Το ζήτημα των κενών στα σχολεία είναι ένα θέμα που απασχολεί μόνιμα εδώ και πολλά χρόνια τη σχολική εκπαίδευση, χιλιάδες εκπαιδευτικούς και -βέβαια- εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές με τις οικογένειές τους, που σχεδόν έχουν «εθιστεί» σε μια πραγματικότητα που επιβάλλει για εβδομάδες -ακόμη και μήνες- μετά την έναρξη του σχολικού έτους να λείπουν οι εκπαιδευτικοί που θα κάνουν μάθημα στα παιδιά τους.
Το υπουργείο Παιδείας και οι προηγούμενοι διαχειριστές του (Α. Διαμαντοπούλου, Κ. Αρβανιτόπουλος, Α. Λοβέρδος) επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που δημιουργούσε η πολιτική των ελάχιστων έως μηδενικών διορισμών με διάφορα αντιεκπαιδευτικά μέτρα, εκ των οποίων κυρίαρχα ήταν δύο: οι συγχωνεύσεις και το κλείσιμο σχολείων (πάνω από 2.000 σχολεία εξαφανίστηκαν από τον χάρτη την περίοδο 2010–2014) και η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα (27-30) αφενός και αφετέρου η αύξηση του ωραρίου των καθηγητών και η μετατροπή τους σε εργαζόμενους-λάστιχο.
Ωστόσο, η αποψίλωση των σχολείων δεν ανακόπηκε, καθώς κάθε χρόνο συνταξιοδοτούνταν κατά μέσο όρο 5.000 εκπαιδευτικοί, με αποτέλεσμα ο μόνιμος εκπαιδευτικός πληθυσμός να μειωθεί τα μνημονιακά χρόνια κατά περίπου 30.000 εκπαιδευτικούς. Και από το 2012 και μετά, για πρώτη φορά η αναλογία μόνιμου και ελαστικά εργαζόμενου προσωπικού (αναπληρωτές-ωρομίσθιοι) μεταβάλλεται υπέρ του δεύτερου, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο το εργασιακό μοντέλο που αργά και συστηματικά εμπεδώνεται στην εκπαίδευση των ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών.
Ωστόσο, πέρα από τα παραπάνω αντιεκπαιδευτικά μέτρα, δύο νέες πρακτικές έκαναν την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια στις κυρίαρχες εκπαιδευτικές πολιτικές: πρώτον, οι αναβαθμισμένες πολιτικές εξαπάτησης και δεύτερον, οι «φαεινές» ιδέες αντιμετώπισης των ελλείψεων.
1. Αιτήσεις-ρεκόρ
Το πρόβλημα της ανεργίας των νέων εκπαιδευτικών αποτυπώνεται στον αριθμό των αιτήσεων που γίνονται κάθε χρόνο: 75.000-80.000 αδιόριστοι εκπαιδευτικοί διεκδικούν μία θέση ολιγόμηνης διάρκειας, οι περισσότεροι μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Η αμέσως προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Παιδείας (Α. Λοβέρδος) εφηύρε νέους αντιεκπαιδευτικούς, όσο και ευφάνταστους, τρόπους «κάλυψης» των κενών στα σχολεία.
Από τη μια, δεν δίστασε να αλλάξει τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα στα ολοήμερα σχολεία και, από την άλλη, άλλαξε τις αναθέσεις μαθημάτων στους καθηγητές, στην καταφανώς αντιεκπαιδευτική λογική: «δεν με ενδιαφέρει, αν μπορείς να διδάξεις το μάθημα, με ενδιαφέρει να μη φαίνονται τα κενά».
Αυτό ήταν το πρώτο βήμα, καθώς δεν δίστασε να ανακοινώσει ότι προετοιμάζει νέα «κοπτοραπτική» στα προγράμματα σπουδών, «συγχώνευση-κατάργηση ειδικοτήτων» και μετάλλαξη του εκπαιδευτικού σε «τεχνικό», που μπορεί να διδάξει τα πάντα και να μετακινείται παντού. Παράλληλα, σε μια έκρηξη μεγαλοφυών ιδεών, προσκάλεσε αδιόριστους για εθελοντική εργασία (για κάλυψη των κενών) με αμοιβή… μόρια!
2. Το θαύμα!
