«Επιδερμικό πολυνομοσχέδιο “σκούπα”» χαρακτηρίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η βουλευτής Δράμας και τομεάρχης Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής, Χαρά Κεφαλίδου, το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που τέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα σε διαβούλευση.
Η κ. Κεφαλίδου επικρίνει την ηγεσία του υπουργείου, ότι αν και εδώ και έξι μήνες επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες τής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, δημοσιοποίησε το νομοσχέδιο σε λάθος χρονική στιγμή, εν μέσω πανδημίας και χωρίς να έχει προηγηθεί διάλογος. Παράλληλα, αναφέρει ότι παραβλέπονται «τα πολύτιμα εργαλεία που υπάρχουν εδώ και μια δεκαετία – αναξιοποίητη κληρονομιά από την εποχή του Νόμου Διαμαντόπουλου». «Από το νέο σχέδιο νόμου απουσιάζει για ακόμη μια φορά ο σχεδιασμός και η συνολική στρατηγική για την Παιδεία της χώρας μας», επισημαίνει.
«Γίνεται επίκληση τίτλων μεταρρυθμιστικών πολιτικών που χρησιμοποιούνται ως φανταχτερό περιτύλιγμα: Εθνικό Απολυτήριο, Τράπεζα Θεμάτων, Εργαστήρια Δεξιοτήτων κλπ, χωρίς όμως να υπάρχει το αντίστοιχο ουσιαστικό περιεχόμενο», αναφέρει η κ. Κεφαλίδου και συνεχίζει: «Οι περισσότερες από αυτές τις δράσεις που σήμερα παρουσιάζει η υπουργός ως καινοτομίες τόσο ατελώς, σκονίζονται στα υπουργικά συρτάρια έτοιμες, επεξεργασμένες και ολοκληρωμένες εδώ και μια δεκαετία. Προϊόν σκληρής δουλειάς χρόνων που το ελληνικό κοινοβούλιο τόλμησε να ψηφίσει το 2011, βρίσκονται εκεί και περιμένουν την ηγεσία που θα βρει το θάρρος να τις επικαιροποιήσει και να τις υλοποιήσει, όχι να τις διατυμπανίσει».
Η τομεάρχης Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής επικρίνει επίσης την απουσία προβλέψεων για την αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης. «Μιλάμε για το Λύκειο και οι προβλέψεις για επαγγελματική εκπαίδευση εξαντλούνται στη ρύθμιση ηλικιακών περιορισμών! Είναι απορίας άξιο γιατί το υπουργείο Παιδείας αντιμετωπίζει την τεχνική εκπαίδευση ως φτωχό ανεπιθύμητο συγγενή, όταν την ίδια ώρα σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη πρωταγωνιστεί», σημείωσε.
Παράλληλα, επέμεινε στην ανάγκη δημιουργίας Πρότυπων και Πειραματικών ΕΠΑΛ σε όλες τις Περιφέρειες της Ελλάδας.
Τέλος, η κ. Κεφαλίδου σημείωσε ότι το νομοσχέδιο ενώ είχε κάθε ευκαιρία, χάνει το momentum. «Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο φιλοδοξούσε να πάρει λίγη από τη μεταρρυθμιστική λάμψη προηγούμενων νομοθετημάτων. Θα ήταν εύκολο, ειδικά μετά την ισοπεδωτική θητεία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και την αντιμεταρρύθμιση Γαβρόγλου. Τα
εργαλεία βρίσκονται όλα εκεί έτοιμα προς χρήση», ανέφερε.
«Για άλλη μια φορά (σ.σ. το υπουργείο) μεταθέτει στο άδηλο μέλλον όλες τις ουσιαστικές και επείγουσες αλλαγές και εξαντλείται σε μικροβελτιώσεις μιας αποτυχημένης εκπαιδευτικής πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ», τόνισε.
«Το νέο σχέδιο νόμου μπορεί να εξυπηρετεί την εικόνα επιμέλειας της ηγεσίας του, όμως εξυπηρετεί μόνον αυτή. Η ουσία και το περιεχόμενό του είναι κατώτερο των περιστάσεων και των απαιτήσεων τόσο που φαντάζει ανάρμοστο», κατέληξε.
