Η κατάργηση του χριστοκεντρικού μαθήματος των Θρησκευτικών και η εισαγωγή της πολυθρησκείας στο ελληνικό σχολείο
του Ηρακλή Ρεράκη,
Καθηγητή Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Αν μελετήσει κάποιος σε βάθος τις ριζικές και πρωτοφανείς, για το μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ), αλλαγές και μετατροπές, που περιέχονται στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) και τον Οδηγό Εκπαιδευτικού (ΟΕ) (2011 και 2014), με βασικό χαρακτηριστικό τους τον θρησκευτικό συγκρητισμό και κύριο στόχο τους τη μετατροπή του ορθοδόξου ΜτΘ σε πολυθρησκειακό, θα καταλάβει ότι η θρησκευτική αγωγή που μεθοδεύεται με αυτό το ΠΣ είναι λίαν επικίνδυνη και ακατάλληλη για παιδιά.
Το λυπηρό και ακραίο με το νέο ΠΣ του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) είναι ότι «χρησιμοποιείται» επισήμως πλέον το θρησκευτικό μάθημα στα σχολεία της χώρας, όχι για να αναπτυχθεί η ορθόδοξη χριστιανική θρησκευτική συνείδηση των παιδιών, όπως ρητά αναφέρεται στο Σύνταγμα και στον εκπαιδευτικό νόμο 1566/1985, αλλά για να αποδομηθεί και να αλλοτριωθεί. Το νέο Πρόγραμμα, καταρχάς, στοχεύει στη ρήξη της σχέσης των μαθητών, μέσω του (ΜτΘ) με την Ορθόδοξη εκκλησιαστική πίστη και ζωή των παιδιών. Γράφτηκε με πλήρη μυστικότητα, δημοσιεύτηκε το 2011 και εφαρμόστηκε πιλοτικά σε επιλεγμένα σχολεία. Η μέντορας του ΠΣ και τότε υπουργός Παιδείας κ. Διαμαντοπούλου, ένα έτος νωρίτερα (2010), δήλωνε στο LondonSchoolofEconomics, σχετικά με τη διδασκαλία του (ΜτΘ) στην Ελλάδα: «Πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά όλες τις θρησκείες, απελευθερωμένα από εκκλησιαστικές επιρροές».
Σύμφωνα με το ΠΣ, η διδασκαλία του ορθοδόξου Μαθήματος είναι ανάγκη να υπερβαθεί, διότι είναι μονοφωνική και επομένως ικανή να λειτουργήσει ως «ιδεολογικός εγκιβωτισμός σε απολυτοποιημένες ερμηνείες και στάσεις ζωής»[1].
Σκοπός του ΠΣ είναι να απαλλαγούν τα παιδιά από τη μονοφωνία της Ορθοδοξίας. Για τον σκοπό αυτό είναι εμπλουτισμένο με μία πλούσια σε πληθωρισμό αναληθειών επιχειρηματολογία αναφέροντας ότι «το μάθημα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πρόκληση: να υπερβεί τη μονοφωνία και την όποια ομολογιακή φυσιογνωμία του»[2], ότι «η θρησκευτική μάθηση επιχειρεί την υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας»[3] και ότι «θεωρείται σπουδαίο να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο επιβολής ενός μονοδιάστατου πολιτισμικού μοντέλου»[4]. Η διδασκαλία του ορθόδοξου ΜτΘ επιτρέπεται μόνον, όταν διδάσκεται -παράλληλα και ταυτόχρονα με μία ποικιλία άλλων (8) θρησκειών και ομολογιών.
Κεντρική επιδίωξη του ΠΣ είναι η παράκαμψη του αποκαλυπτικού, εμπειρικού και μυστηριακού χαρακτήρα της χριστιανικής πίστεως η ισοτιμοποίησή της με τις θρησκείες και η προσαρμογή της σε μία δυτικότροπη εκκοσμικευμένη διαθρησκειακή αντίληψη του Χριστιανισμού. Με μία διαρκή παραποίηση της χριστιανικής αντιλήψεως της αλήθειας για τον Θεό και την πίστη, το ΠΣ ομιλεί για «ανθρώπινη διάσταση των θρησκειών και της θρησκευτικής πίστης»[5], όταν η Ορθόδοξη Θεολογία κάνει λόγο για χριστοκεντρική και θεανθρωποκεντρική διάσταση και της χριστιανικής διδασκαλίας και της χριστιανικής πίστεως.