Ο ίδιος υπουργός, πριν από περίπου έναν χρόνο, τον Ιούνιο του 2014, δήλωνε σε όλες του τις συνεντεύξεις ότι τα κενά στα σχολεία ήταν πάνω από 22.000 και ότι το υπουργείο Παιδείας έχει εξασφαλίσει πιστώσεις για περίπου 19.500 αναπληρωτές. Λίγους μήνες αργότερα, το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου, ο ίδιος -σε συνέντευξή του σε τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΪ- «ανακάλυψε» ότι τα κενά των εκπαιδευτικών είναι 16.500 και αποκάλυψε ότι τις 19.500 πιστώσεις, που επί δύο μήνες βεβαίωνε τους εκπαιδευτικούς φορείς και την κοινή γνώμη ότι ήταν εξασφαλισμένες, τελικά δεν τις είχε εξασφαλίσει!
3. Τα ίδια, Παντελάκη μου…
Μέσα στον Ιούλιο, ο υπουργός Παιδείας Αριστ. Μπαλτάς δήλωνε ότι τα κενά εκπαιδευτικών στα σχολεία είναι περίπου 20.000, ότι οι υπάρχουσες πιστώσεις είναι περίπου οι μισές και ότι γίνεται προσπάθεια να εξασφαλιστούν άλλες 5.000 πιστώσεις, σε συνεννόηση με το υπουργείο Οικονομικών.
«Πριν αλέκτορα φωνήσαι» (Ματθαίος 26, 34), ο υπουργός Παιδείας -σε συνέντευξή του- «αποκάλυψε» ότι «στην αρχή νομίζαμε ότι τα κενά είναι 20.000, αλλά κάνοντας μια ειδική τηλεδιάσκεψη-σύσκεψη με όλους τους περιφερειακούς διευθυντές εκπαίδευσης, ζητώντας τους να μας πουν, σχολείο το σχολείο, τι κενά υπάρχουν, η πρώτη αποτίμησή τους είναι ότι τα κενά είναι πολύ λιγότερα» και δήλωσε «αισιόδοξος ότι οι υπάρχουσες πιστώσεις θα επαρκέσουν για την κάλυψή τους».
Οσον αφορά την αρχική δήλωσή του για πιθανή αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών, είπε ότι δεν εννοούσε κάτι τέτοιο, αλλά «η ιδέα ήταν ότι, εάν όντως τα κενά είναι υπερβολικά πολλά, αφού κάνουμε όλες τις δυνατές και αδύνατες προσπάθειες και δεν μπορούν να καλυφθούν αυτά τα κενά, θα ζητούσαμε κάποιο είδος προσφοράς, αλληλεγγύης και από ανθρώπους που υπηρετούν, αλλά και από ανθρώπους που ενδεχομένως δεν υπηρετούν και θα ‘θελαν να βοηθήσουν». Δηλαδή, μία από τα ίδια με άλλα λόγια. Είναι σαν να απαγγέλλει κανείς τα «εκπαιδευτικά κατορθώματα» του Α. Λοβέρδου με τον δικό του τρόπο…
4. Η «μάχη» των αριθμών
Και αυτό το λέμε, γιατί δεν είναι μόνο οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες που υπολογίζουν τα κενά κοντά στις 25.000. Δεν είναι μόνο το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων του 2015 που συντάχθηκε από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομικών σε συνεργασία με τα υπουργεία Εσωτερικών, Παιδείας, Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας κ.λπ. και στο οποίο αναφέρεται «το έλλειμμα 25.000 θέσεων εκπαιδευτικών για τη λειτουργία των σχολείων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».
Είναι και οι αριθμοί του ίδιου του υπουργείου Παιδείας που βοούν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, το σχολικό έτος 2014-2015, δηλαδή πέρσι, προσελήφθησαν στα σχολεία Α/βάθμιας και Β/βάθμιας Εκπαίδευσης 17.781 εκπαιδευτικοί, εκ των οποίων οι 12.061 στην Α/βάθμια Εκπαίδευση.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές, οι σχεδόν 18.000 προσλήψεις αναπληρωτών δεν κάλυψαν το σύνολο των κενών, καθώς υπήρχαν Γυμνάσια που δεν είχαν εκπαιδευτικούς σε βασικές ειδικότητες, λόγω του ότι δόθηκε προτεραιότητα στην κάλυψη των κενών στα Λύκεια, ενώ και στην Α/θμια υπήρχαν περιπτώσεις, όπου οι μαθητές σχολούσαν νωρίτερα λόγω απουσίας εκπαιδευτικών ειδικοτήτων. Αν λοιπόν σε αυτούς προσθέσουμε και τις περίπου 5.000 παραιτήσεις εκπαιδευτικών (συνταξιοδοτήσεις εντός του 2015), καταλαβαίνουμε ότι τα πραγματικά κενά για τη νέα σχολική χρονιά, που αρχίζει σε έναν μήνα, είναι 23.000-25.000.