Η διαφορά της Ορθόδοξης πίστης από τη «Μεταφυσική» του Διαφωτισμού
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Μία από τις απάτες που κληροδότησε στην ανθρωπότητα η φιλοσοφία του Διαφωτισμού είναι το τέχνασμα της Μεταφυσικής. Η Μεταφυσική είναι μια νέα αντίληψη ή ιδέα για τον Θεό, που επέβαλε ο Διαφωτισμός προκειμένου να υποκαταστήσει αυτό που οι ευσεβείς χριστιανοί ονομάζουν Πίστη. Η Μεταφυσική, συνεπώς, με λογικοφανή και παραπλανητικό τρόπο εισάγει την πεποίθηση στον άνθρωπο ότι ο Θεός δεν είναι ένα αληθινό και πραγματικό πρόσωπο,
αλλά μια λογική έννοια ή λογική σύλληψη σε ένα ουσιαστικά αφηρημένο επίπεδο. Θεμελιωτές της λογοκρατίας υπήρξαν οι σχολαστικοί του Ρωμαιοκαθολικισμού. Ο προσωπικός Θεός της χριστιανικής Αποκάλυψης μετασκευάστηκε σε μια απρόσωπη και αφηρημένη έννοια με ανυπόστατο χαρακτήρα. Ο κύριος εισηγητής του σχολαστικισμού, Θωμάς Ακινάτης, κατά τον Ι. Καρμίρη, θεωρεί τον Θεό ως αντικείμενο επιστήμης, εισάγει την θεωρία των αποδείξεων για την ύπαρξη του Θεού και θεωρεί ότι ο άνθρωπος όσο πιο μορφωμένος και σοφός σε γνώσεις είναι τόσο πιο κοντά μπορεί να βρεθεί στον Θεό. Υπό το πρίσμα της σχολαστικής του γνωσιολογίας, απέκοψε τη θεολογία από την εμπειρία της αγιοπνευματικής προσωπικής σχέσης του ανθρώπου με τον αποκαλυπτόμενο Θεό. Η γνώση, κατά τη θεωρία του Ακινάτη, δεν αφορά στο όλον των δυνάμεων και των δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά μόνον σε ένα μέρος, στη διάνοια. Υιοθετώντας τις θέσεις του Ακινάτη ο Ρωμαιοκαθολικισμός, άνοιξε τον δρόμο προς την απόλυτη κυριαρχία της λογικής, που προέταξε αργότερα ο Διαφωτισμός στην κοινωνικοπολιτική του ιδεολόγηση. Ο Θεός του Σχολαστικισμού και της Μεταφυσικής καταλήγει να είναι μια ιδέα που συλλαμβάνεται από την ανθρώπινη διάνοια. Έτσι, όμως, αλλοιώνεται η χριστιανική διδασκαλία, αφού απορρίπτεται ο αποφατισμός και ο συμβολισμός του Χριστιανισμού -που συνδυάζει λειτουργικά την αποφατική με την καταφατική έκφραση- και η αλήθεια του Θεού εξαντλείται στη δράση της ανθρώπινης λογικής και στη διατύπωση θεολογικών ορισμών και σχολίων για τον Θεό.
Ο άνθρωπος, δηλαδή με την Μεταφυσική, είναι εκείνος που με τη διανοητική του ικανότητα ανακαλύπτει και δημιουργεί τον Θεό της αρεσκείας του. Ο Θεός δεν είναι πλέον ο ών, ο αεί υπάρχων, ο δημιουργός του ανθρώπου και του κόσμου, αλλά ο δημιουργούμενος από τον νου ή τη φαντασιακή ικανότητα του ανθρώπου, με αποτέλεσμα να αλλάζει, πλέον, η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας και να μην είναι δημιουργός του ανθρώπου ο Θεός, αλλά δημιουργός του Θεού ο άνθρωπος. Με το τέχνασμα της Μεταφυσικής, επομένως, η λογική του ανθρώπου καθίσταται αυθαίρετα, η δημιουργική αιτία και δύναμη των πάντων. Ο άνθρωπος, ως κυρίαρχο υποκείμενο, είναι εκείνος που με τη διάνοιά του αποφασίζει να δίνει ύπαρξη, να αλλάζει, να ρυθμίζει τα αντικείμενα. Ο Θεός καθίσταται ένα από τα αντικείμενα που εξουσιάζει ο άνθρωπος . Από απρόσιτος, ακατάληπτος και αμετάβλητος καθίσταται έννοια του ανθρώπου και δημιουργείται ή καταργείται, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις ορέξεις του. Ο άνθρωπος, ως κυρίαρχος υπεράνθρωπος ανακαλύπτει, κατασκευάζει, ερμηνεύει, αναλύει, μεταβάλλει και φανερώνει τον Θεό, με τα υλικά της αυτονομημένης διάνοιας και φαντασίας του. Σε αυτό το πλαίσιο ανθρωπομονιστικής κίνησης, η λογική του ανθρώπου θεωρείται παντοδύναμη. Αυτή εφευρίσκει, λόγω εσωτερικής ανάγκης, την ιδέα του Θεού, ο δε Θεός είναι το αποτέλεσμα του πανίσχυρου νου του ανθρώπου. Πρόκειται για μια αθεϊστική λογική, αφού στη θέση του αληθινού Θεού κατασκευάζεται από τον άνθρωπο ένα υποκατάστατό του -είδωλο- η έννοια του Θεού. Στην ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, ωστόσο, ο Θεός αποτελεί μία πραγματική, αυθύπαρκτη, προσωπική και προ πάντων των αιώνων υπάρχουσα ύπαρξη, που αποκαλύφτηκε στο πρόσωπο του θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Η Αποκάλυψη του Θεού απευθύνεται, όχι απλώς και μόνον στο λογικό του ανθρώπου, αλλά οντολογικά στον όλο άνθρωπο, ο οποίος, με την ασκητική εμπειρία της πίστεως, πιστεύει σ’ Αυτόν. Καθώς, μάλιστα, αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Θεός της χριστιανικής πίστεως δεν είναι μια ιδέα ή μια έννοια, αλλά Εκείνος, «ο ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής» (Α΄ Ιωάν 1, 1).
