Είμαι η Σοφία. Μία από τις εκατοντάδες Σοφίες, Μαρίες, ή τους εκατοντάδες Γιώργους, Παναγιώτηδες, Χρήστους, που υπέβαλα τον εαυτό μου στη διαδικασία της συνέντευξης, προκειμένου να διεκδικήσω θέση διευθύντριας σε σχολείο . Διαθέτω-όπως και πολλές/οί συνάδελφοι – πολλά τυπικά προσόντα και εκπαιδευτική εμπειρία. Ύστερα από τη συνέντευξη, έκανα ένσταση αμφισβητώντας το αποτέλεσμα.
Γράφει η Σοφία Εφραιμίδου, εκπαιδευτικός
Με δεδομένο το κράτος Δικαίου-όπως όλοι οι εκπαιδευτικοί διδάσκουμε στους μαθητές μας- αλλά και το οργανωμένο κράτος, σας αφιερώνω το παρακάτω χρονικό.
Πηγαίνω την Πέμπτη στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης να υποβάλλω γραπτή ένσταση για τη βαθμολογία μου στη συνέντευξη των υποψηφίων διευθυντών (Πέμπτη και Παρασκευή είχαμε δικαίωμα) και ζητώ να δω το Διευθυντή. «Λείπει σε άδεια», μου λένε… Πηγαίνω την Παρασκευή να κάνω συμπληρωματική αίτηση για να μου δοθεί η αναλυτική βαθμολογία μου και η αιτιολόγηση αυτής, η απομαγνητοφώνηση και τα πρακτικά της συνέντευξης και ξαναζητώ να δω το Διευθυντή. «Είναι σε άδεια», μου ξαναλένε. Θα ‘ρθει τη Δευτέρα που θα εξεταστούν οι ενστάσεις. «Τι ώρα θα εξεταστούν;», ρωτώ. «Στις 8:00 το πρωί», μου λένε.
Δευτέρα 8:00 η ώρα ξαναπηγαίνω στην Πρωτοβάθμια. Ζητώ να δω το διευθυντή και εκθέτω και τους λόγους για τους οποίους τον θέλω. «Δεν ήρθε ακόμη», μου λένε. «Τι ώρα θα εξεταστούν οι ενστάσεις;», ξαναρωτώ. «Στις 10:30», μου λένε.
Κατά τις 8:30 έρχεται ο Διευθυντής, και ζητώ ακρόαση. Λέει ότι έχει πολλή δουλειά, ότι έπρεπε να κλείσω ραντεβού («μα ήρθα Πέμπτη και Παρασκευή, αλλά λείπατε», του λέω…). Με τα πολλά δέχεται να μ’ ακούσει για 5 λεπτά (Από μέσα μου πανηγυρίζω: «3η προσπάθεια, επιτυχημένη!»). Ζητώ να παραστώ στην εξέταση της ένστασης και ζητώ πιο πριν να μου δοθούν τα δικαιολογητικά που αιτήθηκα. Μου λέει ότι δεν είναι ενημερωμένος, ότι τώρα θα δει τις ενστάσεις κι όσο για τα υπόλοιπα που ζητώ θα συμβουλευθεί το νομικό σύμβουλο (;), γιατί ο ίδιος δε γνωρίζει.
Γύρω στις 12-12:30 με καλούνε μέσα. Κάθομαι στο τραπέζι μαζί με τους 5 του συμβουλίου. Είναι οι ίδιοι που με βαθμολόγησαν στη συνέντευξη. «Καλά είναι δυνατόν αυτοί που βαθμολόγησαν, να κρίνουν τους εαυτούς τους αν βαθμολόγησαν σωστά; (Αυτά, ούτε στα έργα γίνονται). Οι ενστάσεις δεν πρέπει να εξετάζονται από δευτεροβάθμια επιτροπή;», αναρωτιέμαι… αλλά δε μιλώ (μούγκα στη στρούγκα).
