Η Ομοσπονδία Καθηγητών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ο.Κ.Π.Ε.) δε διαφωνεί, επί της αρχής, στη δημιουργία αυτών των σχολείων, εφόσον, βέβαια, ενταχθούν σε μια γενικότερη πολιτική και φιλοσοφία για την ενίσχυση και ενδυνάμωση του δημόσιου σχολείου, μέσα από ένα οργανωμένο και μακροπρόθεσμο πλάνο, όπως αναφέρει η ανακοίνωση.
H ανακοίνωση:
Το Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Καθηγητών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ο.Κ.Π.Ε.) παρακολουθεί εδώ και αρκετούς μήνες την ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ να εμμένει σε μια άκρως νεοφιλελεύθερη και Θατσερικού τύπου συμπεριφορά, με την οποία προσπαθεί να επιβάλλει την πολιτική της, αγνοώντας επιδεικτικά την εκπαιδευτική κοινότητα, τους εκπροσώπους της και, πολλάκις, την επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων. Βλέπουμε να παρουσιάζεται από το Υ.ΠΑΙ.Θ ένα σήριαλ, μια φαρσοκωμωδία με πολύ καλή μεν ενορχήστρωση, αλλά σε κάθε νέο επεισόδιο να γνωρίζουμε εξ’ αρχής το τι θα ακολουθήσει.
Απλά, δεν ξέρουμε αν πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε, πραγματικά, με όλη αυτήν την κατάσταση διότι, εν τέλει, ζημιωμένη βγαίνει η Παιδεία της χώρας μας. Με στυλωμένα τα πόδια, η ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ αρνείται να επικοινωνήσει και να αντιπαρατεθεί με επιχειρήματα στα όσα καλοπροαίρετα επιδιώκουν οι εκπαιδευτικοί να της παραθέσουν. Ακόμη και όταν υπάρχει καταρχήν συμφωνία στη γενική φιλοσοφία ενός υπό ψήφιση νομοσχεδίου, αρνείται να ακούσει τις απόψεις των ανθρώπων που θα κληθούν να το εφαρμόσουν, να αφουγκραστεί τις ανησυχίες τους, να προβληματιστεί από κάποιες ιδέες τους και, εν τέλει, μέσα από ένα γόνιμο και δημιουργικό διάλογο, να παραχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους μαθητές μας και γενικότερα για την παιδεία μας.
Μετά από μια σειρά μονομερών ενεργειών του Υ.ΠΑΙ.Θ, από τις οποίες ενδεικτικά αναφέρουμε την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των αιρετών, την επιχειρούμενη επιβολή της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, τη σύνταξη του εσωτερικού κανονισμού των σχολικών μονάδων, επιχειρείται, τώρα, η δημιουργία Πειραματικών σχολείων σε κάθε περιφερειακή ενότητα. Θα θέλαμε, αρχικά, να κάνουμε γνωστό πως η Ομοσπονδία Καθηγητών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ο.Κ.Π.Ε.) δε διαφωνεί, επί της αρχής, στη δημιουργία αυτών των σχολείων, εφόσον, βέβαια, ενταχθούν σε μια γενικότερη πολιτική και φιλοσοφία για την ενίσχυση και ενδυνάμωση του δημόσιου σχολείου, μέσα από ένα οργανωμένο και μακροπρόθεσμο πλάνο.
Σε ένα τέτοιο πλάνο δε θα προβλέπεται διάρρηξη των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών, δεν θα αποστασιοποιείται η πολιτεία από την χρηματοδοτική της υποχρέωση και, αυτονόητα, δεν θα την εκχωρεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία με το μανδύα των χορηγιών και δωρεών.
Επίσης, δε θα εξοβελίζεται η ελληνική οικογένεια, δε θα διαταράσσεται ο κοινωνικός ιστός της κάθε περιοχής και οι όποιες μετακινήσεις των μαθητών δε θα είναι αποκλειστικά ευθύνη των γονέων. Ακόμη, δε θα υπάρχει μια παντοδύναμη Διοικούσα Επιτροπή (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) που θα διορίζεται εξ’ολοκλήρου από το Υπουργείο Παιδείας, η οποία θα διοικεί, θα εντέλει και θα αξιολογεί ερήμην του συλλόγου των διδασκόντων.
Αρκετά από όλα τα προαναφερόμενα θα μπορούσαν να προβλεφθούν, εφόσον η διακήρυξη της ίδρυσης αυτών των σχολείων γίνονταν ταυτόχρονα με την εξαγγελία της δημιουργίας ενός νέου πλήρως εξοπλισμένου σχολικού διδακτηρίου σε κάθε περιφερειακή ενότητα. Γιατί, ένα τέτοιο όραμα για να γίνει πράξη απαιτεί μέθοδο, οργάνωση, προγραμματισμό, χρόνο, αλλά κυρίως πόρους υλικούς και ανθρώπινους.
Κάτι τέτοιο δε βλέπουμε να υπάρχει στα σχέδια του Υ.ΠΑΙ.Θ. Αντιθέτως, ενώ εμείς οι εκπαιδευτικοί είμαστε θιασώτες του δημοκρατικού τρόπου προσέγγισης του διαλόγου και της διαφωνίας, αντιλαμβανόμαστε ότι το Υ.ΠΑΙ.Θ εφαρμόζει τακτικές δανειζόμενες από την πολεμική τέχνη και συγκεκριμένα αυτής του αντιπερισπασμού, προσπαθώντας να υπερκεράσει τη γενική αποδοκιμασία και κατακραυγή της εκπαιδευτικής κοινότητας απέναντι στις πρόσφατα επιχειρούμενες αλλαγές που θέλησε να επιβάλλει.
Αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που δεν θέλει ή τι είναι αυτό που φοβάται, και γιατί δεν μπορεί να αντιληφθεί πως οποιαδήποτε αλλαγή και εάν προτείνει θα πρέπει να την επικοινωνήσει, να την συζητήσει και, τελικά, να την εμπνεύσει στους ανθρώπους που θα ζητήσει να την εφαρμόσουν.
Εφόσον, όμως, ασπάζεται και εφαρμόζει τέτοιες τακτικές που δεν έχουν καμιά σχέση με το θεσμό της εκπαίδευσης, ας εφαρμόσει τουλάχιστον πιστά και αυθεντικά όλο το στρατιωτικό θεωρητικό πλαίσιο, όπου, εκτός από την τήρηση της πειθαρχίας (για την οποία το Υ.ΠΑΙ.Θ αποκλειστικά ενδιαφέρεται), δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα και έμφαση στην ικανότητα του ηγέτη να εμπνέει, να καθοδηγεί και να εξασφαλίζει την ηρεμία και τις συνθήκες για να αποδίδουν αποτελεσματικά οι υφιστάμενοι του.