Ο εισηγητής της ΝΔ Θ. Φορτσάκης επί του Σχεδίου Νόμου «Επείγοντα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια εκπαίδευση» ανέφερε στη Βουλή στης εισήγησή του Την Παρασκευή
Το παρόν νομοσχέδιο εντάσσεται σε έναν ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό, ο οποίος έγκειται στην αποδόμηση όλων των συστημάτων ελέγχου στην παιδεία, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη. Αναφέρομαι στους νόμους Κατρούγκαλου και Παρασκευόπουλου, οι οποίοι με τις βασικές αρχές που τους εμπνέουν πλησιάζουν πάρα πολύ το σημερινό νομοσχέδιο.
Οι γενικές αρχές που διέπουν το σημερινό νομοσχέδιο ποιες είναι; Πρώτα-πρώτα, εξοβελίζεται οριστικά η έννοια της αριστείας -το έχουμε πει πολλές φορές- η οποία είναι πραγματικά μια ασθένεια, την οποία οι φοιτητές μας δεν πρέπει να γνωρίσουν.
Επιχειρείται δυναμικά μια εξίσωση προς τα κάτω, διότι θεωρείται ότι οτιδήποτε διαφέρει πρέπει να ισοπεδωθεί. Όμως, η ισότητα είναι ισότητα ευκαιριών, δεν είναι ισότητα στην άφιξη. Αν έχουμε αδύναμους στην εκκίνηση, πρέπει να τους βοηθήσουμε για να έρθουν σε εκείνη την κατάσταση όπου θα μπορούν να διαγωνιστούν με ισότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους, όχι όμως να εξοβελίσουμε αυτούς οι οποίοι ξεχωρίζουν.
Ενισχύεται κατά τρόπο σημαντικό ο συνδικαλισμός, υποστηρίζονται τα σωματειακά συμφέροντα και επανέρχεται ο κομματισμός.
Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των διατάξεων δείχνει ότι έρχονται όλες αυτές οι ρυθμίσεις χωρίς να υπάρχει μια συνολική μελέτη του ζητήματος και χωρίς να υπάρχουν αξιολογημένα, μετρημένα αποτελέσματα της δράσης, η οποία μέχρι σήμερα έχει λάβει χώρα στο χώρο αυτό.
Για το δημόσιο διάλογο που δεν έγινε, ακούστηκαν ήδη πολλά. Απλώς εκφράζω κι εγώ το σημαντικό παράπονο, κύριε Υπουργέ, ότι αυτός ο δημόσιος διάλογος έπρεπε να έχει λάβει χώρα σε ένα τόσο σημαντικό χώρο, όπως ο χώρος της παιδείας. Η δε επίκληση επειγουσών ρυθμίσεων για να αποφευχθεί ο δημόσιος διάλογος, για μένα δεν είναι αρκετή δικαιολογία.
Επίσης, σημαντικό είναι αλλαγές στο χώρο αυτό της παιδείας να επιχειρούνται όταν έχει διασφαλιστεί μία σημαντική συναίνεση και θυμίζω ότι η προηγούμενη ρύθμιση, τουλάχιστον για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, είχε τύχει ευρύτατης συναίνεσης. Αυτή η συναίνεση δεν ήταν του τύπου που ο κύριος Πρωθυπουργός το πρωί επικαλέστηκε, δηλαδή υπάκουε σε κελεύσματα μνημονιακού τύπου. Ήταν μία συναίνεση κοινής λογικής που είχε επιτευχθεί μετά από υπέρβαση σημαντικών δυσκολιών και έφερε κοντά πολιτικές δυνάμεις πολύ διαφορετικές.
Το πρώτο κεφάλαιο του νομοσχεδίου, ως προς τις γενικές αρχές του, ρυθμίζει ουσιαστικά αναδιαρθρώσεις των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και έχουμε καταλόγους ωρών διδασκαλίας διαφόρων μαθημάτων.
Όπως θα ξέρει ο κύριος Υπουργός, έχουμε δεχθεί σωρεία παραπόνων απ’ όλους, σχεδόν, τους διδάσκοντες. Οι βιολόγοι, οι πληροφορικοί, οι φυσικοί, οι χημικοί, οι πολιτειολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, ακόμα και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, εκφράζουν παράπονα ότι τα μαθήματά τους παραγκωνίζονται, εις όφελος άλλων.
Δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν πρέπει να γίνουν δύο ώρες Φυσικής και μία Χημείας ή τρεις ώρες Βιολογία και δύο Πολιτειολογία. Αυτό που ξέρω και αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι τα ζητήματα αυτά δεν μπορεί να είναι ζητήματα που ρυθμίζονται με λεπτομέρεια στο νόμο. Διότι ο νομοθέτης δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τις λεπτομέρειες των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Θα κάνω μία πρόταση -διότι όποια κριτική κάνω σήμερα θα τη συνοδεύσω, επιτρέψτε μου, και από μία πρόταση, για να μην είμαστε αρνητικοί, να είμαστε θετικοί στην εκφορά του λόγου- και η κριτική μου, λοιπόν, είναι ότι το Κοινοβούλιο δεν έχει καμία δουλειά να ανακατεύεται αν θα γίνουν δύο ώρες Φυσική και μία Χημεία ή τρεις Γυμναστική και μία Θρησκευτικά.
Αυτό που έχει σημασία είναι να βάλει η Βουλή ένα γενικό πλαίσιο κατευθύνσεων και στη συνέχεια να υπάρξει ένας φορέας επιστημονικός, ο οποίος στο πλαίσιο του Υπουργείου θα ακούσει και θα εξετάσει τα διάφορα ζητήματα που ενδιαφέρουν τους μαθητές, θα δει ποιες είναι οι ανάγκες τους και θα καθορίσει το πρόγραμμα διδασκαλίας, όχι με βάση τις ανάγκες τις σωματειακές και τις συνδικαλιστικές των διδασκόντων. Δεν μας ενδιαφέρουν οι διδάσκοντες στα σχολεία. Μας ενδιαφέρουν τα παιδιά μας. Και τα παιδιά μας έχουν ανάγκη να έχουν μαθήματα έτσι όπως θα έχει προκύψει η καταγραφή τους από μία σοβαρή ανάλυση και μελέτη.
Στο σημείο αυτό τονίζω ότι συχνά ακούω να γίνεται λόγος για την αυτονομία –άκουσα και τον προλαλήσαντα συνάδελφο Εισηγητή- που πρέπει να αναγνωρίσουμε στα σχολεία, στα γυμνάσια και στα λύκεια, γιατί την αναγνωρίζουμε και στα πανεπιστήμια. Να αναγνωρίσουμε αυτονομία, όχι για να επιλέγουν αυτούς που θα τους διοικήσουν -και θα εξηγήσω στη συνέχεια γιατί- αλλά να αναγνωρίσουμε, αν θέλετε, την αυτονομία, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, για τα μαθήματα τα οποία διδάσκουν, για τον καθορισμό της ύλης τους.
Δηλαδή, στη δική μου αντίληψη, θα έπρεπε ο νομοθέτης να καθορίζει τις γενικές αρχές, ο ειδικός επιστημονικός φορέας τα αναλυτικά προγράμματα και να αφήνει ένα περιθώριο προσαρμογής στα σχολεία, τα οποία ανάλογα με την παράδοσή τους, τις συγκεκριμένες δυνατότητές τους, τόσο από άποψη καθηγητών όσο και από άποψη μαθητών, θα προσαρμόζουν τα προγράμματα αυτά και θα ακολουθούν ή και θα ενισχύουν τις παραδόσεις τους ή τις επιλογές τους.
Να ανοίξουμε, λοιπόν, ένα δρόμο ώστε να φύγουμε από το μονόχνοτο της μίας και μοναδικής επιλογής, με ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται παντού, όπως το έχει αποφασίσει η Βουλή στις λεπτομέρειές του και το οποίο, σε τελική ανάλυση, οδηγεί τα παιδιά, με βάση και το ένα βιβλίο, στη μεγάλη συμφορά μας, δηλαδή στην αποστήθιση. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που «καίει» κυριολεκτικά τους εγκεφάλους των παιδιών μας, διότι τα «στεγνώνει» και τα στέλνει στο Πανεπιστήμιο έχοντας πλέον εξαντλήσει κάθε δυνατότητα να αναπτύξουν κριτική σκέψη.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να εκφράσω για τα μαθήματα μόνο ένα παράπονο, που δεν μας το έκανε κανένας φορέας. Είναι ότι τα Αρχαία Ελληνικά έχουν εξοβελιστεί από το γενικό πρόγραμμα παιδείας και είναι κρίμα. Είναι κρίμα τα Αρχαία Ελληνικά να τα εγκαταλείπουμε τελείως και αν μην μπορούμε να τα περιλάβουμε στο πρόγραμμα γενικών σπουδών.
