Η αποκάλυψη ότι η Cisco έχει τη δυνατότητα να συλλέγει και να αξιοποιεί δεδομένα χρήσης από την τηλεκπαίδευση χιλιάδων μαθητών και εκπαιδευτικών δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Από την αρχική ανακοίνωση της συμφωνίας της κυβέρνησης με το συγκεκριμένο κολοσσό για τις ανάγκες της τηλεκπαίδευσης, μια σειρά εκπαιδευτικά σωματεία, φορείς γονέων, είχαν εγείρει προβληματισμούς σε σχέση με την παράδοση του ευαίσθητου τομέα της τηλεκπαίδευσης σε μια πολυεθνική.
Του Νέστορα Ξυλά*
Η κυβέρνηση γνώριζε πολύ καλά που βάδιζε και αυτό σήμερα φαίνεται καθαρά από την ίδια τη συμφωνία που ήρθε στο φως της δημοσιότητας. Την ίδια στιγμή είναι τουλάχιστον υποκριτικά τα δάκρυα της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, που μπορεί να απαιτούσε από τη ΝΔ να δώσει στη δημοσιότητα τη σύμβαση ή να «διαρρηγνύει τα ιμάτιά του» σήμερα, όμως «προδόθηκε» από την ίδια την υπουργό κ. Κεραμέως όταν η ίδια δήλωνε για τις άδειες χρήσης του προγράμματος τηλεδιασκέψεων ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ, έργο του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και της Κοινωνίας της Πληροφορίας: «Το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ το οποίο εξασφαλίζει άδειες τηλεδιασκέψεων για το Δημόσιο που περιλαμβάνει και προϊόντα CISCO και το οποίο αξιοποιούμε σήμερα, ξέρετε από ποιον και πότε υπεγράφη; Από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τρεις ημέρες πριν τις εκλογές… ως κυβέρνηση αγοράζατε άδειες τηλεδιασκέψεων και προϊόντα τηλεδιασκέψεων CISCO!».
Από αυτά επιβεβαιώνεται ό,τι είναι ήδη γνωστό, σκανδαλώδες και «φυσιολογικό» στο πλαίσιο της ιδιοκτησίας τέτοιων εργαλείων από μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους: Ότι η χρήση των υπηρεσιών τους από εκατομμύρια χρήστες, προϋποθέτει από τους όρους χρήσης κιόλας, στα «ψιλά γράμματα», ότι διατηρούν κάθε δικαίωμα στη χρήση και επεξεργασία δεδομένων από αυτή τη χρήση για δικούς τους επιχειρηματικούς σκοπούς.
Στη σύμβαση αναφέρεται ρητά ότι «η Cisco μπορεί να αποκαλύψει δεδομένα τηλεμετρίας και δεδομένα υποστήριξης σε τρίτους…», ότι η Cisco μπορεί να χρησιμοποιεί αυτά τα δεδομένα «…για δικούς της επιχειρηματικούς σκοπούς χωρίς απόδοση ή αποζημίωση στον πελάτη…». Για τον ίδιο λόγο μπορεί να κάνει χρήση και για τα «Διοικητικά Δεδομένα» ενώ «…η Cisco δεν υποχρεούται να επιστρέψει ή να καταστρέψει προστατευμένα δεδομένα που αποτελούν δεδομένα διαχείρισης…». Τα δεδομένα αυτά η Cisco μπορεί να τα μεταπωλεί σε τρίτους ακόμα και στην ίδια την ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη σύμβαση, η Cisco υποχρεώνεται να «αποπροσωποποιήσει» τα δεδομένα πριν κάνει χρήση τους, δηλαδή να μην προκύπτει από αυτά η ταυτοποίηση φυσικού προσώπου γεγονός που προβλέπεται από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικών Δεδομένων (GDPR)1. Τα αποπροσωποποιημένα δεδομένα όμως είναι ακριβώς το ζητούμενο για κάθε εταιρία. Σύμφωνα με τον GDPR τα δεδομένα αυτά θεωρούνται μη-προσωπικά. Μετατρέπονται έτσι σε πολύτιμα προς χρήση με βάση τη στατιστική τους αξία για το κεφάλαιο. Είναι ακριβώς αυτά τα δεδομένα που αποτελούν «χρυσορυχείο» για τις εταιρίες για την εύκολη βελτίωση των υπηρεσιών – εμπορευμάτων τους και για τη χρήση τους για εμπορικούς σκοπούς.