Είναι σαφές ότι σε αυτό το Πρόγραμμα απουσιάζει κραυγαλέα ο κύριος στόχος ενός αληθινού μαθήματος Θρησκευτικών, που είναι μία υγιής και ουσιαστική θεολογική πρόταση βασικών και απαραίτητων για την πνευματική συγκρότηση κάθε Χριστιανού μαθητή στοιχείων και αληθειών, που να μπορούν να συμβάλλουν στην ψυχοσωματική ολοκλήρωσή του.
Στην ουσία, πρόκειται για ένα ΠΣ, στο οποίο είναι έντονη η παρουσία των πολλών Θεών και θρησκειών. Ωστόσο, δεν μπορεί να διακρίνει κανείς τι είδους θεολογική και χριστιανική ανάπτυξη μπορεί να προσφέρει στα ορθόδοξα παιδιά ένα ΠΣ, όταν δεν υπάρχει σ’ αυτό τίποτα ουσιαστικό για την αληθινή πίστη και σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, όταν υποτιμάται η εκκλησιαστική παράδοση, όταν απουσιάζει ο αγιοπνευματικός τρόπος ζωής, τα χριστιανικά πρότυπα, το ήθος και οι αρχές της Ορθοδοξίας. Το γεγονός ότι υπάρχουν στο νέο πολυθρησκειακό ΠΣ και χριστιανικά στοιχεία, πολλά ή λίγα, δεν μειώνει καθόλου το δηλητήριο του υπάρχοντος συστηματικά σε όλες σχεδόν τις ενότητες θρησκευτικού συγκρητισμού. Δεν εξετάζονται άλλωστε τα θέματα αυτά ποσοτικά και με αριθμούς, αλλά ποιοτικά, με κριτήριο αφενός το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας[6], αφετέρου το διακινδυνευόμενον με τη μετάλλαξη της αληθείας της πίστεως που είναι η εν Χριστώ σωτηρία[7]. Πολυθρησκεία σημαίνει πολλές θρησκείες, με πολλούς Θεούς ή είδωλα. Το νέο πολυθρησκειακό Πρόγραμμα, επομένως, προβάλλει και διδάσκει βιωματικά στα παιδιά το πνεύμα των ειδώλων. Οι ορθόδοξοι Άγιοι και Πατέρες αγωνίζονταν, ακόμη και για την μετατροπή μίας λέξεως, όταν με αυτήν την αλλαγή διακινδυνευόταν η εν Χριστώ σωτηρία των πιστών. Και ο Χιλιασμός περιέχει, ανάμεσα στα άλλα, και κείμενα της Καινής Διαθήκης, δεν είναι όμως κατάλληλος για τα σχολείο και η διδασκαλία του θεωρείται προσηλυτισμός. Κινδυνεύει, επομένως, με τον σκοπό, τη δομή και το περιεχόμενό του, το νέο ΠΣ να θεωρηθεί από τους γονείς των ορθοδόξων παιδιών ή την Εκκλησία, ως προσπάθεια προσηλυτισμού στην πολυθεΐα ή την πολυθρησκεία.
Ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει -και αυτό ισχύει για κάθε χριστιανό μικρό ή μεγάλο- ότι «οὐδέν εἴδωλον ἐν κόσμῳ καί ὅτι οὐδείς Θεός ἓτερος εἰ μή Εἷς»[8]. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος διδάσκει για τον Ιησού Χριστό ότι: «Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος» και προτρέπει τους Χριστιανούς να φυλάσσονται από τα είδωλα: «Τεκνία φυλάξατε ἑαυτούς ἀπό τῶν εἰδώλων»[9].
Στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ουδέποτε προτάθηκε ή υιοθετήθηκε τέτοιο εγχείρημα, να διδάσκονται και να αναπτύσσονται παιδιά των Ορθοδόξων μέσα από το πνεύμα, τις αλήθειες και τις αξίες όλων των θρησκειών και των ποικίλων κοσμοθεωριών μαζί!
Από την άλλη πλευρά, είναι δυνατόν σε επίσημο κείμενο του Υπουργείου, όπως είναι το ΠΣ για τα Θρησκευτικά, να παραποιείται εσκεμμένα η πραγματικότητα και η επιστημονική αλήθεια, όπως για παράδειγμα με αυτό που αναφέρεται για την Ευρώπη: «Εντός ενός πλαισίου πλουραλιστικών εξελίξεων στην Ευρώπη γινόταν πλέον αποδεκτό πως το ΜτΘ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις της εποχής, διατηρώντας τον «ειδικό» (=χριστιανικό) χαρακτήρα του»[10]; Από ποιον ή ποιους και με ποιες έρευνες «γινόταν πλέον αποδεκτό» ότι το μάθημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει χριστιανικό χαρακτήρα εντός της Ευρώπης, όταν το 95% των ευρωπαϊκών χωρών έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χριστιανικά ΠΣ στα σχολεία τους;
Έχουμε επίσης πρόσφατο και καθοριστικό μήνυμα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, που απέστειλε στο Διήμερο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο που οργανώθηκε από το Εργαστήριο Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ για το Μάθημα των Θρησκευτικών στη Θεσσαλονίκη (Μάρτιος του 2013), που αναφέρει ρητά ότι: «Το πρόγραμμα της εκπαιδεύσεως πρέπει να είναι χριστοκεντρικόν και να έχη ως βαθύτερον στόχον την πνευματικήν καλλιέργειαν των μαθητών». Το ίδιο Συνέδριο στη Θεσσαλονίκη με (27) επιστημονικές εισηγήσεις και πολύωρες συζητήσεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το νέο αυτό Πρόγραμμα είναι ακατάλληλο και επικίνδυνο για να αναπτύξει τη χριστιανική ταυτότητα των παιδιών. Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων απορρίπτει, επίσης, ως απαράδεκτο, μη θεολογικό και μη παιδαγωγικό το νέο ΠΣ. Ο ΟΕ προτείνει ως στόχο της θρησκευτικής μάθησης τη μη συμμόρφωση σε χριστιανικές αξίες; «Η θρησκευτική μάθηση επιχειρεί την υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας» (δηλαδή τη συμμόρφωση σε χριστιανικές αξίες)[11];
Με όλα αυτά διαπιστώνουμε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του ΜτΘ, επιχειρείται να επιβληθεί μία θρησκευτική διδασκαλία στο σχολείο, με πολυθρησκειακή δομή, που οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στον αποχρωματισμό της νεολαίας, όταν, ως γνωστό, τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συνειδητά αποδεικνύεται, αφενός τι σημαίνει να χάνει ο λαός μας την πνευματική του υπόσταση και ταυτότητα και αφετέρου πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να ξαναβρεί τις αξίες, τις αρχές και τα πρότυπα που τον κράτησαν και μπορούν να τον κρατήσουν όρθιο ηθικοπνευματικά και κοινωνικά. Παρόλα αυτά, ένας βασικός στόχος που βάζουν οι συντάκτες για το νέο ΜτΘ είναι «να προσανατολίσει το ενδιαφέρον των μαθητών στην ποικιλία των θρησκευτικών δυνατοτήτων και ηθικών αντιλήψεων που ανιχνεύονται στις θρησκευτικές εμπειρίες»[12].
Υπάρχει, επομένως, προσανατολισμός, κατεύθυνση, καθοδήγηση στη θρησκευτική ποικιλία, με στόχο, αφενός την απομάκρυνση των παιδιών από τη δική τους παραδοσιακή πίστη και αφετέρου την υιοθέτηση μίας πνευματοφθόρας ανάμειξης των θρησκειών στη διδασκαλία, που, κατά τη γνώμη μας, θα προκαλέσει ηθική, πνευματική και κοινωνική σύγχυση, κατάπτωση και εξαθλίωση των νέων μας, κατά δε τη φιλοσοφία των εμπνευστών και υποστηρικτών του Προγράμματος, απελευθέρωση από τη μονοφωνική ορθοδοξία και συνεπώς συμβολή στο κτίσιμο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας!
