Ο πρώτος εθνικός διάλογος για την παιδεία θα ξεκινήσει με την ανάληψη της πολιτικής ηγεσίας του οικείου υπουργείου από τον Αντώνη Τρίτση το 1986.
Η τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της (25.4.1986), είχε την πρωτοβουλία να κηρύξει τον «διαρκή εθνικό διάλογο» για την Παιδεία.
Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου (23.5.86) που οργάνωσε ο υπουργός Αντ. Τρίτσης καταθέτει το ιδεολογικό στίγμα του διαλόγου, που είναι «η αναμέτρηση με το φαινόμενο του κομματισμού στα σχολεία», καθώς «έχω ειδική εντολή ως νέα πολιτική ηγεσία στον χώρο της παιδείας να φέρω το μήνυμα της ποιοτικής αναβάθμισης και της στερέωσης της μεγάλης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης».
Ο β΄ εθνικός διάλογος (1991)
Η θεματολογία και οι στόχοι του διαλόγου προσπαθούν να απαντήσουν στα αδιέξοδα της εκπαιδευτικής πολιτικής της εποχής και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για την προώθηση αλλαγών που σχετίζονταν, ανάμεσα σε άλλα, με τα εργασιακά των εκπαιδευτικών, την αξιολόγηση μαθητών/εκπαιδευτικών, την επαναφορά των αρχαίων από το πρωτότυπο κ.λπ.
Ο επόμενος εθνικός διάλογος έγινε το 1991, μετά τις μαθητικές καταλήψεις, τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα και την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου και θα επιτρέψει στην τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. να βγει από το πολιτικό της αδιέξοδο.
Εξαγγέλλεται αρχικά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, που δηλώνει στις 10.1.91 πως «η πολιτική μας στα θέματα της παιδείας είναι ανοιχτή για συζήτηση. Ηταν πάντα ανοιχτή. Τα θέματα είναι όλα στο τραπέζι.
Ξεκινάμε από μηδενική βάση», ενώ στις 8.3.91 ο νέος υπουργός Παιδείας της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης, Γιώργος Σουφλιάς, ανακοινώνει τις «αρχές και τις διαδικασίες του νέου εθνικού διαλόγου για την παιδεία».
Το ΕΣΥΠ (1995-1999)
Οι βασικοί στόχοι του διαλόγου παραμένουν ίδιοι με αυτούς της εκπαιδευτικής πολιτικής της περιόδου, όπως αυτή εκφραζόταν από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Ετσι και στη νέα φάση ο Γ. Σουφλιάς έθεσε ως βασικό στόχο των επιχειρούμενων αλλαγών στην ελληνική εκπαίδευση την ανταπόκρισή της στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από εκεί και πέρα οι στόχοι που προωθούνται μέσω του διαλόγου έχουν να κάνουν με την ενίσχυση του κρατικού ελέγχου και της κοινωνικής επιλογής στο εκπαιδευτικό σύστημα και τον συντηρητικό προσανατολισμό των σχολικών γνώσεων.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1995, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Γ. Παπανδρέου, θεσμοθετείται το Εθνικό Συμβούλιο για την Παιδεία (ΕΣΥΠ).
Το ΕΣΥΠ αναλαμβάνει δράση τον Ιανουάριο του 1999 μετά τις μεγάλες και συνεχείς κινητοποιήσεις των μαθητών και των εκπαιδευτικών που αντιδρούσαν στις αντιεκπαιδευτικές αλλαγές του υπουργού Παιδείας Γερ. Αρσένη (πανελλαδικές εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα στη Β’ και Γ’ Λυκείου, μισθολόγιο, κατάργηση επετηρίδας κ.ά.).
Βρισκόμαστε ήδη σε μια περίοδο που το manual της εκπαιδευτικής πολιτικής στη χώρα μας έρχεται μεταφρασμένο από τα κέντρα αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ο γ΄ εθνικός διάλογος (2005)
Ο διάλογος της νέας κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ. (2004-2007) είχε τα ίδια συντηρητικά χαρακτηριστικά που είχαν και οι προηγούμενοι.
Η τότε υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου ενημέρωσε την εκπαιδευτική κοινότητα και την κοινή γνώμη πως στις 21 Ιανουαρίου θα αρχίσει ο «εθνικός διάλογος για την παιδεία», για να συζητηθούν οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν.
Ο νέος εθνικός διάλογος ξεκίνησε πάνω σε οκτώ άξονες που αποτελούσαν και τις κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης, ενώ ως στόχοι των μεταρρυθμίσεων θα προταθούν «πριν απ’ όλα, τα θέματα για τα οποία έχουμε αναλάβει δεσμεύσεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση…».
Στο πλαίσιο αυτό, ως θέματα του διαλόγου προωθούνται «… η σύνδεση εκπαιδευτικών μονάδων με τον κόσμο της εργασίας, η δημιουργία όρων/προϋποθέσεων που να ευνοούν τη μάθηση σε χώρους εργασίας, η μαθητεία και η εξειδίκευση, οι δίαυλοι ανάμεσα σε επιχειρήσεις και φορείς κατάρτισης και η δημιουργία νέων δομών ανάμεσα στην επαγγελματική κατάρτιση, τη γενική εκπαίδευση και την ανώτατη εκπαίδευση».
Για τα πανεπιστήμια και γενικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση «κατευθυντήριες γραμμές είναι η συνάρτηση των σπουδών με τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών, η διασύνδεση με κέντρα έρευνας και δυναμικές επιχειρήσεις».