Κύριε «με πέταξε έξω»… και άλλες προκλήσεις
Αποτελεί πρόκληση για εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές το στοιχείο που ήρθε στη δημοσιότητα (σύμβαση 9/11/2020) ότι η δωρεάν παραχώρηση των υπηρεσιών της Cisco περιορίζονταν σε «16.000 ταυτόχρονες συναντήσεις με 400.000 συμμετέχοντες»! Αυτό η κυβέρνηση το γνώριζε και «έκανε την πάπια» στον αγώνα χιλιάδων εκπαιδευτικών και των οικογενειών τους να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές δυσκολίες «του συστήματος». Μαζί βέβαια με τις τεράστιες ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή που ακόμα η κυβέρνηση «καλύπτει»…
Πρόκληση αποτελεί και η διαφήμιση περί «δωρεάν» αξιοποίησης των υπηρεσιών που σήμερα καταρρίπτεται αφού αυτό που συνέβη ήταν «απλώς» μια τροποποίηση παλαιότερων συμβάσεων με την Κινεζική Huawei, που πλήρωνε το ελληνικό δημόσιο με το ποσό περίπου των 2 εκ €! H ίδια η κυβέρνηση παραδέχτηκε, ότι η δωρεάν χρήση αφορούσε το διάστημα μέχρι το Γενάρη του 2021 αλλά όχι όσο υπάρχει η ανάγκη χρήσης των αντίστοιχων υπηρεσιών.
Η μεταστροφή αυτή δεν έχει μονάχα την οικονομική της σημασία αλλά κυρίως την πολιτική της σημασία στο πλαίσιο των ανταγωνισμών των Αμερικανικών έναντι των Κινέζικων μονοπωλίων στις τηλεπικοινωνίες. Σχετίζεται με τους ανταγωνισμούς μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και είναι συνέχεια του «Στρατηγικού Διαλόγου» με τις ΗΠΑ που εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ και αφορούσε συγκεκριμένες παρεμβάσεις και στην εκπαίδευση για την «άμβλυνση του αντιαμερικανισμού» στην Ελλάδα. Αποτελεί επιλογή στο φόντο των σφοδρών ανταγωνισμών ΗΠΑ – Κίνας για την ανάπτυξη της αγοράς των δικτύων 5G, που θα δώσουν προβάδισμα και ταυτόχρονα πρόσβαση σε σειρά δεδομένων σε όποιον επιχειρηματικό όμιλο και κράτος διεισδύσει στις χώρες της περιοχής.
Το μεγάλο «σκάνδαλο» έγκειται στο ότι δαπανήθηκαν εκατομμύρια ευρώ από τα χρήματα του ελληνικού λαού για την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση στην Ελλάδα σε συνθήκες διαχρονικής υποχρηματοδότησης της Παιδείας ταυτόχρονα με τη δυνατότητα της Cisco να αξιοποιεί τα στατιστικά δεδομένα χρήσης που προκύπτουν από τη χρήση των υπηρεσιών της για να κερδίζει πολλαπλά, ακόμα και όταν δεν τα μεταπωλήσει. 1,5 εκατομμύριο χρήστες δίνουν «δωρεάν» πληροφορία, που η Cisco χρησιμοποιεί για να αναπτύξει, να εξελίξει και να κάνει πιο «εύχρηστες» τις εφαρμογές της, με στόχο το κέρδος!
Η υποκρισία όσων στηρίζουν την επιχειρηματική δράση στην εκπαίδευση
Αυτά υπηρέτησε τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση όταν θεωρούσε «επανάσταση» την ανωνυμοποίηση δεδομένων μέσω του GDPR της ΕΕ, όσο σήμερα και η ΝΔ. Το ίδιο κάνουν και όλα τα Κόμματα που αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως ένα προνομιακό πεδίο δράσης για το κεφάλαιο.
