Δριμύ «κατηγορώ» για τα κρούσματα βίας στα ΑΕΙ απευθύνει μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ζητώντας άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης Πολιτείας.
Τα επεισόδια στα πανεπιστήμια, ένα απο τα θέματα που θα έπρεπε να φιγουράρει στις πρώτες θέσεις της ατζέντας του διαλόγου για την παιδεία, δημιουργεί εκ νέου εντάσεις στα πανεπιστήμια.
Οι μειοψηφίες που διαλύουν τις συνεδριάσεις των επιτροπών αλλά και αποτρέπουν την αξιολόγηση, που έως σήμερα μόνο βοήθησε τα πανεπιστήμια, βρίσκονται στο κέντρο των αντιδράσεων πολιτικών αλλά και πανεπιστημιακών.
«Συμμερίζομαι, κύριε πρύτανη, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζετε στη διαχείριση τέτοιων επεισοδίων αλλά αρνούμαι να κρύβομαι και εγώ και όποιοι άλλοι έρχονται στα Ιωάννινα για υποθέσεις του Πανεπιστημίου σε υπόγεια ξενοδοχείων ή να φυγαδεύομαι λάθρα από τον χώρο του Πανεπιστημίου χάριν ενός αμελητέου αριθμού παρανομούντων. Και αρνούμαι να σιωπώ όταν είκοσι ή σαράντα άνθρωποι αυθαιρέτως ζημιώνουν χιλιάδες».
Αυτά αναφέρει σε οργισμένο τόνο ο κ. Ανδρέας Παπανικολάου, καθηγητής και προϊστάμενoς του Τμήματος Κλινικών Νευροεπιστημών Πανεπιστημίου Τενεσί, στο Μέμφις των ΗΠΑ, μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Διατυπώνει τις σκέψεις του σε επιστολή προς τον πρύτανη του ιδρύματος κ. Γ. Καψάλη,για τα γεγονότα που συνέβησαν τον Δεκέμβριο του 2015, όταν κλιμάκιο εξωτερικών αξιολογητών επισκέφτηκαν το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, αλλά ομάδα φοιτητών δεν τους άφησε ποτέ να ολοκληρώσουν την αξιολόγηση.
Ο κ. Παπανικολάου αναρωτιέται γιατί δεν κλήθηκε η Αστυνομία και γιατί αντίστοιχα περιστατικά δεν αντιμετωπίζονται από τις πανεπιστημιακές αρχές αποτελεσματικά, αλλά δημιουργούν αντανακλαστικά άμυνας μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.
«Αντιλαμβάνομαι την πιθανότητα προκλήσεως επιπρόσθετων επεισοδίων που συνεπάγονται λύσεις όπως η προτεινόμενη αλλά ελπίζω συμφωνείτε ότι από τη στιγμή που μια κοινωνία διστάζει να διασφαλίσει τις στοιχειώδεις συνθήκες λειτουργίας της είναι καταδικασμένη σε απείρως χειρότερα δεινά από αυτά που ενδεχομένως θα προέκυπταν από τη νόμιμη χρήση μέτρων αυτοάμυνας τα οποία έχει η ίδια θεσπίσει» αναφέρει χαρακτηριστικά στην επιστολή του ο κ. Παπανικολάου.
«Αμέσως μετά τα συμβάντα της 14ης Δεκεμβρίου 2015, πρότεινα στους συναδέλφους μου στο Συμβούλιο Ιδρύματος να σας αποστείλουμε από κοινού το εξής μήνυμα: “Θεωρούμε ότι η πρόσφατη κατάληψη που απέτρεψε τους αξιολογητές του Πανεπιστημίου μας να εκτελέσουν απερίσπαστα το έργο τους ήταν πράξη παράνομη και δεν αντιμετωπίστηκε σωστά. Συγκεκριμένα, πιστεύουμε ότι η Πρυτανεία έπρεπε να μεριμνήσει να απομακρυνθούν οι καταληψίες από τον χώρο του Πανεπιστημίου και να αποτραπεί από την αστυνομία κάθε άλλη απόπειρα να παρεμποδίσουν το έργο των αξιολογητών παρά να φυγαδευτούν οι αξιολογητές”.
Στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου (29.12.2015) η πρόταση αυτή, την οποία συνυπέγραψαν και άλλα δύο εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου, συζητήθηκε και τόσον ο πρόεδρος όσο και όλα τα παρευρισκόμενα εσωτερικά μέλη συνεφώνησαν με την πρόταση, πλην όμως απεφάσισαν, αντί να σας την κοινοποιήσουν, να την επαναφέρουν προς περαιτέρω συζήτηση στην επόμενη συνεδρίαση (η οποία δεν έχει ακόμη οριστεί) διότι θεώρησαν το θέμα “σύνθετο και πολύπλευρο”. Η απόφαση όμως αυτή με βρίσκει ασύμφωνο διότι αδυνατώ να διακρίνω πολυπλοκότητα σε ένα τόσο απλό, κοινό, τετριμμένο και πολυσυζητημένο θέμα για του οποίου την επαρκή αντιμετώπιση έχουμε ήδη διαμορφώσει γνώμη, όπως επίσης αδυνατώ να διακρίνω λόγους να αναβάλλουμε να σας την κοινοποιήσουμε» τονίζει ο κ. Παπανικολάου.
«Αντιθέτως έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι η ολιγωρία μας σε θέματα όπως το προκείμενο καθιστά τον θεσμό των Συμβουλίων στην καλύτερη περίπτωση διακοσμητικό, πράγμα το οποίο, ατυχώς για την ανώτατη εκπαίδευση, επιδιώκουν όχι μόνον οι καταληψίες αλλά και ο νυν και ο πρώην υπουργός Παιδείας. Πληροφόρησα επομένως τους συναδέλφους μου ότι θα σας απευθύνω αυτήν την επιστολή εκφράζοντας την προσωπική μου θέση περί του πρακτέου σε παρόμοιες περιπτώσεις» καταλήγει.
Από την άλλη πλευρά σε ανακοίνωση που είχε εκδοθεί απο τη πρυτανεία του ιδρύματος την περίοδο εκείνη, τονιζόταν ότι «είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει κανένας από εμάς που θα ήθελε η όλη διαδικασία αξιολόγησης να μην πραγματοποιηθεί στους χώρους του Πανεπιστημίου. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η καθολική συμμετοχή των συναδέλφων, φοιτητών και φορέων, τους οποίους ευχαριστούμε θερμά, συνετέλεσε καθοριστικά στο να αναδειχτεί δεόντως το πραγματικό πρόσωπο του Πανεπιστημίου. Αναμένουμε με ενδιαφέρον τις κρίσεις, αξιολογήσεις, προτάσεις της αρμόδιας Επιτροπής, που αποτελείται από διακεκριμένους έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού.
Σε μία εποχή, κατά την οποία το Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει σημαντικότατα οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα προσωπικού, επιβάλλεται να ενισχύουμε με κάθε τρόπο ένα κλίμα ομοψυχίας και συνεργασίας για την αντιμετώπιση των μεγάλων δυσκολιών».