Χαρακτηριστική, την περίοδο αυτή, είναι και η προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος για τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Παρά την αρχική συναίνεση του ΠΑΣΟΚ, το όλο εγχείρημα ανατράπηκε μπροστά στον ανυποχώρητο αγώνα του φοιτητικού κινήματος, μεγάλου μέρους των πανεπιστημιακών (που εκφράζονταν από την τότε διοίκηση της ΠΟΣΔΕΠ) και της εκπαιδευτικής κοινότητας (απεργία διαρκείας ΔΟΕ, φθινόπωρο 2006).
Ο εθνικός διάλογος του 2009
Ο διάλογος που εξήγγειλε ο υπουργός Παιδείας της Ν.Δ., Αρης Σπηλιωτόπουλος, στις 23.1.09 ήρθε σε μια κρίσιμη κοινωνική και πολιτική συγκυρία, ύστερα από την κοινωνική εξέγερση της νεολαίας τον Δεκέμβρη του 2008, που ανέδειξε τη μεγάλη χρεοκοπία της κυρίαρχης πολιτικής στην εκπαίδευση όσο και στην οικονομία.
Ο νέος διάλογος λειτούργησε ως απάντηση του πολιτικού συστήματος στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό κίνημα, που όλα αυτά τα χρόνια αναπτύχθηκε ως αντίπαλος στις επιλογές του στην εκπαίδευση.
Στη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής θα τονίσει ότι «οι αλλαγές στο Λύκειο και στο εξεταστικό αποτελούν καίριας σημασίας μεταρρύθμιση η οποία θέλουμε να προέλθει μέσα από κοινή συμφωνία κομμάτων και κοινωνίας».
Η δημοσιοποίηση του πορίσματος του τελευταίου εθνικού διαλόγου (23.11.09) έδειξε τις προτεραιότητες της κυρίαρχης πολιτικής, που είχαν να κάνουν με την αλλαγή της βασικής εκπαίδευσης (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας).
Αυτό κυρίως εκφράστηκε με την πρόταση του πορίσματος για εκπόνηση νέων αναλυτικών προγραμμάτων και με τις προτεινόμενες αλλαγές στο εξεταστικό σύστημα.
Σύμφωνα με το πόρισμα, το αναλυτικό πρόγραμμα θα αντικαταστήσει ένα εθνικό πλαίσιο στόχων μάθησης με ταυτόχρονη «σε κάποιο βαθμό δυνατότητα προσαρμογής του προγράμματος σπουδών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο».
Η πρόταση αποτελεί αλλαγή θεμελιακής σημασίας, καθώς η διαμόρφωση εθνικού πλαισίου μαθησιακών στόχων ανοίγει τον δρόμο για ανταγωνισμό και κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και ταυτόχρονα προσαρμόζει το περιεχόμενο της εκπαίδευσης στην τοπική και περιφερειακή οικονομία, δηλαδή στα τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η ιδεολογικοπολιτική στόχευση των προγραμμάτων είναι συγκεκριμένη και ξεκάθαρη: «προώθηση κοινών στρατηγικών για την εκπαίδευση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Το πόρισμα επίσης διαπιστώνει την ανάγκη να αποδεσμευτεί το Λύκειο από τις εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ για να αποκτήσει ως ανώτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παιδευτική αυτοτέλεια και ισχυρή μορφωτική ταυτότητα, την οποία όμως δεν προσδιορίζει ούτε με γενικό τρόπο.
Κοινωνικές αντιστάσεις
Η «ιστορία» των εθνικών διαλόγων για την παιδεία, ως θεσμοποιημένη διαδικασία, έδειξε ότι το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, ήταν η συναίνεση και η νομιμοποίηση των επιλογών της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής και η διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης των εκπαιδευτικών ζητημάτων σύμφωνα με τους ορισμούς του υπουργείου.
Οι εθνικοί διάλογοι οργανώθηκαν ως τακτικές προώθησης της κυρίαρχης πολιτικής είτε στη φάση που αυτή έκανε την αποφασιστική στροφή από τη σοσιαλδημοκρατία στον νεοσυντηρητισμό (1986-1988) είτε όταν η πολιτική των αναδιαρθρώσεων αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες στην επιβολή σημαντικών επιλογών της (1991, 2006) ή γενικευμένη αμφισβήτηση (Δεκέμβρης 2008).
Αποτελούν επομένως τακτικές της κυρίαρχης πολιτικής για τη νομιμοποίηση και εφαρμογή παρεμβάσεων που συναντούν κοινωνικές αντιστάσεις.
Και αυτό, καθώς η εφαρμογή νεοσυντηρητικών πολιτικών τις τελευταίες δεκαετίες και η προώθηση μέσα απ’ αυτές μιας σειράς σημαντικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση οξύνουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιθέσεις.
Οι πολιτικές αυτές έχουν συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις, με αποτέλεσμα είτε να καθυστερούν οι ρυθμοί εφαρμογής τους είτε κρίσιμες πλευρές τους να μην μπορούν να εφαρμοστούν.
Ο έλεγχος επομένως των κοινωνικών αντιστάσεων και η προσπάθεια διαμόρφωσης συναίνεσης γύρω από τις κατευθύνσεις της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελούν ιδιαίτερης σημασίας ζητούμενα για την ίδια την κυρίαρχη πολιτική.