Συνεχίζεται ο διάλογος με τους αρμόδιους φορείς και η επεξεργασία διάταξης για την Ιδιωτική Εκπαίδευση, η οποία θα κατατεθεί το επόμενο διάστημα.

Διαβάστε:

Το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας περιλαμβάνει διατάξεις που αντιμετωπίζουν τόσο μείζονα θέματα κατεύθυνσης του ερευνητικού συστήματος, όσο και σοβαρά λειτουργικά προβλήματα, που δημιουργήθηκαν μετά την ψήφιση του ν.4310/2014.

Επίσης, ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων που θα συντελέσουν στην θεραπεία των προβλημάτων που προέκυψαν από την εφαρμογή των νόμων για την ανώτατη εκπαίδευση (ενδεικτικά των νόμων: 4009/2011, 4076/2012, 4115/2013, 4132/2013, 4142/2013, 4178/2013, 4186/2013, ). Στις προτεινόμενες διατάξεις δεν περιλαμβάνονται θέματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο του νέου θεσμικού πλαισίου το οποίο θα προκύψει από δημόσιο και καθολικό διάλογο με τα Ιδρύματα και τους εμπλεκόμενους φορείς αλλά και την κοινωνία.

Ρυθμίζονται ζητήματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία αφορούν την εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων καθώς και την ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας, θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής καθώς και των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης.

Το νομοσχέδιο

Οι παρούσες διατάξεις σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, αποτελούν επείγουσα και μεταβατική νομοθετική παρέμβαση στους τομείς της Έρευνας και της Τεχνολογίας. Η παρέμβαση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αντιμετωπιστούν τόσο μείζονα θέματα κατεύθυνσης του ερευνητικού συστήματος, όσο και σοβαρά λειτουργικά προβλήματα, που δημιουργήθηκαν μετά την ψήφιση του ν.4310/2014. Ταυτόχρονα η παρέμβαση αυτή είναι απαραίτητη ,προκειμένου να διορθωθούν αμφισημίες και θεσμικά κενά αλλά και να στηριχθεί το έργο που έχει παραχθεί μέχρι τώρα στον ερευνητικό ιστό στα πεδία της γνώσης και του πολιτισμού. Παράλληλα, τα νέα μέτρα στοχεύουν στην άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών των μνημονιακών πολιτικών, που έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στον ερευνητικό ιστό της χώρας και στο ανθρώπινο δυναμικό, και ειδικότερα, έχουν οδηγήσει μεγάλο αριθμό νέων επιστημόνων σε αναγκαστική μετανάστευση.

Οι μεταβατικές διατάξεις που προτείνονται δεν αποτελούν τη συνολική μεταρρυθμιστική άποψη του Υπουργείου, αλλά συνιστούν ένα πρώτο βήμα εν όψει της διαμόρφωσης ενός νέου νόμου πλαισίου για την έρευνα και τη τεχνολογική ανάπτυξη, το οποίο θα αντανακλά τη γενικότερη εθνική στρατηγική της κυβέρνησης και θα στοχεύει στην βέλτιστη αξιοποίηση του υπάρχοντος επιστημονικού δυναμικού και στη διασύνδεση της Έρευνας με τη κοινωνία και τη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Η τελική διαμόρφωση και η υλοποίηση του νέου αυτού νόμου προϋποθέτει ευρύτερο διάλογο και ανταλλαγή απόψεων με όλους τους φορείς της ερευνητικής και της ακαδημαϊκής κοινότητας, και προβλέπεται να ακολουθήσει τη ψήφιση του παρόντος.

Οδηγός και βάση για την ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας είναι η διαπίστωση ότι, παρ’ όλα τα προβλήματα, στη χώρα εξακολουθεί να παράγεται πρωτότυπο και διεθνώς αναγνωρισμένο έργο. Το έργο αυτό είναι καρπός επίμονων προσπαθειών που καταβάλλονται από την ελληνική ερευνητική κοινότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από την αφοσίωσή της στην Επιστήμη και την προσήλωσή της στα ερευνητικά και εκπαιδευτικά της καθήκοντα. Ο ερευνητικός ιστός στηρίζει την εθνική προσπάθεια για την παραγωγή νέας γνώσης και προβλέπεται να έχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας και στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Πιο συγκεκριμένα, στο εν λόγω Κεφάλαιο διατυπώνονται διατάξεις οι οποίες τροποποιούν, αντικαθιστούν, ή καταργούν κύριες διατάξεις του ν.4310/2014.