«Πρέπει να γνωρίζετε ότι πρώτη φορά γίνεται αυτό. Σας δεχόμαστε ‘κατ’ εξαίρεση’», μου λένε. «Μα είναι δικαίωμά μου να υποστηρίξω την ένστασή μου, ενώπιών σας, μου το ‘πε δικηγόρος», τους λέω. «Εμείς δε ρωτήσαμε δικηγόρο, αλλά σας δεχόμαστε ‘ανθρωπίνως’», μου λέει. Ποιον/ποια να πιστέψω; Ρώτησαν νομικό σύμβουλο ή δε ρώτησαν; Θέλουν να μου δείξουν το μεγαλείο της ψυχής τους ή θέλουν να μου δείξουν ότι πρέπει να τους είμαι υποχρεωμένη; (περνά, περνά η μέλισσα…)
Ένας εξ’ αυτών, συνεχίζει να επαναλαμβάνει ότι με δέχονται ‘κατ’ εξαίρεση’. Δεν εννοεί να καταλάβει ότι το να παραβρίσκομαι κατά την εξέταση της ένστασης είναι νόμιμο, σύμφωνα με το άρθρο 20 του συντάγματος, παρόλο που το έχω πει και το έχω δηλώσει πολλές φορές. Καλά… πήραν, τέλος πάντων, το νομικό σύμβουλο να ρωτήσουν ή δεν τον πήραν; (Περνά, περνά η μέλισσα…)
Τελικά, αυτή που δεν καταλάβαινα τόση ώρα ήμουν εγώ. Ήθελαν να τους πω «ευχαριστώ» που με δέχτηκαν. Προσπαθούσαν να μου καταστήσουν σαφές, με όσα έλεγαν, ότι ανεξάρτητα τι λέει ο δικηγόρος και το σύνταγμα, εκείνη τη στιγμή ΕΑΝ ΘΕΛΟΥΝ ΑΥΤΟΙ με βάζουν μέσα (αργώ, αλλά τελικά παίρνω μπροστά…)
Τα χαρτιά που είχα αιτηθεί από την Παρασκευή (βαθμολογία, αιτιολόγηση βαθμολογίας, απομαγνητοφώνηση κ.τ.λ.) δεν τα έχουν έτοιμα να μου τα δώσουν. Ούτε απομαγνητοφώνηση μου δίνουν, ούτε πρακτικά… Τίποτα δεν έχω στα χέρια μου. Πώς και τι να υποστηρίξω; (Περνά, περνά η μέλισσα…)
Αποφασίζουν να μου πουν τη βαθμολογία, χωρίς την αιτιολόγηση, ‘προφορικά’. «Η αιτιολόγηση της βαθμολογίας δε θα σας βοηθήσει», μου λένε. «Θα την πάρετε εγγράφως, αργότερα», αφού δεν είχαν προλάβει να κινήσουν την διαδικασία της γραπτής έκδοσή των δικαιολογητικών που είχα αιτηθεί, από Παρασκευή σε Δευτέρα. Ποιος έβαλε τον κάθε βαθμό, δε θέλουν να μου το πουν («Προς τι, τόση ανασφάλεια;», αναρωτιέμαι…).
Ζητώ αναβολή, γιατί δεν έχω τα έγγραφα που είχα αιτηθεί. Δεν μου τη δίνουν, γιατί σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Υπουργείου, πρέπει ΣΗΜΕΡΑ να τελειώσουν με την εξέταση ΟΛΩΝ των ενστάσεων (Αυτά φαντάζομαι ότι μόνο στην Ελλάδα γίνονται. Δηλαδή, μέσα σε μία μέρα να εξετάσεις όλες τις ενστάσεις, χωρίς μάλιστα να έχει μεσολαβήσει κάποιο διάστημα προετοιμασίας. Μόνο αν τις απορρίψεις όλες θα τα καταφέρεις. Το Υπουργείο έπρεπε να λέει ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ, όχι ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ. Εκτός κι αν το ΣΚ που μεσολαβεί το αφήνει το Υπουργείο για να προετοιμαστούν τα μέλη του Συμβουλίου…)
Τις ενστάσεις ΕΚΕΙΝΗ την ώρα τις βλέπουν και τις διαβάζουν για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ. «Εγώ δε σας θυμάμαι στη συνέντευξη… (Πώς να με θυμάστε από 257 άτομα που πέρασαν; Ούτε μαζί στο ίδιο σχολείο ήμασταν, ούτε φίλοι είμαστε, ούτε πρόσωπο αναγνωρίσιμο είμαι. Αναγνωρίσιμα πρόσωπα είναι οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές και ξέρετε ποιοι άλλοι…).
