Το -πριν παρουσιαστεί κάποιο κρούσμα λοίμωξης σε αυτά- έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις που μπορεί να χρησιμοποιήσουν οι αρμόδιες Αρχές για να «φρενάρουν» την εξάπλωση μίας επιδημίας, όπως εν προκειμένω του .

Αυτό δήλωσε, σε συνέντευξή του στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Science», ο διεθνώς γνωστός Ελληνο-αμερικανός καθηγητής του Πανεπιστημίου Γιέηλ των ΗΠΑ, Νίκολας Χρηστάκης, πρωτοπόρος στη μελέτη των κοινωνικών δικτύων και της εξάπλωσης-μετάδοσης των ιδεών, των συμπεριφορών και των ιών σε μία κοινότητα. Το εργαστήριο του κ. Χρηστάκη, συγγραφέα σημαντικών βιβλίων που έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά («Συνδεδεμένοι» και «Προσχέδιο»), ασχολείται τελευταία και με την εξάπλωση του νέου κοροναϊού.

Όπως είπε, το προληπτικό φέρνει αποτέλεσμα, «όχι μόνο επειδή αφαιρεί τα παιδιά, τους μικρούς φορείς, από την κυκλοφορία. Δεν έχει να κάνει μόνο με το να κρατά ασφαλή τα παιδιά. Κρατά ασφαλή όλη την κοινότητα. Όταν κλείνεις τα σχολεία μειώνεις, επίσης, την αλληλεπίδραση των ενηλίκων, των γονέων που αφήνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και των εκπαιδευτικών που πρέπει να βρίσκονται εκεί. Όταν κλείνεις τα σχολεία, ουσιαστικά απαιτείς και από τους γονείς να μείνουν στο σπίτι τους».

«Γνωρίζουμε», πρόσθεσε, «από προηγούμενες επιδημίες διαφόρων τύπων ιών ότι το κλείσιμο των σχολείων έχει αποτέλεσμα. Ξέρουμε ότι διακόπτει τη μετάδοση στους ενηλίκους, ακόμη κι αν τα παιδιά δεν είναι φορείς. Στην περίπτωση αυτή (σ.σ. του νέου κοροναϊού), είναι πιθανό ότι τα παιδιά είναι φορείς και τα προκαταρκτικά στοιχεία από την Κίνα δείχνουν ότι πράγματι μπορεί να είναι».

Παραπέμποντας σε μελέτη για την «ισπανική γρίπη» του 1918, όταν πάλι είχε εφαρμοστεί κλείσιμο των σχολείων και στις ΗΠΑ, τόνισε ότι, όπως διαπιστώθηκε, «το προληπτικό κλείσιμο έσωσε σημαντικό αριθμό ζωών». Συνέκρινε την περίπτωση του Σεντ Λούις, όπου τα σχολεία έκλεισαν μία ημέρα πριν την κορύφωση της επιδημίας και για 143 ημέρες, με την περίπτωση του Πίτσμπουργκ, όπου τα σχολεία έκλεισαν με καθυστέρηση επτά ημέρες μετά το αποκορύφωμα της επιδημίας και μόνο για 53 ημέρες, με αποτέλεσμα η θνησιμότητα στο Σεντ Λούις να είναι μόλις το ένα τρίτο της αντίστοιχης στο Πίτσμπουργκ. «Αυτά τα πράγματα (σ.σ. κλείσιμο σχολείων) φέρνουν αποτέλεσμα», ανέφερε ο κ. Χρηστάκης.

«Όταν συμμετέχουμε στα μέτρα αποφυγής των κοινωνικών επαφών (social distancing), το σημαντικό δεν είναι τόσο ότι ο ίδιος δεν θα μολυνθείς. Το πραγματικό πλεονέκτημα είναι ότι απομακρύνοντας τον εαυτό σου από την κυκλοφορία, σταματάς όλα τα μονοπάτια του ιού μέσω εσένα. Προσφέρεις κοινωνική υπηρεσία, βοηθάς την κοινότητα. Γι’ αυτό, οι εργαζόμενοι που θέλουν να εργαστούν από το σπίτι, πρέπει να μπορούν να το κάνουν», σημείωσε.