Αντικειμενικά, είναι φανερό, πλέον, ότι προσδίδονται νέοι πολιτικοί, κοινωνικοί και ιδεολογικοί σκοποί στο νέο ΜτΘ που οδηγούν σε μία αποδόμηση της χριστοκεντρικής ταυτότητας του μαθητή, όταν σημειώνεται αμφισβήτηση στη θρησκευτική του παράδοση και προτείνεται να τον βοηθήσει το ΜτΘ να μετακινηθεί σε θρησκευτικές και κοσμικές παραδόσεις, που αρνούνται τη θρησκευτική αλήθεια! Ακριβώς έτσι περιγράφεται η νέα προσέγγιση του ΜτΘ: «Να αφυπνίσει την αντίληψη του μαθητή, ώστε να συνειδητοποιήσει τις θρησκευτικές προκατανοήσεις του, δηλαδή τη λανθάνουσα ή μερικώς αρθρωμένη θρησκευτική του παράδοση…Να τον βοηθήσει να μετακινηθεί από τις προκατανοήσεις του και να διαλεχθεί με τις αφηγήσεις και τον λόγο βασικών θρησκευτικών, αλλά και κοσμικών παραδόσεων που αρνούνται τη θρησκευτική αλήθεια»[13].
Το ΠΣ, επίσης, αναφέρεται στον παραγκωνισμό των θρησκευτικών «πιστεύω» καθώς και στην αμφισβήτηση της δυνατότητας κοινωνικής συμβίωσης σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα ανθρώπων που έχουν ή πιστεύουν θρησκευτικές αλήθειες: «“τα πιστεύω” που βρίσκονται στον πυρήνα των θρησκευτικών πεποιθήσεων αγνοούνται… Η κριτική προσέγγιση για τη θρησκευτική εκπαίδευση διερευνά το ενδεχόμενο της εστίασης σε ζητήματα θρησκευτικών αληθειών και το κατά πόσο αυτά είναι συμβατά για μια ειλικρινή συμβίωση σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα»[14].
Το ΠΣ, βέβαια, προχωρά και σε άλλες καινοτομίες, όπως αυτήν, με την οποία σχεδιάζεται να καλλιεργείται με το ΜτΘ στα παιδιά στο σχολείο μία νέας μορφής θρησκευτική συνείδηση, που να είναι διαφορετική από τη θρησκευτική συνείδηση με βάση την Εκκλησία. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, γίνεται σαφής διάκριση στο νέο Πρόγραμμα, μεταξύ της σχεδιαζόμενης σχολικής θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών και της προϋπάρχουσας εκκλησιαστικής συνείδησης: «Άλλο πράγμα είναι η “ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης” ως παιδαγωγικός σκοπός της Εκπαίδευσης και άλλο με βάση θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά κριτήρια»[15]. Κατ’ ουσίαν, είναι άγνωστο πώς θα επιτευχθεί αυτό, να έχουν δηλαδή τα παιδιά άλλη εκκλησιαστική θρησκευτική συνείδηση στο σπίτι και στην Εκκλησία και άλλη στο σχολείο με βάση τον σκοπό της Εκπαίδευσης!! Αυτός ωστόσο ο σκοπός της Εκπαίδευσης, που υπαγορεύει μία εκτός Εκκλησίας σχεδιαζόμενη θρησκευτική συνείδηση για ορθόδοξα παιδιά, ούτε στο Σύνταγμα της χώρας ούτε στους εκπαιδευτικούς και τους άλλους νόμους υπάρχει!!