…όμως, ΑΝ η παρουσία σας δεν ήταν καλή…», υποθέτει. «Φαίνεται ότι δεν έχουν ξανακούσει κι ούτε μάλλον θα μπουν στη διαδικασία να ξανακούσουν τις συνεντεύξεις όσων υπέβαλλαν ένσταση, για να εξετάσουν αν κάτι δεν κρίνανε σωστά, αν έγινε κάποιο λάθος ή αν σωστά και δίκαια βαθμολόγησαν», σκέφτομαι…. «Απομαγνητοφώνηση και καταγραφή των όσων ειπώθηκαν στη συνέντευξη, είμαι σίγουρη ότι δεν έχουν στα χέρια τους, όμως τα φύλλα αποτίμησης με τους βαθμούς που μου διάβασαν τα έχουν μπροστά τους. Εκεί δεν έχουν κρατήσει σημειώσεις για την παρουσία μου στη συνέντευξη;», αναρωτιέμαι… (περνά, περνά η μέλισσα…)
Τι να κάνω κι εγώ… Τους τα λέω όπως τα έχω καταγράψει στην ένσταση που κατέθεσα. «Μα το 6,88 στρογγυλοποιημένο είναι 7. Το 7 είναι άριστα», μου λέει. «Μα συγκριτικά με τις άλλες βαθμολογίες είναι το χαμηλότερο», του λέω. «Μην το βλέπετε συγκριτικά», μου λένε. Όταν είπα ότι η χαμηλή βαθμολογία που μου βάλανε ήταν προσβολή στην προσωπικότητά μου, πήρα την εξής απάντηση: Ότι δεν πρέπει να προσβάλλομαι κι ότι προσήλθαν στη συνέντευξη συνάδελφοι που παρόλο που δεν είχαν διδακτορικά και πτυχία (εγώ είχα απ’ αυτά), ωστόσο πήραν 8 (κι όχι 6,88, όπως εγώ) γιατί είχαν πολύ συγκροτημένη προσωπικότητα. «Δηλαδή, εγώ δεν έχω;», τους ρωτώ. «Α… μην το βλέπετε συγκριτικά», μου λένε, πάλι. Το γεγονός ότι η βαθμολογία αυτή μ’ αλλάζει θέση στην συγκριτική κατάταξη του πίνακα, όπως τους επισημαίνω, δεν τους αφορά. Μου δίνουν να καταλάβω ότι τα συνεκτιμούμενα που λαμβάνουν υπόψη τους για τη βαθμολογία που βάζουν στη συνέντευξη, δε σχετίζονται με τη μοριοδότηση στο συγκριτικό πίνακα των υποψηφίων. «Μα καλά, δεν γνωρίζουν τις συνέπειες της βαθμολογίας τους; Ότι η βαθμολογία που βάζουν στη συνέντευξη τοποθετεί τον εκπαιδευτικό στο συγκριτικό πίνακα κατάταξης, κι ότι αλλάζει τα δεδομένα αυτού του πίνακα. Ότι βάσει αυτής της ‘σύγκρισης’, κρίνεται ο κάθε υποψήφιος αν τελικά γίνει διευθυντής κι αν θα πάει σε σχολείο της επιλογής του; Ποιος δουλεύει ποιον;”, σκέφτομαι… (περνά, περνά η μέλισσα…).
