Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων μπαίνει τώρα στο «πρώτο πλάνο» των πολιτικών για την εκπαίδευση, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιπλήττει την ελληνική κυβέρνηση στην «Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης του 2016» για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και να εκφράζει ανησυχία για την αναστολή των διαδικασιών αξιολόγησης στη χώρα μας.
Η έκθεση αυτή διαμορφώνει νέα «ατζέντα» και θέτει σε αμφιβολία όλες τις νομοθετικές κινήσεις των τελευταίων ετών: υποβάθμιση πειραματικών σχολείων, υποχώρηση των εκπαιδευτικών παροχών των ολοήμερων σχολείων, νέο σύστημα εκλογής στελεχών στην εκπαίδευση, υποβάθμιση των Συμβουλίων ΑΕΙ, επιστροφή «αιώνιων φοιτητών»… Μοιάζει να σκιαγραφεί δε μια εικόνα οπισθοδρόμησης σε όλες τις βαθμίδες τις εκπαίδευσης της χώρας μας τα τελευταία χρόνια.
Κρίσιμο τεστ η αξιολόγηση εκπαιδευτικών
Για τη νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας όμως, που ως σήμερα λειτουργεί «πυροσβεστικά» σε όλες τις πυρκαγιές που άναψαν οι περίοδοι Μπαλτά και Φίλη στον χώρο της Παιδείας, το μεγαλύτερο «κρας-τεστ» είναι το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Όπως είναι γνωστό, κανένας δεν το άγγιξε ως σήμερα χωρίς να «κάψει» το πολιτικό του κεφάλαιο.
Με όλες τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και τις συντεχνίες στον χώρο των σχολείων αντίθετες, αλλά τα όργανα της ΕΕ και του κουαρτέτου των δανειστών να απαιτούν άμεσες πρωτοβουλίες, το «βιβλίο της αξιολόγησης» φτάνει στο τέλος του και μένει στον νυν υπουργό να γράψει το τελευταίο κεφάλαιό του.
Πάντως από την πλευρά του νέου υπουργού Παιδείας κυκλοφορεί η φήμη ότι σύντομα θα νομοθετηθεί η άμεση υποχρεωτική ετήσια επαναλαμβανόμενη αυτοαξιολόγηση όλων των σχολικών μονάδων της χώρας.
«Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι και την περίοδο αυτή διεξάγεται δημόσια συζήτηση για το μέλλον του. Η κυβέρνηση εγκαινίασε εθνικό διάλογο για την Παιδεία, ενώ την ίδια στιγμή ο ΟΟΣΑ διενεργεί εκτεταμένη έρευνα στη χώρα, όπως προβλέπεται στο μνημόνιο συνεννόησης. Ο εθνικός κοινωνικός διάλογος για την Παιδεία ξεκίνησε με σκοπό την κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου δράσης για την εκπαίδευση» αναφέρει η έκθεση.
Αυτονομία σχολείων και κατάργηση πανελλαδικών
Όπως τονίζει, τα συμπεράσματα αυτού του διαλόγου, που μπορεί να αποτελέσουν «τη βάση μελλοντικών νομοθετικών προτάσεων», οδηγούν σε «πιθανή κατάργηση των εξετάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αντικατάστασή τους από μια νέα “διαδικασία επιλογής” στο επίπεδο του πανεπιστημίου, που θα πραγματοποιείται ενδεχομένως στα δύο πρώτα έτη των πανεπιστημιακών σπουδών».
Στην έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει συγκεκριμένα ότι δεδομένης της θετικής επίδρασης που μπορούν να έχουν η αυτονομία και η λογοδοσία στις εκπαιδευτικές επιδόσεις, «θεωρείται ανησυχητικό το γεγονός ότι έχουν ανασταλεί οι διαδικασίες για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών (αυτοαξιολόγηση για τα σχολεία και ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών), ακόμα και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Η αρμόδια διοικητική αρχή (ΑΔΙΠΠΔΕ) δεν επιτελεί έτσι πλήρως την αποστολή της, που συνίσταται στη διασφάλιση της ποιότητας και στην αξιολόγηση».
