Στις 15 Ιουλίου 2015 δόθηκε στη δημοσιότητα η νέα Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η κ. Σαββίδου, με αφορμή την υποβολή κάποιων παραπόνων στο Γραφείο της, επανέρχεται στα θέματα της απαλλαγής μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών, της διεξαγωγής σχολικών εκκλησιασμών και της οργάνωσης εξομολογήσεων στα σχολεία.
Μιλά για «πρακτικές που δεν διασφαλίζουν την ουδετερότητα της πολιτείας, αλλά αντίθετα θέτουν εμπόδια στον σεβασμό της ελευθερίας σκέψης, έκφρασης και συνειδήσεως στο σχολικό περιβάλλον». Ενώ αναγνωρίζει ότι ορθά η θρησκευτική αγωγή έχει ενσωματωθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα, επιχειρεί να χαράξει κατευθυντήριες γραμμές για το πώς πρέπει να διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών.
Μιλά για «πρακτικές που δεν διασφαλίζουν την ουδετερότητα της πολιτείας, αλλά αντίθετα θέτουν εμπόδια στον σεβασμό της ελευθερίας σκέψης, έκφρασης και συνειδήσεως στο σχολικό περιβάλλον». Ενώ αναγνωρίζει ότι ορθά η θρησκευτική αγωγή έχει ενσωματωθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα, επιχειρεί να χαράξει κατευθυντήριες γραμμές για το πώς πρέπει να διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών.
Παρά το ότι για τα θέματα αυτά έχει γίνει εκτεταμένη συζήτηση και στο παρελθόν (Μάιος 2011, Σεπτέμβριος 2013), θα ήθελα να υπενθυμίσω κάποια δεδομένα, τα οποία η Επίτροπος φαίνεται ότι εξακολουθεί να παραβλέπει, αφήνοντας έτσι να αιωρούνται εσφαλμένες εντυπώσεις και να εκτίθεται η Κυπριακή Πολιτεία:
α. Με βάση το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατοχυρώνεται σε όλα τα Συντάγματα των χωρών της Ευρώπης η ίση μεταχείριση όλων των θρησκειών. Κάθε κράτος έχει τη δυνατότητα να καθορίζει ελεύθερα τις σχέσεις του με τις Εκκλησίες ή να καθορίζει υπερέχουσα ή κρατική μια ορισμένη Θρησκεία ή Εκκλησία και ν’ αναγνωρίζει σ’ αυτήν ορισμένα προνόμια. Επίσης κάθε κράτος δικαιούται να θεσπίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την αναγνώριση Θρησκειών και να μην αναγνωρίζει όσες Θρησκείες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.
β. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 2) αναγνωρίζει δύο Κοινότητες, την Ελληνική και Τουρκική και τα θέματα παιδείας, θρησκείας και πολιτισμού ανήκουν στις δύο Κοινοτικές Συνελεύσεις (Άρθρο 20). Μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι αρμοδιότητες αυτές μεταβιβάστηκαν στο ιδρυθέν τότε υπουργείο Παιδείας. Το ίδιο άρθρο του Συντάγματος, μιλά για το δικαίωμα των γονιών να εξασφαλίζουν στα παιδιά τους εκπαίδευση που συνάδει προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Η πλειονότητα της Ελληνοκυπριακής κοινότητας ασπάζεται το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα και κατά συνέπεια κάθε προσπάθεια παρεμπόδισης ή αλλοίωσης της νυν προσφερόμενης θρησκευτικής εκπαίδευσης, παραβιάζει το δικαίωμα αυτό.
γ. Το Μάθημα των Θρησκευτικών κατοχυρώνεται απόλυτα και από το Άρθρο 2 του Πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η διάταξη αυτή αναφέρει ότι αν το Μάθημα των Θρησκευτικών το ζητούν οι γονείς των μαθητών (όλοι ή ένα μέρος τους), το Κράτος είναι υπόχρεο να το διδάσκει στα σχολεία του. Το πώς θα διδάσκεται και το αν αυτό θα είναι υποχρεωτικό διαφέρει από χώρα σε χώρα κι εξαρτάται από τις πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις κάθε λαού.