Προς ευόδωση της νέας πολυθρησκειακής αγωγής, καταργείται ουσιαστικά μία βασική προϋπόθεση της χριστιανικής πίστεως και Θεολογίας, που είναι ο σεβασμός και η αποδοχή της ιερότητας και της θεοπνευστίας των ιερών πηγών και κειμένων της χριστιανικής Παραδόσεως, αφού τα ορθόδοξα παιδιά θα μαθαίνουν πλέον ότι όλα αυτά δεν έχουν θεία καταγωγή, αλλά είναι ανθρώπινης κατασκευής και προελεύσεως: «Η βασική της αρχή βρίσκεται στην εκτίμηση ότι οι κονστρουκτιβιστικές θεωρίες της μάθησης, όπου η γνώση εκλαμβάνεται ως ανθρώπινη κατασκευή παρά ως αντανάκλαση μιας αντικειμενικής οντολογικής πραγματικότητας, μπορούν να αποτελέσουν βάση για τη θρησκευτική εκπαίδευση»[16]. «Στη θρησκευτική μάθηση δεν αρμόζει μια αναπαραγωγική άποψη, η οποία δίνει έμφαση στην αναπαραγωγή «έτοιμης» διδακτικής ύλης»[17]. Στο Πρόγραμμα, ακόμη, σημειώνεται με έμφαση ότι: «Η γνώση είναι αληθινή, όταν ελευθερώνει από την απροϋπόθετη και χωρίς κριτήρια «πρόσδεση στο παρελθόν». Χωρίς αυτό το «χειραφετικό ενδιαφέρον», οι «αλήθειες» οποιασδήποτε επιστήμης και γνώσης λειτουργούν στατικά με ενδεχόμενο κίνδυνο την ιδεολογική χρήση τους και την ποικιλότροπη χειραγώγηση»[18].
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω οδηγίες του νέου ΠΣ και του κονστρουκτιβισμού, το παιδί θα αντιλαμβάνεται πλέον τη θρησκευτική γνώση, τις γραφές και την εν γένει αγιοπνευματική παράδοση, ως μία ανθρώπινη κατασκευή και ως αντανάκλαση μίας «αντικειμενικής οντολογικής πραγματικότητας»,αφού «στη θρησκευτική μάθηση»,με τα νέα πολυθρησκειακά δεδομένα «δεν αρμόζει μια αναπαραγωγική άποψη που δίνει έμφαση στην αναπαραγωγή «έτοιμης» διδακτικής ύλης». Αν όμως το παιδί διδάσκεται ότι η θρησκευτική γνώση για να είναι αληθινή θα πρέπει να απελευθερωθεί από την πρόσδεσή της στο παρελθόν, τότε είναι ολοκάθαρο ότι με το νέο ΜτΘ αποκόπτεται το παιδί από κάθε σχέση του με την Ορθοδοξία, της οποίας οι βάσεις βρίσκονται στην πίστη προς τα πρόσωπα και τα γεγονότα της αγίας της γραπτής και άγραφης παράδοσης, στο ένδοξο μαρτυρικό και αγιοπνευματικό της παρελθόν, όπως μαρτυρεί ο Απ. Παύλος: «Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη, ίνα άρτιος ο του Θεού άνθρωπος, προς παν έργον αγαθόν εξηρητημένος»[19].
Συμπερασματικά και με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι το νέο ΠΣ έχει αντιχριστιανικό προσανατολισμό, πολυθρησκειακό χαρακτήρα και πρόκειται, αν ισχύσει, να οδηγήσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά σε μία πλήρη απο-εκκλησιαστικοποίηση, σε έναν αποτρόπαιο θρησκευτικό συγκρητισμό και σχετικισμό, με αποτέλεσμα τη θρησκευτική σύγχυση και τον ηθικό και κοινωνικό μηδενισμό. Δυστυχώς η θεολογική και υπαρξιακή βλάβη της ασθένειας αυτής, που λέγεται πολυθρησκεία στο σχολείο, παρά το γεγονός ότι έχει επισημανθεί δημόσια και αρκούντως από πολλούς, δεν έχει εκτιμηθεί και συνειδητοποιηθεί στον βαθμό που θα έπρεπε μέχρι σήμερα, από μια μερίδα της υπεύθυνης εκκλησιαστικής μας ηγεσίας! Δόξα τω Θεώ, όμως, διότι υπάρχει και η άλλη μερίδα…