Αναλυτικά, η συνέντευξη της Χαράς Κεφαλίδου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αθηνά Καστρινάκη έχει ως εξής:
ΕΡ: Το υπουργείο Παιδείας έφερε προς διαβούλευση ένα νέο νομοσχέδιο για την Εκπαίδευση. Στην πρόσφατη συνέντευξή της στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η υπουργός Παιδείας & Θρησκευμάτων, Νίκη Κεραμέως, τόνισε ότι αυτό το νέο σχέδιο νόμου επιβάλλεται από τις σύγχρονες απαιτήσεις της εκπαίδευσης. Τι σχολιάζετε εσείς επ’ αυτού;
ΑΠ: Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, εδώ και έξι μήνες υποτίθεται ότι επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που είχε σχεδιάσει και εξαγγείλει η Νέα Δημοκρατία προεκλογικά. Από τον περασμένο Οκτώβριο (2019) το αρμόδιο υπουργείο δήλωνε, με κάθε ευκαιρία, την ετοιμότητά του. Τελικά επέλεξε εν μέσω πανδημίας, διακοπών Πάσχα, και περιορισμένης λειτουργίας του Κοινοβουλίου να δημοσιοποιήσει πολυνομοσχέδιο που επιπόλαια διατρέχει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Την ίδια ώρα που δεν έχει καταφέρει να λύσει, καίρια προβλήματα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, παρά τις γενναίες προσπάθειες της εκπαιδευτικής κοινότητας και των οικογενειών των μαθητών, ανακοινώνει ένα επιδερμικό πολυνομοσχέδιο «σκούπα», παραβλέποντας τα πολύτιμα
εργαλεία που υπάρχουν εδώ και μια δεκαετία – αναξιοποίητη κληρονομιά από την εποχή του Νόμου Διαμαντόπουλου – περιφρονώντας τον δημόσιο διάλογο με Ειδικούς, πολιτικά κόμματα και εμπλεκόμενους φορείς.
Από το νέο σχέδιο νόμου απουσιάζει για ακόμη μια φορά ο σχεδιασμός και η συνολική στρατηγική για την Παιδεία της χώρας μας. Το όραμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης φαίνεται θα παραμείνει όραμα για το απροσδιόριστο μέλλον. Σήμερα απλώς βαφτίζεται νομοσχέδιο μια συρραφή διακηρύξεων με αρκετά ιδεοληπτικά χαρακτηριστικά, ατελές συνονθύλευμα με πλήθος ξεκομμένων από τον συνδετικό ιστό τους διατάξεων.
Χαρακτηριστικό της επιφανειακής προσέγγισης της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι ότι στο υπό διαβούλευση κείμενο, γίνεται επίκληση τίτλων μεταρρυθμιστικών πολιτικών που χρησιμοποιούνται ως φανταχτερό περιτύλιγμα: Εθνικό Απολυτήριο, Τράπεζα Θεμάτων, Εργαστήρια Δεξιοτήτων κλπ, χωρίς όμως να υπάρχει το αντίστοιχο ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι περισσότερες από αυτές τις δράσεις που σήμερα παρουσιάζει η υπουργός ως καινοτομίες τόσο ατελώς, σκονίζονται στα υπουργικά συρτάρια έτοιμες, επεξεργασμένες και ολοκληρωμένες εδώ και μια δεκαετία. Προϊόν σκληρής δουλειάς χρόνων που το ελληνικό κοινοβούλιο τόλμησε να ψηφίσει το 2011, βρίσκονται εκεί και περιμένουν την ηγεσία που θα βρει το θάρρος να τις επικαιροποιήσει και να τις υλοποιήσει, όχι να τις διατυμπανίσει.
ΕΡ: Πιστεύετε ότι το νομοσχέδιο είναι προσανατολισμένο στις ανάγκες ενός σύγχρονου σχολείου και ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα που φέρνουν οι συνθήκες της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης;
ΑΠ: Το σχέδιο νόμου που βρίσκεται στη διαβούλευση από το υπουργείο Παιδείας, καρικατούρα μεταρρύθμισης, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής, όπως αυτές
προοιωνίζονται από την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Παραβλέπει εντελώς τις ανάγκες αλλαγής παραγωγικού μοντέλου για την ανασυγκρότηση της χώρας που αναπόδραστα στηρίζεται σε νέες δεξιότητες π.χ. πληροφορικής, τεχνικής και επαγγελματικής κατάρτισης κ.α. Μιλάμε για το Λύκειο και οι προβλέψεις για επαγγελματική εκπαίδευση εξαντλούνται στη ρύθμιση ηλικιακών περιορισμών! Είναι απορίας άξιο γιατί το υπουργείο Παιδείας αντιμετωπίζει την τεχνική εκπαίδευση ως φτωχό ανεπιθύμητο συγγενή, όταν την ίδια ώρα σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη πρωταγωνιστεί. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος της αναλογίας επαγγελματικής εκπαίδευσης με γενική εκπαίδευση διαμορφώνεται σε ποσοστό 60% (επαγγελματική) 40% (γενική). Στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο και χειρότερα, 75% γενική και 25% τεχνική εκπαίδευση.
Τι πιο λογικό η στόχευση να είναι στην αναβάθμιση των ΕΠΑΛ, που όμως το σχέδιο νόμου αγνοεί επιδεικτικά. Σαν να είναι εκτός οπτικού πεδίου της ηγεσίας του υπουργείου. Απογοητευτικό, ιδιαίτερα αν θυμηθούμε τις προεκλογικές δεσμεύσεις και προτεραιότητες του Πρωθυπουργού. Σε ένα όμως διαρκώς μεταβαλλόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον παραγωγής και εργασίας καμία αναπτυξιακή προοπτική, καμία παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας δεν μπορεί να υπάρξει, εάν δεν ισχυροποιηθεί και ενισχυθεί η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Δεν είναι τα ΕΠΑΛ ενοχλητική παρωνυχίδα της εκπαίδευσης. Ας τελειώνουμε με αναχρονισμούς και ξεπερασμένα στερεότυπα.