Ειδικότερα:
– Αντιμετωπίζονται σοβαρές δυσλειτουργίες στη λειτουργία των ερευνητικών κέντρων/ινστιτούτων καθώς και θεσμικά κενά, που προέκυψαν από την εφαρμογή του ν.4310/2014
– Τροποποιούνται διαδικασίες που αφορούν τον τρόπο λήψης αποφάσεων και τη συγκρότηση οργάνων, επί τα βελτίω όσον αφορά με σκοπό την αποφυγή υπερ-συγκέντρωσης εξουσιών και την τόνωση της δημοκρατικής συμμετοχής και ελέγχου (π.χ. ΠΣΕΚ, Επιστημονικά Γνωμοδοτικά Συμβούλια Ινστιτούτων, διαφανείς διαδικασίες, ξεκάθαροι ορισμοί).
– Αντιμετωπίζονται άμεσες εκκρεμότητες και υπάρχουσες ή διαφαινόμενες δυσλειτουργίες στη ροή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και στη λειτουργία των ερευνητικών φορέων (π.χ. μητρώο αξιολογητών, κρίσεις/προαγωγές ερευνητών, εκλογή διευθυντών).
– Αποκαθίστανται διατάξεις που αφορούν εργασιακά θέματα και οι οποίες δημιούργησαν εργασιακή ανασφάλεια και περαιτέρω πολυτυπία σχέσεων εργασίας.
– Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια για σηματοδότηση μιας στροφής που ήδη επιχειρείται από τη κυβέρνηση στην Έρευνα: τη στροφή στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας με σκοπό τη σχεδίαση και υλοποίηση ενός συνεκτικού Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την Έρευνα, τη Τεχνολογική Ανάπτυξη και τη Καινοτομία, το οποίο θα πρέπει να αντανακλά τις εθνικές προτεραιότητες, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και σκοπό την έξοδο από την κρίση.

Με το άρθρο 1 τροποποιείται επί το ορθότερο το αντικείμενο και ο σκοπός του ν. 4310/2014. Ειδικότερα, ορίζεται ρητά ότι η ανάπτυξη και η προαγωγή της έρευνας αποτελούν υποχρέωση του Κράτους, σε συμφωνία με το άρθρο 16 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι «… η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η δε ανάπτυξη και προαγωγή τους αποτελούν υποχρέωση του Κράτους».

Με το άρθρο 2 τροποποιούνται, μεταξύ άλλων, ακαδημαϊκά αμφίσημοι ή και λανθασμένοι ορισμοί, όπως π.χ. οι ορισμοί της βασικής έρευνας, της αριστείας, καθώς και αυτός του δημόσιου ερευνητικού οργανισμού. Αντίστοιχα, καταργούνται ορισμοί οι οποίοι είτε θα μπορούσαν να δημιουργήσουν παρανοήσεις, καθώς και ορισμοί οι οποίο δεν έχουν αντίκρισμα εντός του ελλαδικού χώρου (όπως π.χ. ο ορισμός των «εξόχως απόκεντρων περιοχών»). Επίσης, επαναναδιατυπώνεται ο ορισμός της έννοιας «έργο ΕΤΑΚ», ώστε να διευρυνθεί η έννοια αυτή ως προς την καινοτομία και τις ερευνητικές υποδομές.

Με το άρθρο 3 τροποποιείται το άρθρο 3 του ν. 4310/2014, προκειμένου να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής του νόμου.

Με το άρθρο 4 τροποποιείται το άρθρο του άρθρου 4 του ν. 4310/2014 και τίθεται ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας η χάραξη και υλοποίηση εθνικής πολιτικής έρευνας, μετά από ψήφιση στο ελληνικό κοινοβούλιο, υποσύνολο της οποίας αποτελεί η ΕΣΕΤΑΚ. Περαιτέρω καταργείται, μεταξύ άλλων, η παράγραφος η οποία παρείχε συνοπτικά τις διαδικασίες κατάρτισης της ΕΣΕΤΑΚ, δεδομένου ότι πλέον εισάγεται νέο άρθρο, που αναφέρεται διεξοδικά στις διαδικασίες κατάρτισης της ΕΣΕΤΑΚ. Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει η ΕΣΕΤΑΚ, καταργούνται σειρά περιπτώσεων της παραγράφου 1, οι οποίες δεν συνάδουν με τον σκοπό και το γενικότερο πλαίσιο διαμόρφωσης της ερευνητικής πολιτικής.