Επιλογή στελεχών, ολοήμερα και ιδιωτική εκπαίδευση
Θίγει δε και το σύστημα Κουράκη για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης που διαφαίνεται ότι θα κριθεί αντισυνταγματικό από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως αναφέρουν πηγές που μίλησαν στο «Βήμα». Για το θέμα αυτό η έκθεση αναφέρει: «Ο κανονισμός για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων του Μαΐου του 2015 θεσπίζει νέα διαδικασία επιλογής και νέο σύστημα μοριοδότησης για διάφορα κριτήρια επαγγελματικής και προσωπικής επάρκειας, περιορίζοντας ενδεχομένως την ανεξαρτησία των διευθυντών των σχολικών μονάδων».
Για την προαγωγή των μαθητών με μέσο όρο το 9,5 η ίδια έκθεση αναφέρει πως «η θέσπιση της ρύθμισης που προβλέπει ότι οι μαθητές θα πρέπει πλέον να έχουν γενικό μέσο όρο 9,5 στα 20, αντί για τουλάχιστον 10 στα 20, ώστε να προαχθούν στις τάξεις του γενικού λυκείου, θα μπορούσε άλλωστε να χαρακτηριστεί ως υποβάθμιση των προτύπων (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2016)».
Για τον νέο νόμο για την ιδιωτική εκπαίδευση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποστασιοποιείται και αναφέρει πως «οι επικριτές του νομοσχεδίου υποστηρίζουν ότι με το νομοσχέδιο αυτό περιορίζεται η ελευθερία των ιδιωτικών φορέων εκπαίδευσης στη χώρα».
Επίσης για το γεγονός ότι η ηγεσία Φίλη «βάφτισε» ολοήμερα όλα τα δημοτικά σχολεία, υποβαθμίζοντας στην ουσία τις εκπαιδευτικές παροχές του θεσμού, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι «για τον “ενιαίο τύπο ολοήμερου δημοτικού σχολείου” η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι εφαρμόζεται μεν σε μεγαλύτερο αριθμό σχολείων, στην πραγματικότητα, ωστόσο, πρόκειται για μια λιγότερο φιλόδοξη εκδοχή του νέου ολοήμερου σχολείου που προβλεπόταν παλαιότερα».
Για τα πανεπιστήμια
Στην ίδια έκθεση αμφισβητούνται ο τελευταίες αλλαγές στον τρόπο διοίκηση της ανωτάτων ιδρυμάτων της χώρας. «Ο τρόπος εκλογής των πρυτάνεων και των κοσμητόρων άλλαξε το 2015, με αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά η αυτονομία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» αναφέρεται στην έκθεση.
«Ο ρόλος των πανεπιστημιακών συμβουλίων υποβαθμίστηκε και τα κριτήρια εκλογιμότητας έγιναν περισσότερο αυστηρά, καθώς, μεταξύ άλλων αλλαγών, τα μέλη πανεπιστημιακού προσωπικού από το εξωτερικό δεν έχουν πλέον δικαίωμα εκλογής».
Το κείμενο της ΕΕ αναφέρει ακόμη ότι «η αλλαγή του συστήματος διαγραφών των φοιτητών ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα αύξηση της μέσης διάρκειας σπουδών, η οποία είναι ήδη αρκετά υψηλή στην Ελλάδα».
Τονίζει ότι το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατα αποφοιτησάντων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέμεινε πολύ χαμηλό. Εμφάνισε οριακή μόνο βελτίωση, από 47,4% το 2014 σε 49,9% το 2015, αλλά εξακολουθούσε να απέχει πολύ από τον μέσο όρο της ΕΕ των 28, ο οποίος ανήλθε σε 80,5% το 2014 και σε 81,9% το 2015».
Συμβούλια ΑΕΙ
Για τα Συμβούλια των ΑΕΙ αναφέρει: «Με τη νομοθετική αυτή πράξη, ο ρόλος των πανεπιστημιακών συμβουλίων υποβαθμίστηκε και τα κριτήρια εκλογιμότητας έγιναν περισσότερο αυστηρά, καθώς, μεταξύ άλλων αλλαγών, τα μέλη πανεπιστημιακού προσωπικού από το εξωτερικό δεν έχουν πλέον δικαίωμα εκλογής. Με βάση το προηγούμενο καθεστώς, τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είχαν επίσης τη δυνατότητα να καταρτίζουν καταστατικά και κανονισμούς σε επίπεδο ιδρύματος».