Η Μεταφυσική, αντίθετα, όπως σημειώθηκε στα ανωτέρω, μεταβάλλει τον Θεό σε ένα κατασκεύασμα του ορθού ανθρώπινου λόγου, σε μια απρόσωπη νοητική σύλληψη, η παρουσία ή η απουσία της οποίας αποδεικνύεται με συλλογιστικά επιχειρήματα με μοναδικό μέσο την ανθρώπινη διάνοια. Επί παραδείγματι, ο διαφωτιστής Καντ ισχυρίζεται ότι Μεταφυσική είναι η γνώση που πηγάζει από τον καθαρό νου και από την καθαρή λογική και ότι οι πηγές της γνώσης δεν μπορεί να είναι εμπειρικές, αλλά πρέπει να βρίσκονται πέρα από την εμπειρία και να περιέχουν μόνον κρίσεις. Έτσι, κάθε αντικειμενική ύπαρξη καταργείται και θεωρείται ως γνήσια πηγή γνώσεως μόνον ό, τι σχετίζεται με την υποκειμενική διάνοια. Αυτή παράγει τα φαινόμενα, και τις έννοιες ή παραστάσεις των φαινομένων και των πραγμάτων και φυσικά την έννοια του Θεού. Όταν όμως ο Θεός, για την Μεταφυσική, αποτελεί μια εξορισμένη από το πραγματικό και το συγκεκριμένο «κενή μορφή» μια περιστασιακή εικόνα ή έννοια της διάνοιας, καταλαβαίνει κανείς πόσο εύκολο είναι, στη συνέχεια, η κενή περιεχομένου έννοια του Θεού, που κατασκευάζεται από και στον ανθρώπινο νου, να ανασκευαστεί να μετασκευαστεί η και να μηδενιστεί από τον χάρτη των εννοιών του ανθρώπου. Συγκριτικά, μπορεί να σημειωθεί ότι Θεός, κατά την εμπειρία της χριστιανικής παραδόσεως και έτσι όπως πιστεύεται ορθοδόξως, είναι συγκεκριμένο και πραγματικό πρόσωπο, του οποίου το σώμα και το αίμα μυστηριακά, πραγματικά και εμπειρικά κοινωνεί ο άνθρωπος, και αυτή είναι η λήψη του αληθινού χριστιανικού Πνεύματος και η εύρεση της αληθινής πίστεως ως βασικών μέσων αληθινής κοινωνίας με τον Θεό. Ο Θεός της Μεταφυσικής, αντιθέτως, αποτελεί μια φανταστική ιδέα ή μια λογική και αόριστη έννοια, ένα ανύπαρκτο, στην πραγματικότητα, ον, που το δημιουργεί ή το απορρίπτει η λογική του ανθρώπου και δεν έχει σχέση με την ζωντανή προσωπική πραγματικότητα. Η ορθόδοξη Εκκλησία, και όλες οι ενέργειες και οι σχέσεις της, από την ποιμαντική έως την χριστιανική αγωγή και έως τους διαλόγους της, αν θέλει όχι μόνον να λέγεται αλλά και να είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική είναι ανάγκη να απεγκλωβιστεί από τέτοιους δυτικής ή διαφωτισμικής μορφής Μεταφυσικούς εγκλωβισμούς και να κινείται στο πλαίσιο της πνευματικής και συνοδικής εμπειρίας της ορθόδοξης παραδόσεως των αγίων Πατέρων της.
Ορθόδοξη Αλήθεια, 6/7/2016