Με το άρθρο 5 αναμορφώνεται το περιεχόμενο του άρθρου 5 του ν. 4310/2014 και πλέον περιλαμβάνει διατάξεις για τις διαδικασίες κατάρτισης της ΕΣΕΤΑΚ. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4310/2014 καταργούνται, δεδομένου ότι προέβλεπαν την κατάρτιση Σχεδίου Δράσης. Το Σχέδιο Δράσης κρίθηκε περιττό αφού το περιεχόμενό του εν πολλοίς ταυτίζεται με αυτό της ΕΣΕΤΑΚ και η εφαρμογή του θα μπορούσε (μόνο) να καθυστερήσει την υλοποίηση της ερευνητικής πολιτικής που επιλέγει η χώρα. Παράλληλα, οι ανάγκες που αντιμετωπίζονταν με το Σχέδιο Δράσης, μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να προβλεφθούν και να αντιμετωπισθούν με έγκαιρο και ουσιαστικό τρόπο στο πλαίσιο της ΕΣΕΤΑΚ.

Με το άρθρο 6 αναδιατυπώνεται ο οικείος τομέας του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (άρθρο 6 ν. 4310/2014) και η αρμοδιότητα σχεδιασμού και την υλοποίησης της εθνικής πολιτικής ΕΤΑΚ και της διασφάλισης των πόρων χρηματοδότησης των δράσεων ΕΤΑΚ (άρθρο 7 ν. 4310/2014).

Με το άρθρο 7 τροποποιείται το άρθρο 8 του ν. 4310/2014. Ειδικότερα, αναμορφώνονται οι αρμοδιότητες του Γ.Γ.Ε.Τ. και ορισμένες από αυτές μεταφέρονται στον αρμόδιο για ζητήματα έρευνας Αναπληρωτή Υπουργό Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Με το άρθρο 8 αναδιατυπώνεται το άρθρο 10 του ν. 4310/2014, το οποίο προβλέπει τη συγκρότηση Περιφερειακών Συμβουλίων Έρευνας και Καινοτομίας, δηλαδή συμβουλευτικών οργάνων για την υποστήριξη και υλοποίηση της ΕΣΕΤΑΚ σε περιφερειακό επίπεδο. Ειδικότερα, αν και πρόκειται για ένα νέο και ιδιαίτερα χρήσιμο θεσμό προώθησης και διάχυσης της έρευνας, εντούτοις όπως είχαν προβλεφθεί τα εν λόγω Συμβούλια ήταν αφενός μεν δυσλειτουργικά, αφετέρου δε μη αντιπροσωπευτικά, με συνέπεια να ευνοείται η αναπαραγωγή «πελατειακών» δικτύων. Για τον λόγο αυτόν, αναδιατυπώνεται το επίμαχο άρθρο, μεταξύ άλλων, σε ό,τι αφορά τα προσόντα των μελών των εν λόγω Συμβουλίων, καθώς και τη διαδικασία επιλογής και συγκρότησής τους, η οποία μεταφέρεται από τον Περιφερειάρχη στο Περιφερειακό Συμβούλιο. Επίσης, ορίζεται ότι πλέον τα ΠΣΕΚ θα αποτελούνται από 11 και όχι από 7 μέλη.

Με το άρθρο 9 τροποποιείται το άρθρο 11 του ν. 4310/2014. Καταρχήν, μετονομάζεται το ΕΣΕΤΑΚ σε ΕΣΕΚ προς αποφυγή συγχύσεων με την ΕΣΕΤΑΚ. Περαιτέρω, αναμορφώνεται η αποστολή του ΕΣΕΚ. Και τούτο, προκειμένου το Όργανο αυτό να αποτελέσει πραγματικά ένα χρήσιμο γνωμοδοτικό εργαλείο για τη χάραξη της ευρύτερης εθνικής στρατηγικής στην Έρευνα και την Καινοτομία. Εντέλει, ορίζεται ότι τα μέλη του ΕΣΕΚ θα είναι 17 και όχι 15, όπως αρχικά προβλεπόταν στον ν. 4310/2014.

Με το άρθρο 10 τροποποιείται το άρθρο 12 του ν. 4310/2014 και ρυθμίζονται ζητήματα του τρόπου επιλογής των μελών του ΕΣΕΚ. Και τούτο, προκειμένου το νέο ΕΣΕΚ να συσταθεί με τρόπο γρήγορο, διαφανή και νόμιμο. Έτσι, απλοποιείται η επιταχύνεται η διαδικασία επιλογής του ΕΣΕΚ. Περαιτέρω, προβλέπεται ο διαχωρισμός του ΕΣΕΚ σε δύο επιτροπές (την επιτροπή έρευνας και τεχνολογίας και την επιτροπή καινοτομίας και αναπτυξιακών εφαρμογών), προκειμένου να προετοιμάζονται καλύτερα προς την ολομέλεια του ΕΣΕΚ, η οποία και θα λαμβάνει τις οριστικές θέσεις. Με τον τρόπο αυτό, το ΕΣΕΚ θα μπορεί να διαδραματίζει ένα πιο ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ερευνητικής πολιτικής.