Αυτά τα Κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΜΕΡΑ25) τον Αύγουστο του 2019 ψήφισαν το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τα προσωπικά δεδομένα, το οποίο καθιέρωνε γενικευμένο φακέλωμα, ενσωματώνοντας και αντίστοιχη ευρωενωσιακή Οδηγία, όπου επιτρεπόταν στον εργοδότη να υποβάλλει τα δεδομένα του εργαζόμενου σε επεξεργασία «για σκοπούς της σύμβασης εργασίας, εφόσον είναι απαραίτητο για τη σύναψη σύμβασης εργασίας ή μετά τη σύναψη εργασίας για την εκτέλεσή της ή την καταγγελία της». Επιτρέπονταν η παρακολούθηση των εργαζομένων από κάμερες, ορίζοντας πως τα δεδομένα που συλλέγονται «δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως αποκλειστικά(!) κριτήρια για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας του εργαζόμενου» ενώ τους δινόταν η δυνατότητα επεξεργασίας ακόμα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων όπως η φυλετική και εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, τα γενετικά και βιομετρικά δεδομένα, την υγεία, τη σεξουαλική ζωή και το γενετήσιο προσανατολισμό, τις ποινικές καταδίκες).
Τεχνολογία με γνώμονα το κέρδος ή την ικανοποίηση των σύγχρονων μορφωτικών αναγκών
Οι διαχρονικές αντιλαϊκές πολιτικές από όλες τις κυβερνήσεις, δεν πρέπει να αφήνουν κανένα περιθώριο αυταπατών ότι αυτό που μπορεί να αποτελεί «τεχνολογική ευχή», στα χέρια των εκπροσώπων της αστικής τάξης και της καπιταλιστικής αγοράς, μετατρέπονται σε κατάρα για τα συμφέροντα των εκπαιδευτικών και του λαού.
Αποτελεί γενικά σπουδαία τεχνολογική δυνατότητα να μπορείς να αποτυπώνεις δεδομένα σε μεγάλο όγκο και στη συνέχεια μέσω επεξεργασίας με εξελιγμένο λογισμικό να παίρνεις τις βέλτιστες αποφάσεις για την πρόοδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η τεχνολογία αυτή βρίσκει ήδη εφαρμογή σε μια σειρά από πεδία όπως στην Υγεία2, τη σεισμολογία κ.α. Αυτό που λείπει είναι ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας, της παραγωγής, της κοινωνίας ώστε οι δυνατότητες αυτές να απαντήσουν στις εκπαιδευτικές και λαϊκές ανάγκες και όχι στις ανάγκες της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Σήμερα η αξιοποίηση αυτή μπορεί να υπηρετεί τη στοχευμένη διαφήμιση, τη βελτίωση εμπορευμάτων για την υπερπαραγωγή και που οδηγεί στις κρίσεις. Υπηρετούν τον έλεγχο, το φακέλωμα, την καταστολή του λαού.
Οι ίδιες οι εξελίξεις θέτουν μεγάλα ερωτήματα για το σήμερα και το αύριο για την κοινωνική αναγκαιότητα οι καινοτομίες και οι νέες τεχνολογίες να γίνουν πραγματικό φάρμακο για την κοινωνία και όχι φαρμάκι στα πλαίσια αυτής της οικονομίας. Οι ίδιες οι εξελίξεις αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα σύγκρουσης με αυτά τα μεγάλα συμφέροντα, με τις πολιτικές και τα κόμματα που τα στηρίζουν.
Το κίνημα των εκπαιδευτικών, οι Σύλλογοι και οι ΕΛΜΕ, σε συντονισμό με τους φορείς των γονέων και τους μαθητές χρειάζεται σήμερα να δυναμώσουν τον αγώνα, να θέσουν στο επίκεντρο του καθημερινού αγώνα τις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες.
Όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας ήρθαν στην επιφάνεια τα τεράστια προβλήματα των σχολείων για τα οποία ευθύνονται διαχρονικά όλα τα αστικά κόμματα, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ ως κυβερνήσεις δημιούργησαν τα σημερινά «χάλια» σήμερα κοκορομαχούν και αποπροσανατολίζουν τους εργαζόμενους «προσωποποιώντας» τα κοινά προβλήματα της πολιτικής τους παρουσιάζοντάς τα ως επιλογές «υπουργών» και «λάθος επιλογών».