Από την άλλη, παραδέχτηκε ότι τέτοια μέτρα «όπως είναι αναμενόμενο, έχουν σημαντικό κόστος, τόσο από άποψη υγείας όσο και οικονομίας». Μεταξύ άλλων, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των γονέων, μίλησε για την Ιαπωνία που παρέχει βασικό εισόδημα στους γονείς στη διάρκεια του κλεισίματος των σχολείων, «το οποίο είναι σωστό να αντιμετωπίζεται ως κρατική δαπάνη», όπως είπε.

Στο ερώτημα πότε θα πρέπει να ανοίξουν ξανά τα σχολεία, ο καθηγητής σχολίασε ότι δεν υπάρχει κανόνας γι’ αυτό, ούτε εύκολη απάντηση.

Όσον αφορά τους επιδημιολογικούς υπολογισμούς, επισήμανε ότι ακόμη και όταν το κλείσιμο των σχολείων γίνεται ως αντίδραση σε προϋπάρχοντα κρούσματα σε μαθητές, εκπαιδευτικούς ή γονείς που σχετίζονται με το σχολείο, μελέτες έχουν δείξει ότι -με βάση μαθηματικά μοντέλα- το εκ των υστέρων κλείσιμο μπορεί να μειώσει κατά 25% τον ρυθμό μετάδοσης του παθογόνου μικροοργανισμού και να καθυστερήσει την κορύφωση (peak) της επιδημίας σε μία περιοχή κατά περίπου δύο εβδομάδες.

«Όταν αναβάλλεις την κορύφωση, εξομαλύνεις (σ.σ. τη διαχρονική καμπύλη αύξησης των κρουσμάτων) της επιδημίας και τη γεωγραφική κατανομή των περιστατικών στην επικράτεια. Αυτό έχει αξία. Σημαίνει ότι τα κρούσματα σε μία οποιαδήποτε ημέρα είναι λιγότερα και συνεπώς δεν επιβαρύνουμε υπέρμετρα το σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας», υπογράμμισε ο κ. Χρηστάκης.

Για τα «ορφανά» κρούσματα χωρίς επιδημιολογική συσχέτιση, είπε ότι «είναι σαν το καναρίνι στο ορυχείο. Όταν ανιχνεύεις μία τέτοια περίπτωση, πιθανότατα υπάρχουν δεκάδες ή και εκατοντάδες άλλες». Τότε πρέπει να κλείνουν τα σχολεία, «επειδή πλέον έως τότε ο ιός θα έχει μεταδοθεί και σε άλλους ανθρώπους. Είναι η κορυφή του παγόβουνου».

Ο αντίλογος

Δεν λείπουν, πάντως, και οι επιστήμονες που δηλώνουν επιφυλακτικοί κατά πόσο το κλείσιμο των σχολείων ενδείκνυται, αν μη τι άλλο, όπως λένε, επειδή τα παιδιά μπορεί να μαζεύονται σε άλλα μέρη έξω από το σχολείο, ενώ και οι γονείς δυσκολεύονται να φυλάνε τα παιδιά στο σπίτι τους λόγω των εργασιακών υποχρεώσεών τους.

«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το κλείσιμο των σχολείων θα σταματήσει την εξάπλωση του κοροναϊού ή ότι έστω θα φρενάρει τη μετάδοση του», δήλωσε στην «Ουάσιγκτον Ποστ» ο διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Πολιτικής Λοιμωδών Νόσων του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, Μάικλ Όστερχολμ. «Είναι μία υπερβολικά σπασμωδική αντίδραση να πούμε ότι κλείνουμε τα σχολεία από περισσή διάθεση πρόληψης, όταν υπάρχουν δυνητικά σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις σε κάτι τέτοιο», πρόσθεσε.

«Δεν γνωρίζουμε εάν το κλείσιμο των σχολείων αποτελεί σημαντικό μέτρο ελέγχου του ιού ή εάν απλώς είναι ένα πολύ ακριβό και ενοχλητικό μέτρο», ανέφερε ο επιδημιολόγος Μαρκ Λίπσιτς του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025