Ακόμη επισημαίνεται: «Οι σπουδαστές δεν διαγράφονται πλέον αυτόματα από τα πανεπιστημιακά μητρώα αν δεν καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εντός της κανονικής περιόδου σπουδών. Η περίοδος αυτή ισούται με τον ελάχιστο αριθμό των αναγκαίων για την απονομή του τίτλου σπουδών εξαμήνων, σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών της σχολής, προσαυξημένο κατά τέσσερα εξάμηνα. Η αλλαγή αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα αύξηση της μέσης διάρκειας σπουδών, η οποία είναι ήδη αρκετά υψηλή στην Ελλάδα. Ωστόσο, σύμφωνα με το υπουργείο, οι ανενεργοί σπουδαστές δεν επιβαρύνουν οικονομικά το σύστημα, καθώς δεν έχουν το δικαίωμα να λάβουν εκπαιδευτικές παροχές. Στις 31 Αυγούστου το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε νέο σχετικό νόμο. Σύμφωνα με αυτήν τη νομοθετική πράξη, οι σπουδαστές πρέπει να εγγράφονται σε κάθε εξάμηνο και οφείλουν να υποβάλλουν δήλωση σε περίπτωση που θέλουν να διακόψουν τις σπουδές τους» αναφέρει.
Πρόσφυγες και πολιτική εκπαίδευσής τους
Όσον αφορά τη μετανάστευση, η Ελλάδα αποτελεί μέχρι στιγμής χώρα διέλευσης προσφύγων. Το ζήτημα της εκπαίδευσης των προσφύγων που μένουν στην Ελλάδα, είτε προσωρινά (σε καταυλισμούς) είτε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, άρχισε πλέον να αντιμετωπίζεται από τις αρμόδιες αρχές.
Στις 30 Αυγούστου το υπουργείο παρουσίασε από κοινού με μεγάλες ανθρωπιστικές ΜΚΟ το πρόγραμμα για την εκπαίδευση των παιδιών των προσφύγων. Για τα παιδιά ηλικίας από 4 έως 7 ετών θα συσταθούν βοηθητικά νηπιαγωγεία στα κέντρα υποδοχής προσφύγων. Τα παιδιά ηλικίας από 7 έως 15 ετών θα ενταχθούν σε τμήματα υποδοχής των γειτονικών δημόσιων σχολείων, στα οποία θα διδάσκονται τα ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα.
Χαμηλά οι δαπάνες για εκπαίδευση
Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για την εκπαίδευση στην Ελλάδα ανήλθαν στο 4,6% του ΑΕΠ το 2013 και στο 4,4% του ΑΕΠ το 2014, υπολειπόμενες του μέσου όρου της ΕΕ των 28, ο οποίος ανήλθε στο 5% και στο 4,9%, αντίστοιχα. Το ποσοστό των δαπανών για την εκπαίδευση επί των συνολικών δαπανών της κυβέρνησης εμφάνισε μικρή βελτίωση, καθώς από 7,5% το 2013 ανήλθε σε 8,8% το 2014. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό ήταν πάλι πολύ χαμηλότερο από το 10,2% του μέσου όρου της ΕΕ των 28.
Ο κεντρικός προϋπολογισμός για την εκπαίδευση έχει υποστεί σημαντική συρρίκνωση, καθώς από τα 5,7 δισ. ευρώ το 2014 μειώθηκε στα 5,3 δισ. ευρώ το 2015, ποσά που ισοδυναμούν αντίστοιχα με το 3,2% και το 3% του ΑΕΠ.
Ο προϋπολογισμός για την εκπαίδευση που υπόκειται σε κεντρική διαχείριση μειώθηκε σε απόλυτους όρους σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη λόγω των προσπαθειών εξυγίανσης που κατέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στο πεδίο των γενικών δαπανών.