσει μεγάλο μέρος της εθνικής αυτονομίας της και η όλη διακυβέρνηση και η λειτουργία του Εθνικού Κοινοβουλίου διαμορφώνονται εν πολλοίς από εξω- ελληνικά κέντρα εξουσίας, όταν η κοινωνία μας οδηγείται σε πλήρη κατεδάφιση του Κοινωνικού Κράτους και του Κράτους Δικαίου και, τέλος, όταν ο λαός μας βιώνει σε όλο και μεγαλύτερη έκταση τη βαρβαρότητα της ωμής φτωχοποίησης, είναι αυτονόητο ότι οι εργασιακοί χώροι θα ωθούνται όλο και περισσότερο σε συνθήκες Μεσαίωνα, σε περιγραφές μυθιστορημάτων του Ντίκενς. Απτή απόδειξη αποτελούν οι σουρεαλιστικές σκηνές μαθητών που πεινάνε στα σχολεία μας…
Η κρίση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος σ’ αυτή τη συγκυρία προέρχεται από πολλά πεδία. Το πρώτο αφορά το γενικό «συγκείμενο», το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως αναφέρθηκε εντελώς επιγραμματικά προηγουμένως. Το δεύτερο πεδίο συνδέεται με την κρίση στη Δημόσια Εκπαίδευση. Η παρατεταμένη υποχρηματοδότηση – που δεν επιτρέπει ούτε καν τη στοιχειώδη λειτουργία σχολείων και πανεπιστημίων -, η διαρκής μείωση των σχολικών μονάδων, η συρρίκνωση των γνωστικών αντικειμένων στο περιεχόμενο του σχολείου, η συστηματική και θεσμική (πλέον) υποβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, η αναστολή των απαραίτητων διορισμών εκπαιδευτικών αποτελούν τη μνημονιακή αλλά και την κυβερνητική πολιτική επιδρομή των διαδοχικών κυβερνητικών σχημάτων κατά του δημόσιου σχολείου. Όσο και αν προσπαθούν οι ιθύνοντες της συγκυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. να δημοσιοποιούν σχεδόν κάθε μέρα «μεταρρυθμίσεις επί χάρτου» στο πιο φτηνό και πιο προκλητικό δημαγωγικό παιχνίδι της Μεταπολίτευσης, δεν μπορούν να αποκρύψουν την ωμή πραγματικότητα, δεν μπορούν να ωραιοποιήσουν τη σκληρή ταξική πολιτική τους. Η εν λόγω πολιτική δεν είναι απλά και μόνο αντιεκπαιδευτική και αντιδημοκρατική αλλά αποτελεί ύβρη στο πρώτιστο αγαθό της δημόσιας παιδείας, της μόρφωσης και της αγωγής. Έχουν ήδη κατακριθεί κοινωνικά και πολιτικά και θα συναντήσουν και την κατακραυγή της Ιστορίας…
Το τρίτο πεδίο αφορά το παρελθόν και συνδέεται με τη μαζικοποίηση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος. Είναι απόλυτα γνωστό και από την ανάλογη ιστορική εμπειρία άλλων χωρών αλλά και από τη διεθνή επιστημονική και παιδαγωγική βιβλιογραφία ότι η μαζικοποίηση (και ως εκ τούτου εν μέρει και ο εκδημοκρατισμός!) ενός επαγγέλματος οδηγεί νομοτελειακά μέσα από τους νόμους της αγοράς εργασίας (προσφοράς – ζήτησης…) σε υποβάθμιση του επαγγέλματος. Από τη στιγμή που η Επετηρίδα είχε συσσωρεύσει μεγάλο αριθμό αδιόριστων εκπαιδευτικών – απαιτούσε ειδικά σε μερικές ειδικότητες χρόνο αναμονής ακόμα και 17 χρόνια! – είχε αρχίσει να εξαντλεί το ρόλο της.