Κύριε Υπουργέ, κάνω έκκληση να δείτε αυτό το ζήτημα, ώστε να μπορέσουν τα Αρχαία Ελληνικά να ξαναμπούν στο πρόγραμμα. Μέχρι φέτος διδάχτηκαν με βάση μία εγκύκλιο, την οποία είχε εκδώσει πριν από χρόνια η κ. Γιαννάκου.
Για το πρώτο Κεφάλαιο θα κλείσω λέγοντας ότι είναι αδύνατον να λειτουργήσει η παιδεία μας και τα σχολεία μας χωρίς να έχουμε αξιολόγηση. Διότι το 1/3 των δημοσίων υπαλλήλων μας είναι οι δάσκαλοί μας, οι καθηγητές μας και είναι αδύνατον να αφήσουμε να λειτουργεί ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων σε ένα τόσο σημαντικό σύστημα, όπως είναι το σύστημα της παιδείας, χωρίς η αξιολόγηση να έχει καθοριστικό χαρακτήρα.
Και αυτός ο προβληματισμός μάς οδηγεί στο δεύτερο Κεφάλαιο του νομοσχεδίου, αυτό που αναφέρεται στα Πειραματικά και στα Πρότυπα σχολεία. Έχουμε ήδη ακούσει πολλά πράγματα για το θέμα αυτό. Έχουμε ακούσει τα επιχειρήματα υπέρ και τα επιχειρήματα κατά.
Εγώ θα πω πρώτα, πρώτα ότι η έννοια της αριστείας έτσι όπως τη συζητάμε, φοβάμαι ότι δεν έχει γίνει αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο από εκείνους που υποστηρίζουν την κατάργηση των Προτύπων και από εκείνους που υποστηρίζουν τη διατήρησή τους.
Αριστεία δεν σημαίνει ότι περισυλλέγουμε, μαζεύουμε σε ένα χώρο τους μαθητές οι οποίοι έχουν 18/20 και 19/20 ή και 20/20 και τους βάζουμε όλους μαζί να είναι οι άριστοι των αρίστων μόνοι τους. Σημαίνει ότι κάνουμε μία επιλογή μαθητών με βάση όχι την αριστεία τους, όχι την επίδοσή τους αλλά τις δεξιότητές τους και ότι αυτές τις δεξιότητες, όταν τους επιτρέψουμε να μπουν σε ένα πρότυπο σχολείο, προσπαθούμε να τις αναδείξουμε ώστε να βγάλουμε ό,τι καλύτερο έχουν μέσα τους αυτοί οι μαθητές.
Δηλαδή, για να το πω απλά, να πάμε σε ένα παράδειγμα που θα το καταλάβουν όλοι. Εάν είχαμε ένα παιδί με ιδιαίτερο ταλέντο στο πιάνο, θα το στείλουμε να κάνει μάθημα μαζί με τα παιδιά που δεν ξέρουν μουσική, επειδή θέλουμε να έχουμε στην ίδια τάξη τους άριστους και τους μη άριστους; Ένα παιδί που έχει μια τέτοια δεξιότητα, θα το βοηθήσουμε να πάει σε ένα σχολείο που είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες του για να μπορέσει να αναδείξει τα ταλέντα του. Mutatis mutandis το ίδιο ισχύει για όλους τους κλάδους.
Και υπογραμμίζω ότι στα Πρότυπα -εάν δείτε- ο μέσος όρος βαθμολογίας τους, δεν είναι 18,19 και 20. Είναι 14 ή 15. Τα παιδιά που είναι στα Πρότυπα, είναι παιδιά που έχουν ικανότητα, την οποία μπορούν τα Πρότυπα να αναδείξουν. Τίποτα παραπάνω. Υπό αυτή την έννοια μιλάμε για αριστεία. Να μην γίνεται, λοιπόν, σύγχυση του τύπου ότι θέλουμε τους άριστους διασκορπισμένους σε όλα τα σχολεία, διότι κάτι τέτοιο δεν θίγεται από την ύπαρξη των Προτύπων.
Επειδή ακούγεται συχνά ότι τι είδους πειραματισμό θα κάνουμε εάν το δείγμα δεν είναι τυχαίο, απαντώ με δύο σκέψεις. Η πρώτη σκέψη είναι ότι το δείγμα δεν είναι τυχαίο, όταν ανακατεύουμε τους πάντες στο δείγμα. Διότι ακόμα και το λεγόμενο τυχαίο δείγμα πρέπει να αναφέρεται σε ένα υποκείμενο το οποίο έχει κάποια ενότητα.
