Η πορεία προς τη νέα «κανονικότητα» είναι μια εξαιρετικά σκληρή και επίπονη άσκηση, για την πολιτική, την επιστημονική και την εκπαιδευτική κοινότητα.

Στις προκλήσεις στον χώρο της επιστήμης της έρευνας και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που ανέδειξε η πανδημία αναφέρθηκε η βουλευτής και αρμόδια τομεάρχης παιδείας  του Κινήματος Αλλαγής στην εισήγησή της κατά την έναρξη της  96ης Συνόδου Πρυτάνεων.

Η πορεία προς τη νέα «κανονικότητα» είναι μια εξαιρετικά σκληρή και επίπονη άσκηση, για την πολιτική, την επιστημονική και την εκπαιδευτική κοινότητα.

Ο καταλυτικός ρόλος της έρευνας και η αξία των ειδικών, η σημασία της κρίσης και της στρατηγικής σκέψης, ο ορθολογισμός κόντρα σε δεισιδαιμονίες αποτελούν νέα δεδομένα και ταυτόχρονα επείγοντα αιτήματα της κοινωνίας των πολιτών.

Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα είναι θεμελιώδες να μη χάσουμε τη νεολαία που η απογοήτευση και η οργή της καταγράφεται σταθερά ως αποτέλεσμα αστοχιών, καλλιέργειας διχαστικού κλίματος και τεχνητής πόλωσης, που δημιουργούν νέες αρρυθμίες στη λειτουργία των πανεπιστημίων.

Αυτός είναι ο λυπηρός ο απολογισμός μιας αναποτελεσματικής πολιτικής για την Γ’ βάθμια εκπαίδευση με αιχμή τον τελευταίο αντιμεταρρυθμιστικό νόμο για τα ΑΕΙ.  Η πρόσφατη εξαγγελία για τη στήριξη περιφερειακών ΑΕΙ από μόνη της είναι δηλωτική των αδιεξόδων που δημιούργησε η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας με τις στενόμυαλες επιλογές της. Επιπλέον αποτελεί παραδοχή ότι δεν αντιμετωπίζει παθογένειες που διαφήμιζε ότι μεταρρυθμίζει (π.χ. εισαγωγή υποψηφίων στα ΑΕΙ με χαμηλές βαθμολογίες).

Η επιμονή στην άμεση εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ χρησιμοποιείται για τους λάθος λόγους με λάθος τρόπο, σε λάθος χρόνο.

Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να διατηρήσει ένα κλίμα ψυχραιμίας, διατυμπανίζει άνοιγμα δραστηριοτήτων π.χ. εμπόριο, εστίαση, τουρισμό, λύκεια. Κατανοητό. Την ίδια ώρα στέκεται αμήχανη, άβουλη και αδιάφορη σε πρακτικά ζητήματα λειτουργίας των κρατώντας τα κλειστά, με όλες τις συνέπειες για την ακαδημαϊκή και φοιτητική κοινότητα.

18 μήνες από την έναρξη της πανδημίας και η ολιγωρία του Υπουργείου Παιδείας κρατά παγιδευμένους τελειόφοιτους λίγο πριν την ολοκλήρωση εργαστηρίων, πρακτικής άσκησης και εκπόνησης διπλωματικών εργασιών. Λύσεις υπάρχουν και τις προτείναμε. Η έλλειψη ενδιαφέροντος και οποιασδήποτε μέριμνας εντυπωσιάζει.

Εξωστρέφεια, αριστεία, ανταγωνιστικότητα του δημόσιου πανεπιστημίου, δεν συμβαδίζουν με υποστελέχωση και υποχρηματοδότησή τους. Η τακτική χρηματοδότηση επί σειρά ετών παραμένει σε ανεπαρκές επίπεδο, σχεδόν 50% κάτω από την αντίστοιχη του 2011.

Ειδικοί λογαριασμοί και Εταιρείες Διαχείρισης Περιουσίας (ΕΛΚΕ, ΕΑΔΠ) των ΑΕΙ πρέπει να αποφασίσουμε αν θέλουμε να δουλεύουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια παρέχοντας και τις ανάλογες υπηρεσίες ή με κριτήρια Δημοσίου και με δημόσιο λογιστικό.

Στη χώρα δίνεται η ευκαιρία για ουσιαστικό μετασχηματισμό και εκσυγχρονισμό, με εργαλείο την αξιοποίηση εξαιρετικά σημαντικών ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Η Χαρά Κεφαλίδου εστίασε την εισήγησή στις δυνατότητες του Ταμείου Ανάκαμψης και σε προτάσεις που αφορούν την Παιδεία.  Παρά τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος, ο σχεδιασμός ενός συνεκτικού και στιβαρού προγράμματος που θα αναδείξει τις προτεραιότητες της Γ΄βάθμιας εκπαίδευσης, μπορεί να προσδώσει σημαντική ώθηση :

  • σε υποδομές όπως η φοιτητική μέριμνα με εκσυγχρονισμό & χτίσιμο νέων εστιών και
  • σε ψηφιακό εκσυγχρονισμό, ευκαιρία για ανανέωση του απαρχαιωμένου εκπαιδευτικού εξοπλισμού στα ΑΕΙ που δεν μπορεί να καλυφθεί μέσω ΠΔΕ.

Οι επιλογές που θα προκριθούν και οι κατευθύνσεις που σήμερα δίνονται δεσμεύουν τη χώρα για την επόμενη 10ετία. Κατά συνέπεια, η εθνική συνεννόηση, η σύγκλιση απόψεων και οι συναινετικές λύσεις, αποτελούν τον μοναδικό δρόμο για να ξεπεραστούν πολιτικά και τεχνικά εμπόδια και κυρίως όμως να υπερβούμε κατεστημένες νοοτροπίες που κρατούν δέσμιο το δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο.

Αυτό περιμένουν οι πολίτες, ίσως πιο έτοιμοι από ποτέ.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025