Όσο τους εξηγώ, όσο επαναλαμβάνω κι όσο επιμένω ότι με τη βαθμολόγια τους στη συνέντευξη με κατέταξαν πιο χαμηλά στον συγκριτικό πίνακα κατάταξης των υποψηφίων διευθυντών και μ’ έβγαλαν εκτός διαδικασίας, τόσο αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν κοίταξαν την κατάταξη κι ούτε λειτούργησαν συγκριτικά… Μέχρι που κόντεψαν και να προσβληθούν ότι υπονοούσα κάτι άσχημο γι’ αυτούς … Ευτυχώς, τους καθησύχασα ότι η μόνη προσβεβλημένη εκεί μέσα ήμουν ΕΓΩ…
Αρχίζω λοιπόν κι εγώ –αφού άκρη δε βγάζω- να χαμογελώ, να λέω τα ίδια και τα ίδια, να ακούω τα ίδια και τα ίδια (να βαριέμαι απελπιστικά) και να λοξοκοιτώ την πόρτα, πότε να φύγω. Το κλίμα είναι ευχάριστο… ελαφρύ… και «αδιέξοδο».
Προς το τέλος της κουβέντας κι αφού έχουμε κλίμα οικείο και ευχάριστο, άρα ασφαλές, αποφασίζουν να μου διαβάσουν και την αιτιολόγηση της βαθμολογίας μου, χωρίς και πάλι να κατονομάσουν το πρόσωπο που την έβαλε (όχι και τόσο ασφαλές το κλίμα, τελικά). Κάτι ‘εξαιρετικά’, ‘πολύ καλά’, ‘ικανοποιητικά’ συγκρατώ απ’ αυτά που μου διαβάζουν, άνευ ουσίας και περιεχομένου. Αφού η ουσία είναι ότι τα μεταφράζουν σ’ έναν απ’ τους χαμηλότερους βαθμούς, συγκριτικά με τους υπόλοιπους συναδέλφους, γεγονός που τους το επαναλαμβάνω για άλλη μία φορά, για να εισπράξω τις ίδιες απαντήσεις.
Όσο για τα συναισθήματά μου, τα οποία φάνηκε οι περισσότεροι να κατανοούν… με ρωτά, ένας: «Έχετε μπει άλλη φορά σε διαδικασία συνέντευξης;». «Όχι», του απαντώ. «Εγώ έχω περάσει από συνεντεύξεις, σε άλλο πλαίσιο, όχι για διευθυντής (χτύπησε καμπανάκι) και το ότι δεν πήγα καλά σ’ αυτές τις συνεντεύξεις μ’ έχει κάνει πιο δυνατό». Και τότε καταλαβαίνω ότι αυτός που με βαθμολογεί ως υποψήφια διευθύντρια ΜΑΛΛΟΝ δεν έχει περάσει από τη θέση του διευθυντή. Παγώνω… Αρχίζω να σκέφτομαι και να αναρωτιέμαι: «Άραγε, πόσοι από αυτούς που με αξιολόγησαν και με βαθμολόγησαν στη συνέντευξη και τώρα (οι ίδιοι) εξετάζουν αν βαθμολόγησαν δίκαια και σωστά, έχουν περάσει από τη θέση του Διευθυντή κι έχουν την ανάλογη εμπειρία για να κρίνουν;», Και φυσικά απάντηση δεν έχω γιατί δεν γνωρίζω το βιογραφικό του καθενός από τους πέντε (ενώ αυτοί γνωρίζουν το δικό μου).
Πριν φύγω τους ζητώ να συστηθούμε για να μάθω τα ονόματά τους… Γνώριζα μόνο το όνομα του Διευθυντή, λόγω της ιδιότητάς του και κανενός άλλου. Φυσικά, κανένας δεν πρόσθεσε άλλα στοιχεία, ούτε καν το σχολείο όπου υπηρετεί…
Υ. Γ. Αλήθεια σας λέω! Μετά από όλα αυτά καλά είμαι!
Απλώς, δεν ξέρω αν θα συνεχίσω να μιλώ στους μαθητές μου για Δικαιοσύνη. Και Ηθική.