Με το άρθρο 11 τροποποιείται το άρθρο 13 του ν. 4310/2014. Καταρχήν, διασφαλίζεται η λειτουργία των ερευνητικών φορέων με βάση τον ισχύοντα νόμο περί έρευνας και τους Οργανισμούς και Εσωτερικούς Κανονισμούς τους. Περαιτέρω, προκειμένου πλέον να διασφαλίζεται η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και ο κοινωνικός έλεγχος, ορίζεται ότι πλέον οι ερευνητικοί φορείς θα συνιστώνται, θα συγχωνεύονται και θα καταργούνται με νόμο και όχι με προεδρικό διάταγμα.

Με το άρθρο 12 τροποποιείται το άρθρο 13α του ν. 4310/2014. Καταρχάς, επιχειρείται αναλυτική καταγραφή των ήδη υπαρχόντων και λειτουργούντων ερευνητικών κέντρων, όπως αυτά προβλέπονταν με το ως άνω άρθρο, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 123 του ν. 4316/2014. Επίσης, ορίζεται ότι στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για τα ζητήματα του προσωπικού υπάγεται πλέον το Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών και τα Κέντρα Έρευνας της Ακαδημίας Αθηνών

Με το άρθρο 13 τροποποιούνται διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4310/2014 και προστίθενται νέες διατάξεις σε αυτό. Και τούτο, με σκοπό αφενός μεν την απλοποίηση της διαδικασίας συγκρότησης των ΔΣ των ερευνητικών φορέων, αφετέρου δε, τη βέλτιστη λειτουργία αυτών. Καταρχήν, με σκοπό την μείωση της γραφειοκρατίας, ορίζεται ότι τα διοικητικά συμβούλια συγκροτούνται και ανασυγκροτούνται με απόφαση του αρμόδιου για θέματα Έρευνας Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Ρυθμίζεται επίσης, η διαδικασία ορισμού Προέδρου του ΔΣ σε περίπτωση που ο τελευταίος ελλείψει για οποιονδήποτε λόγο, ενώ ορίζεται η διαδικασία σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο σχηματισμός απαρτίας του ΔΣ του ερευνητικού φορέα. Περαιτέρω, ορίζεται ότι στις συνεδριάσεις των ΔΣ των ερευνητικών κέντρων δύναται να παρίσταται χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας, ο οποίος θα ορίζεται από τον αρμόδιο Υπουργό. Τέλος, εισάγεται ρύθμιση με σκοπό να διασφαλιστεί ότι τα μέλη των ΔΣ δεν θα επιδιώκουν προσωπικά συμφέροντα που ενδεχομένως θα έρχονται σε αντίθεση με αυτά των ερευνητικών κέντρων. Συμπερασματικά, με τις παρούσες ρυθμίσεις επιδιώκεται η θωράκιση της ανεξαρτησίας των ερευνητικών κέντρων, με ταυτόχρονη διασφάλιση της κρατικής εποπτείας.

Με το άρθρο 14 τροποποιούνται διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 4310/2014 που αφορούν τους Διευθυντές των ερευνητικών κέντρων, με σκοπό τον περιορισμό των διοικητικών πράξεων και της γραφειοκρατίας. Προβλέπεται, αναπληρωτής διευθυντής Ινστιτούτου, προκειμένου να αναπληρώνει τον διευθυντή όταν αυτός για οποιοδήποτε λόγο ελλείπει. Περαιτέρω, προς τον σκοπό της μεγαλύτερης διαφάνειας και συμμετοχής του προσωπικού στην διαδικασία της αξιολόγησης του έργου των διευθυντών, προβλέπεται ότι, μαζί με την έκθεση πεπραγμένων στον Υπουργό, εφεξής θα υποβάλλεται και έκθεση αξιολόγησης του έργου των διευθυντών, η οποία θα πραγματοποιείται από το σύνολο του προσωπικού του ερευνητικού φορέα. Εντέλει, τροποποιείται η διαδικασία επιλογής του διευθυντή ερευνητικού κέντρου, στην οποία πέραν του ΕΣΕΚ θα συμμετέχει πλέον, με τον ειδικότερο τρόπο που ορίζεται στο άρθρου, και το σύνολο του ερευνητικού προσωπικού του ερευνητικού φορέα.