Δεν βλάπτει, λοιπόν, να έχουμε μια επιλογή στη βάση ακόμα και αν θέλουμε να έχουμε Πειραματικά σχολεία. Διότι και τον πειραματισμό πρέπει να τον κάνουμε πάνω σε παιδιά τα οποία έχουν ένα επίπεδο. Για τα παιδιά εκείνα που παρουσιάζουν δυσκολίες, θα γίνει άλλος πειραματισμός σε άλλο επίπεδο.
Όλα τα παιδιά έχουν την αξία τους. Και ένα παιδί το οποίο δεν διακρίνεται ή στα Μαθηματικά ή στα Αρχαία ή στη Φυσική δεν σημαίνει ότι υστερεί κάπου, γιατί μπορεί να διακρίνεται σε έναν άλλο κλάδο, στα τεχνικά ζητήματα ή στις δεξιότητες που έχουν να κάνουν με τα χέρια του, με την τέχνη. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι κάτι αρνητικό. Πρέπει, όμως, ο κάθε κλάδος να αντιμετωπίζεται ανάλογα με τις δικές του ανάγκες.
Δεν νομίζω ότι η έννοια του Προτύπου αποκλείει την έννοια του Πειραματικού. Θα μπορούσαμε, κύριε Υπουργέ, αφού επιμένετε στη διάκριση, να κρατήσουμε τα Πρότυπα -και όχι μόνο τα τέσσερα που κρατήσατε και βεβαίως και το πέμπτο που αποκλείστηκε της Ζωσιμαίας στα Ιωάννινα διότι όχι μόνο αποκλείεται χωρίς λόγο η σχολή αυτή, αλλά επιπλέον δεν έχουμε κανένα Πρότυπο στην επαρχία, έχουμε μόνο στην Αθήνα, οπότε είναι και από εκεί αδικία- και να τα επεκτείνουμε, όπως το είχε κάνει ο νόμος Διαμαντοπούλου. Δηλαδή, να προβλέψουμε ότι θα λειτουργήσουν Πρότυπα σε όλους τους νομούς. Και θα μπορούσαμε παράλληλα να έχουμε και Πειραματικά σχολεία, τα οποία θα μπορούσαν να είναι σχολεία με περισσότερες πειραματικές εφαρμογές και πιλοτικά προγράμματα. Δεν βλέπω, λοιπόν, γιατί το ένα βλάπτει το άλλο.
Νομίζω ότι είναι σημαντικό, επίσης, να τονίσουμε ως προς τις επιλογές που γίνονται σε αυτό το Κεφάλαιο ότι είναι εξαιρετικά ατυχής η επιλογή του διευθυντή των Προτύπων να γίνεται κατά τον τρόπο που προβλέπει ο νόμος.
Διότι όταν τοποθετηθούν στο Πρότυπο διευθυντές οι οποίοι δεν συνάδουν ως προς τη νοοτροπία τους με τη νοοτροπία του Προτύπου, προφανώς η διεύθυνση που θα ασκήσουν θα βλάψει τη λειτουργία του Προτύπου.
Είναι πολύ σημαντικό για τα Πρότυπα να διατηρηθεί η επιλογή των διευθυντών μετά από μια διαδικασία αξιοκρατική. Είναι σημαντικό να υπάρχει αξιολόγηση των καθηγητών και να υπάρχει επιλογή σύμφωνα με μια διαδικασία ειδική και αξιοκρατική. Και φυσικά είναι σημαντικό να υπάρχει και η επιλογή των μαθητών. Αλλά πάνω και από τους μαθητές έχει σημασία ο διευθυντής και οι καθηγητές.
Σημειώνω ότι η εξαφάνιση των Προτύπων θα οδηγήσει μοιραία στο να στερηθούν τα παιδιά εκείνα τα οποία ανήκουν σε οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες τη δυνατότητα να φοιτήσουν όπως τους αξίζει, ενώ εκείνοι που έχουν τα μέσα θα στραφούν στην ιδιωτική παιδεία. Είναι πραγματικά κρίμα.