Δόθηκαν μεγάλοι αγώνες από το εκπαιδευτικό κίνημα για αύξηση των θέσεων εργασίας των εκπαιδευτικών μέσα από τη γενικότερη πρότασή μας για καλύτερη ποιότητα στην παιδεία με την επέκταση των παιδαγωγικών και μορφωτικών λειτουργιών των σχολείων: αναβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής εκπαίδευσης, αντισταθμιστική εκπαίδευση (ενισχυτική διδασκαλία κλπ), συστηματική ένταξη των πολιτισμικών δραστηριοτήτων και των ποικίλων πρωτοβουλιών των Συλλόγων Διδασκόντων, ανάπτυξη της Ειδικής Αγωγής, προαγωγή των νέων τεχνολογιών, βελτίωση της αναλογίας εκπαιδευτικών / εκπαιδευομένων, ανάπτυξη των εργαστηρίων, συστηματική ένταξη της Αγωγής Υγείας και της Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κλπ) . Το αίτημα για «μαζικούς διορισμούς» – ως ανάγκη επέκτασης της εκπαιδευτικής λειτουργίας – ήταν πάντα βασικό πρόταγμα και για την ΟΛΜΕ και για τη ΔΟΕ. Ως απόρροια δε αυτών των αγώνων είχαμε την αύξηση του αριθμού των εκπαιδευτικών σε Γυμνάσια και Λύκεια κατά 50% περίπου στο διάστημα 1993 – 2003, από 60.000 σε 90.000 περίπου. (Ελπίζω σ’ αυτό το σημείο να μην κάνω σημαντικό λάθος…)
Αυτή η εκπαιδευτική κινητικότητα στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση μαζί με την αντίστοιχη στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση και με τον εκδημοκρατισμό της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου σε ελάχιστα χρόνια υπεριπλασιάστηκε ο αριθμός των εισαγομένων στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ήταν αποτέλεσμα της αγωνίας και του αγώνασυνολικότερα της ελληνικής κοινωνίας για καλύτερη μόρφωση στη νεολαία. Κι όλη αυτή η προοδευτική κινητικότητα συνέβη σε συνθήκες οικονομικών περιορισμών, αφού η υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης ήταν μόνιμο πρόβλημα καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Το όλο εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών που διαμορφώνεται σήμερα δεν είναι μόνο απαξιωτικό για τον πολυσύνθετο κοινωνικό ρόλο τους αλλά αποτελεί και προσβολή και πλήγμα για το δημόσιο σχολείο. Από το μισθό του νεοδιόριστου – από τον οποίο το μισό ποσό μπορεί να πηγαίνει στο νοίκι σε κάποιες περιοχές της χώρας – μέχρι το συνταξιοδοτικό και το ασφαλιστικό σύστημα έχουμε μια κατάμαυρη εικόνα εξαθλίωσης των εκπαιδευτικών. Και ο λαλίστατος Υπουργός μας, ο κ. Φίλης αντί να απολογείται ή έστω να σιωπά ή και, πιο ορθά, να ερμηνεύει επί του πεδίου της πραγματικότητας, θεωρητικολογεί επί μιας επινοημένης και φαντασιακής δημαγωγικής σφαίρας και ανάμεσα στους ποικίλους λαϊκισμούς του μας χαρίζει, λέει, «αυτονομία»! Αναρωτιέμαι αν πράγματι κάποιοι στο Υπουργείο τον συμβουλεύουν περί των όρων που χρησιμοποιεί και περί των αναγκών των σχολείων και των εκπαιδευτικών ή απλά είναι τόσο προκλητικός!
Και επειδή σε εποχές κρίσης αυξάνουν οι ανορθολογισμοί (φτάσαμε να έχουμε στη Βουλή τρίτο κόμμα το φασισμό και το ναζισμό) και περισσεύουν οι θεωρίες αποδόμησης των κοινωνικών αγώνων, οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατική πορεία της δημόσιας εκπαίδευσης. Σήμερα δεν δίνεται η μάχη στα επιμέρους ζητήματα της κοινωνίας μας αλλά στο βασικό πυρήνα της. Και είναι η εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικοί καθοριστικοί παράγοντες για να ανοίξουμε δρόμους υπέρβασης της κρίσης, της κρίσης του Κεφαλαίου και της αγοράς που επιχειρείται να φορτωθεί με τον πιο ωμό τρόπο στις κοινωνικές δυνάμεις και στα κοινωνικά κινήματα.
Υ.Γ.
Η κυβέρνηση της «αριστεράς» φρόντισε ιδιαίτερα το «Δημόσιο του Ξίφους» (ένστολους…) και όχι φυσικά το «Δημόσιο του Πνεύματος» (εκπαιδευτικούς, ερευνητές…) στο Μνημόνιο του ενός αιώνα (πλην ενός έτους!) του ξεπουλήματος της Δημόσιας περιουσίας… Τόσο προοδευτική πολιτική!