δ. Επιπλέον υπάρχει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ημερομηνίας 15/6/2010 (Υπόθεση Grzelak εναντίον Πολωνίας, προσφυγή Νο 7710/2002) που λέει: «ανάγεται στο εθνικό περιθώριο εκτιμήσεως, που αναγνωρίζεται στα κράτη στο άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, να αποφασίσουν αν θα εισάξουν το Μάθημα των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία κι αν ναι, ποιο ειδικότερο σύστημα (διδασκαλίας) θα υιοθετήσουν».
ε. Αναφορικά με τη θέση της Επιτρόπου ότι στους λόγους απαλλαγής θα πρέπει να περιληφθούν και οι «λόγοι συνειδήσεως», αρκετά κατατοπιστική είναι η θέση του δρος Συνταγματικού Δικαίου Γ. Κρίππα : «Απαλλαγή από το Μάθημα των Θρησκευτικών δικαιούνται να ζητήσουν μόνο όσοι είναι αλλόθρησκοι ή άθεοι. Πρέπει, όμως να αιτιολογήσουν την άρνησή τους αυτή. Αλλιώς υποβάλλουν ψευδή δήλωση ενώπιον δημόσιας αρχής και κατά συνέπεια διώκονται ποινικά.» Κατά τον ευπαίδευτο νομικό, όσοι υποδεικνύουν σε Ορθόδοξους Χριστιανούς μαθητές να προβούν σε τέτοια ενέργεια θα πρέπει να θεωρούνται ηθικοί αυτουργοί στο έγκλημα της ψευδούς δήλωσης.
Στα συγκεκριμένα παράπονα που υποβλήθηκαν θα μπορούσα ως μάχιμος εκπαιδευτικός να βεβαιώσω τα εξής:
1. Οι εκκλησιασμοί που οργανώνονται 2-3 φορές τον χρόνο ασφαλώς εντάσσονται στους στόχους του Μαθήματος των Θρησκευτικών, που είναι να προσφέρει, ανάμεσα σ’ άλλα, και δυνατότητες βίωσης του Λειτουργικού ήθους της Εκκλησίας μας. Εξ όσων γνωρίζω κανένας αλλόθρησκος ή ετερόδοξος δεν εξαναγκάζεται να πάρει μέρος. Υπενθυμίζω ότι η παρεχόμενη θρησκευτική εκπαίδευση στον τόπο μας με βάση το Σύνταγμα είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική και η στέρηση της αγωγής αυτής θα ήταν παραβίαση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας των μαθητών μας που ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
2. Η παρουσία του Ορθόδοξου κληρικού, ο οποίος όχι μόνο εξομολογεί όσα παιδιά επιθυμούν, αλλά ακούει και τα προβλήματά τους, ασφαλώς ενοχλεί κάποιους. Πολλοί μαθητές, εντούτοις, ωφελούνται από την επικοινωνία αυτή. Η επίσκεψη του ιερέα, όπως και του Επισκόπου -στη Μητροπολιτική περιφέρεια Λεμεσού αυτό έχει καταστεί θεσμός- εκφράζουν το ποιμαντικό ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τα παιδιά της. Σεβαστές οι πεποιθήσεις του καθενός, αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να στερήσουμε από τα παιδιά μας το δικαίωμα να γνωρίσουν και να βιώσουν την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη τους. Ιδιαίτερα σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες που περνά η Πατρίδα και η κοινωνία μας.
Με όλο τον σεβασμό στον Θεσμό, θα θέλαμε να υποδείξουμε στην Επίτροπο Διοικήσεως ότι υπάρχουν πλείστοι όσοι τομείς στους οποίους μπορεί να συμβάλει θετικά, και σε αρκετούς το κάνει, υπηρετώντας τους πολίτες αυτού του Κράτους. Ας αφήσουμε ήσυχο το Μάθημα των Θρησκευτικών, ο σκοπός του οποίου είναι κατεξοχήν ηθοπλαστικός και το οποίο θα διδάσκεται, όπως απαιτεί η πλειονότητα των πολιτών και όχι όπως επιζητούν κάποιες μειονοτικές ομάδες.
* Θεολόγος-Φιλόλογος-MTh.
Αντρέας Α. Στυλιανίδης