Πρόταση στο σημείο αυτό να αυξήσουμε τα Πρότυπα, να έχουμε ένα Πρότυπο ανά νόμο, να διατηρήσουμε την επιλογή των διευθυντών και του προσωπικού και των μαθητών και να δημιουργήσουμε συγχρόνως μία σειρά καθαρή Πειραματικών.
Τρίτο κεφάλαιο η επιλογή διευθυντών σχολικών μονάδων. Είναι παγκόσμια πρωτοτυπία να αναθέτουμε στους δασκάλους και στους καθηγητές να εκλέγουν αυτούς που θα τους διευθύνουν. Διότι ο καθένας καταλαβαίνει ότι είναι ανθρώπινο να προτάσσονται ιδέες και μικροσυμφέροντα, τα οποία δεν έχουν καμμία σχέση με την παιδεία.
Το Σύνταγμά μας προβλέπει αυτοδιοίκηση για τα πανεπιστήμια και η αυτοδιοίκηση σημαίνει ότι τα πανεπιστήμια διοικούνται από όργανα που επιλέγουν τα ίδια, με βάση βέβαια πάντα το πλαίσιο που καθορίζει ο νομοθέτης, αλλά μην ξεχνάτε ότι, όχι μόνο επειδή το λέει το Σύνταγμα, αλλά και επειδή η ουσία των πραγμάτων το επιβάλλει, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές στα γυμνάσια δεν μπορούν να επιλέγουν τους δικούς τους, διότι δεν μπορούν να έχουν αυτοδιοίκηση. Ούτε μπορούν ούτε είναι επιθυμητό ένα τέτοιο σύστημα.
Δεν θέλουμε να έλθουμε σε συστήματα συναλλαγής, δεν θέλουμε να έλθουμε σε συστήματα συνδικαλιστικής προτίμησης, ούτε σε κομματικούς εναγκαλισμούς. Είδαμε τι έγινε με τους δεκατρείς Περιφερειακούς Διευθυντές και καταλάβαμε πώς αντιλαμβάνεται η Κυβέρνηση την επιλογή των διευθυντών. Φοβάμαι ότι τα ίδια και χειρότερα θα δούμε στα σχολεία. Και υπογραμμίζω ότι η επιλογή των διευθυντών σχολικών μονάδων θα καθορίσει και την επιλογή των διευθυντών εκπαίδευσης, οπότε θα έχουμε μία αλυσίδα. Και αν σημειώσετε αυτά που συνέβησαν και με τους Περιφερειακούς Διευθυντές θα έχετε μία πλήρη εικόνα.
Άκουσα σήμερα το πρωί τον κύριο Πρωθυπουργό, ο οποίος είπε ότι η Κυβέρνηση αγωνίζεται να απονείμει εύσημα για την τήρηση των νόμων. Το καταλάβαμε πολύ καλά αυτό, όταν είδαμε τι έκανε με τους Περιφερειακούς Διευθυντές. Εδιάλεξε αυτούς που είχαν περισσότερο από κάθε άλλον αντισταθεί στην εφαρμογή των νόμων. Είναι αυτοί ακριβώς οι οποίοι εμπόδιζαν την εφαρμογή των νόμων όταν έπρεπε να εφαρμόσουν τους νόμους και επιβραβεύτηκαν με το να γίνουν Περιφερειακοί Διευθυντές. Ιδού, λοιπόν, ποια είναι τα παράσημα για την τήρηση της νομιμότητας.
Για να είμαι ειλικρινής -δεν μου αρέσουν τα μασημένα λόγια- και στο παρελθόν το σύστημα δεν ήταν ικανοποιητικό. Οιεπιλογές γινόντουσαν πολλές φορές με συστήματα τα οποία δεν ήταν τα καλύτερα. Δεν έχουμε σε αυτό δυσκολία να το παραδεχτούμε.
Πρόταση δική μας στο σημείο αυτό, κύριε Υπουργέ, να φύγουμε, λοιπόν, απ’ τα συστήματα αυτά και να φτιάξουμε ένα παράρτημα στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης ή μια καινούργια σχολή, να παράγουμε στελέχη εκπαιδευτικής διοίκησης, δηλαδή ό,τι γίνεται σε όλα τα πολιτισμένα κράτη του κόσμου και να έχουμε μία διαδικασία αξιοκρατική, ανθρώπους οι οποίοι έχουν ξεφύγει από τα κόμματα, οι όποιοι έχουν ταλέντο, έχουν αναδειχθεί, έχουν κριθεί και θα μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους χωρίς να ανήκουν σε κανέναν.