Οι υποδομές των σχολείων, οι δημόσιες υποδομές αλλά και τα τεχνολογικά μέσα δεν ήταν επαρκή για να καλύψουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες μαθητών και εκπαιδευτικών. Για αυτό και αναζητήθηκαν λύσεις σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις δημόσιες ευχαριστίες της πολιτικής ηγεσίας του υπ. Παιδείας σε 3 μεγαθήρια της πληροφορικής (Microsoft, Google, Cisco). Η διαχρονική απαξίωση των δημόσιων υποδομών, αλλά και της ανάπτυξης λογισμικού από επιστήμονες που ήδη υπάρχουν στα σχολεία και τα Πανεπιστήμια (και ακόμα περισσότεροι που μπορούν να προσληφθούν αντί να δίνονται με τη σέσουλα τα εκ. € στα μονοπώλια) έχει την υπογραφή όλων των κυβερνήσεων. Είναι χαρακτηριστική η κατάσταση του ΠΣΔ αλλά και στα ίδια τα σχολεία που σχεδόν πάνω από τις μισές σχολικές αίθουσες δεν έχουν καν διαδίκτυο. Το ίδιο το ΠΣΔ είχε δυνατότητα για τηλεδιασκέψεις ανάμεσα στα μέλη του, χωρίς να εμπλέκονται ιδιωτικές εταιρίες και να παραχωρούνται προσωπικά δεδομένα, όμως αυτές περιορίζονταν σε μόλις 500 ταυτόχρονες τηλεδιασκέψεις.
Μετά τη δημοσιοποίηση της «αμαρτωλής» σύμβασης της Cisco αποδεικνύεται ότι η ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας δεν είχε στο μυαλό της πως θα αντιμετωπίσει τα εκπαιδευτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν μέσα στην πανδημία.
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα πολλαπλά «σκάνδαλα» αυτών των ημερών.
Το γεγονός ότι δεν πάρθηκαν μέτρα για την υγιεινή και την ασφάλεια στα σχολεία, τους χώρους δουλειάς και τα ΜΜΜ. Ότι ακόμα και σήμερα με χιλιάδες κρούσματα και διασωληνωμένους η κυβέρνηση δεν «αγγίζει» τα ιδιωτικά μεγαθήρια της Υγείας.
Το γεγονός ότι για μήνες τα σχολεία παραμένουν κλειστά, με τους μαθητές πίσω από μία οθόνη (όσοι έχουν πρόσβαση) και τους εκπαιδευτικούς, χωρίς καμία στήριξη, να προσπαθούν να κρατήσουν ανοιχτό το δίαυλο της παιδαγωγικής σχέσης.
Τα τεράστια εκπαιδευτικά, κοινωνικά και ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα που διογκώνονται από το συνεχόμενο εγκλεισμό και την αναστολή λειτουργίας των σχολείων.
Τώρα είναι η ώρα να δυναμώσει ο αγώνας στο χώρο της εκπαίδευσης. Μαζί με την απαίτηση να ανοίξουν τα σχολεία με υγιεινή και ασφάλεια, με μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, χρειάζεται να δυναμώσει η διεκδίκηση για την αναβάθμιση των τεχνολογικών και συνολικά των υποδομών, για απεμπλοκή των ιδιωτών σε αυτή τη διαδικασία, για αξιοποίηση της τεχνολογίας ως βοηθητικού εργαλείου στην εκπαίδευση και όχι ως αντικαταστάτη της δια ζώσης διδασκαλίας και μετατροπής του εκπαιδευτικού ως «επόπτη», για την προστασία της ιδιωτικότητας των χρηστών και όχι για την εκμετάλλευσή τους για εμπορικούς ή άλλους σκοπούς, που αντικειμενικά εμπλέκουν την εκπαίδευση στις ανάγκες της αγοράς.
*Ο Νέστορας Ξυλάς είναι δάσκαλος Πληροφορικής, συνδικαλιστής με την Αγωνιστική Συσπείρωση Εκπαιδευτικών στο Σύλλογο Δασκάλων και Νηπιαγωγών Χίου