Για αυτό και επιμένουμε στην ανάγκη δημιουργίας Πρότυπων και Πειραματικών ΕΠΑΛ σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας.
ΕΡ: Βλέπουμε διαρκώς τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας να αναλαμβάνει μέσω ενός πολυ-νομοσχεδίου να αλλάξει την Παιδεία στην Ελλάδα. Τι το νέο εισάγει το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου; Τι πρέπει να γίνει ώστε να αποκτήσει η χώρα ένα σταθερό πλαίσιο για την
Εκπαίδευση;
ΑΠ: Αρχικά στη χώρα μας υπάρχει η παραδοσιακή στρεβλή λογική της προσωπικής σφραγίδας του εκάστοτε υπουργού. Είναι κάτι σαν υποχρέωση όποιου περάσει το κατώφλι του υπουργείου Παιδείας να αφήσει ανεξίτηλη τη δική του υπογραφή. Τις περισσότερες φορές αυτή η παγιωμένη συνήθεια έχει αποδειχτεί καταστροφική για το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Βέβαια υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, όπως η θητεία Γιαννάκου και η αντίστοιχη Διαμαντοπούλου.
Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο φιλοδοξούσε να πάρει λίγη από τη μεταρρυθμιστική λάμψη προηγούμενων νομοθετημάτων. Θα ήταν εύκολο, ειδικά μετά την ισοπεδωτική θητεία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και την αντιμεταρρύθμιση Γαβρόγλου. Τα εργαλεία βρίσκονται όλα εκεί έτοιμα προς χρήση.
Μετά από εννέα μήνες διακυβέρνησης, ένα δεύτερο νομοσχέδιο έρχεται στη διαβούλευση και η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δειλιάζει. Για άλλη μια φορά μεταθέτει στο άδηλο μέλλον όλες τις ουσιαστικές και επείγουσες αλλαγές και εξαντλείται σε μικροβελτιώσεις μιας αποτυχημένης εκπαιδευτικής πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα, που έχει κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα της χώρας, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε σε παγκόσμιες προκλήσεις, μπορούμε να είμαστε τολμηροί, συνεπείς και αποτελεσματικοί, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας, σήμερα δεν επιτρέπεται αυτό το εθνικό κεφάλαιο που αποκτήσαμε μεσούσης της πανδημίας, να μένει αναξιοποίητο. Το νέο σχέδιο νόμου μπορεί να εξυπηρετεί την εικόνα επιμέλειας της ηγεσίας του, όμως εξυπηρετεί μόνον αυτή. Η ουσία και το περιεχόμενό του είναι κατώτερο των περιστάσεων και των απαιτήσεων τόσο που φαντάζει ανάρμοστο.
Η σημερινή δειλία και ανετοιμότητα του υπουργείου Παιδείας
να προχωρήσει σε τομές που χρειάζεται η κοινωνία, αποτελούν παραφωνία στη συνολική εθνική προσπάθεια. Είναι σπάνιες οι φορές στην ιστορία κάθε τόπου όπου η συγκυρία είναι ιδανική για να αλλάξει την εικόνα του και τελικά την πραγματικότητά του. Η απώλεια του momentum σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι μια παράλειψη. Είναι μια ανεξίτηλη μουτζούρα που σκιάζει τη συνολική προσπάθεια.
Η Παιδεία της χώρας είναι μια πολύ σοβαρή εθνική υπόθεση. Ως τέτοια, προϋποθέτει διάλογο, συναινέσεις προς επίτευξη μιας εθνικής συμφωνίας με σαφή προσανατολισμό, λεπτομερές σχέδιο και μέθοδο. «Κλειδί» της επιτυχίας είναι η απαραίτητη δέσμευση υλοποίησης από την πλειοψηφία των πολιτικών φορέων και της εκπαιδευτικής κοινότητας. Χωρίς την τελευταία αυτή συνθήκη κάθε φιλόδοξος σχεδιασμός θα παραμένει άλλη μια άσκηση επί χάρτου.
Οι μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση για να αποδώσουν καρπούς απαιτούν μακροχρόνιες, σταθερές πολιτικές που δεν ταυτίζονται με τη θητεία μιας κυβέρνησης ή ενός/ μιας υπουργού. Προτείνουμε λοιπόν στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να υιοθετήσει την επιτυχημένη στρατηγική του πρωθυπουργού στη διαχείριση της πανδημίας που άκουσε τους ειδικούς επιστήμονες και τους εμπιστεύτηκε.