Στη Γαλλία,, για παράδειγμα έχουμε συχνά ανθρώπους οι οποίοι ανήκουν σε ένα σχολείο στο νότο και φεύγουν και πάνε στο βορρά. Θα πρέπει και η κινητικότητα μεταξύ των ανθρώπων αυτών να ανοίξει.
Επειδή ο χρόνος έχει τελειώσει –σε ένα λεπτό θα έχω ολοκληρώσει, κύριε Πρόεδρε- δύο λόγια μόνο για ένα θέμα το οποίο είναι πολυσυζητημένο, δηλαδή για το θέμα των «αιωνίων» φοιτητών.
Δεν είναι το ζήτημα αν οι «αιώνιοι» φοιτητές βαρύνουν ή δεν βαρύνουν το πανεπιστήμιο. Λέω «αιώνιοι» φοιτητές, παρ’ ότι δεν μου αρέσει ο όρος και συγχωρήστε μου τη χρήση, για λόγους ευκολίας στην επικοινωνία. Γιατί δεν θέλουμε τους αιώνιους φοιτητές; Διότι υπάρχει ένα ζήτημα ουσίας: Οι σπουδές πρέπει να ολοκληρώνονται μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Το έχω πει και άλλοτε, δεν μπορείς να αρχίζεις ιατρική το 1990 με τις γυάλινες ενέσεις και να την τελειώνεις το 2015 με τις ενέσεις που γίνονται με τρόπους πλέον εντελώς διαφορετικούς. Το λέω λιγάκι ανεκδοτικά για να το καταλάβουμε. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις νομικά το 1990 και να τελειώσεις το 2015 που έχουν αλλάξει όλοι οι νόμοι.
Οι σπουδές πρέπει να γίνονται σε ένα διάστημα από τέσσερα έως έξι χρόνια, όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο, με ειδική παράταση για τους εργαζομένους και για τους ασθενείς. Επειδή άκουσα τον κύριο Πρωθυπουργό το πρωί να λέει ότι δίνουμε την ευκαιρία σε αυτούς που δεν μπόρεσαν να τελειώσουν, να τελειώσουν, όποιος έχει δυσκολία να έχει τη δυνατότητα να διακόψει τις σπουδές του και να τις επαναλάβει όταν θα είναι σε θέση να το κάνει και θα πρέπει η πολιτεία να βοηθά τους οικονομικά ασθενέστερους να τα βγάζουν πέρα με τις σπουδές τους.
Στο σημείο αυτό προτείνω -επειδή από τους λεγόμενους «αιώνιους» το 95% ούτε ενδιαφέρεται ούτε πρόκειται να επανέλθει, ενώ βαραίνει τα πανεπιστήμια και τα εμφανίζει και στο εξωτερικό με αριθμούς οι οποίοι είναι φανταστικοί και που τα βλάπτουν διότι τα εμφανίζουν να έχουν ψευδείς δηλώσεις και εικόνες- να δοθεί η ευκαιρία σε αυτούς οι οποίοι θέλουν να επιστρέψουν, να επιστρέψουν, να τους δώσουμε ένα τρίμηνο να κάνουν δήλωση επιστροφής, να επικαιροποιηθεί το πρόγραμμα σπουδών τους από την αρμόδια σχολή και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στον χρόνο που θα τους τάξουν οι σχολές τους. Δεν είναι η διάκριση τιμωρητική για τα παιδιά που έχουν φύγει.
Θα ήταν αλήθεια ενδιαφέρον να κάνουμε έναν υπολογισμό και να δούμε πόσοι άραγε από τις προηγούμενες, από τις σημερινές κυβερνήσεις, από το Κοινοβούλιο έχουν πάρει τα πτυχία τους στα τέσσερα, πέντε ή έξι χρόνια και όσοι καθυστέρησαν και τα πήραν στα οκτώ και στα δέκα τι έκαναν τα χρόνια που έμειναν παραπάνω στο πανεπιστήμιο; Μήπως έκαναν ό,τι είδαμε να κάνει και ο φοιτητής που μας πασάλειψε με τα σκουπίδια στο κεφάλι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών; Αυτού του τύπου τους ανθρώπους θέλουμε να προωθήσουμε αργότερα στην πολιτική; Αυτούς έχουμε προωθήσει μέχρι σήμερα; Καλώ τον καθένα να κάνει την εξέταση αυτή μόνος του και να καταλήξει στα συμπεράσματά του.