Με το άρθρο 15 καταργούνται οι διατάξεις εκείνες του άρθρου 17 του ν. 4310/2014, οι οποίες προέβλεπαν τη θέσπιση νέων Επιστημονικών Συμβουλίων των Ινστιτούτων. Και τούτο, καθ’ ό μέτρο επρόκειτο για δυσλειτουργικά όργανα, τα οποία αναμένεται να δημιουργήσουν σειρά οργανωτικών προβλημάτων στη λειτουργία των ερευνητικών κέντρων. Αντί αυτών, επαναφέρονται τα Επιστημονικά Συμβούλια των Ινστιτούτων, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 1514/1985 και ορίζεται ότι τα τελευταία ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπει ο ν. 1514/1985, καθώς και αυτές που ο ν. 4310/2014 προβλέπει ότι ασκούνται από τα Επιστημονικά Συμβούλια των Ινστιτούτων. Μέλη των Ε.Σ.Ι. μπορούν πλέον να είναι ερευνητές ή ΕΛΕ του ινστιτούτου βαθμίδας Α’ ή Β’, ή συνεργαζόμενοι καθηγητές ΑΕΙ αντίστοιχης βαθμίδας. Περαιτέρω, ενδυναμώνεται ο ρόλος των λόγω Επιστημονικών Συμβουλίων, αφού ορίζεται ότι, εκτός από τις γνωμοδοτικές αρμοδιότητες που προέβλεπε ο ν. 1514/1985, τα Ε.Σ.Ι. παρέχουν σύμφωνη γνώμη για την προκήρυξη θέσεων ερευνητών και, εν συνεχεία, ορίζουν τις επιτροπές (εισηγητική και κρίσης) για τις κρίσεις των ερευνητών.

Με το άρθρο 16 καταργούνται σειρά διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 4310/2014 και το εν λόγω άρθρο αναδιατυπώνεται εκ νέου. Ως βάση του νέου άρθρου έχουν ληφθεί τα άρθρα 15-17 και 20 του ν. 1514/1985, όπως αυτά ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους από το ν. 2919/2001. Επιπλέον, στο παρόν άρθρο έχουν συμπεριληφθεί χρήσιμες ρυθμίσεις του άρθρου 18 του ν. 4310/2014. Με τον τρόπο αυτό, αφενός μεν διορθώνονται σφάλματα και ασάφειες που περιλαμβάνονταν στο εν λόγω άρθρο, αφετέρου δε επικαιροποιούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του ν. 1514/1985 και του ν. 2919/2001. Και τούτο, προς τον σκοπό της μεγαλύτερης δυνατής εργασιακής ασφάλειας και της καλύτερης λειτουργίας των ερευνητικών φορέων.

Με το άρθρο 17 τροποποιείται το άρθρο 20 του ν. 4310/2014 προς τον σκοπό την μεγαλύτερης δυνατής διασφάλισης των οικονομικών των ερευνητικών φορέων.

Με το άρθρο 18 τροποποιείται το άρθρο 21 του ν. 4310/2014 έτσι ώστε αφενός μεν να ρυθμιστεί η προστασία των αποτελεσμάτων της διανοητικής ιδιοκτησίας των εφευρετών, αφετέρου δε να ρυθμιστεί, με ευελιξία και ασφάλεια, η αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων των ερευνητικών κέντρων.

Με το άρθρο 19 τροποποιούνται διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4310/2014. Ειδικότερα, αντικαθίστανται οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 27. Η παράγραφος 3 προβλέπει την έγκριση του Μητρώου Πιστοποιημένων Αξιολογητών από το ΕΣΕΤΑΚ και από τα αρμόδια κατά επιστημονικό τομέα ΤΕΣ, πράγμα το οποίο καθιστά εξαιρετικά χρονοβόρα την διαδικασία κατάρτισης του Μητρώου. Με την προτεινόμενη τροποποίηση εξουσιοδοτείται ο Γενικός Γραμματέας να συγκροτεί τριμελή επιτροπή από στελέχη της ΓΓΕΤ, η οποία θα είναι αρμόδια να κρίνει την καταλληλότητα και την επάρκεια των υποψηφίων. Η άσκηση της κρίσης αυτής δεν απαιτεί ιδιαίτερη επιστημονική κατάρτιση και δεν δικαιολογείται η ανάθεσή της στο κορυφαίο επιστημονικό Όργανο της χώρας. Η παράγραφος 4, που αντικαθίσταται, προβλέπει την υπογραφή πρακτικού με το οποίο παρέχεται όρκος ή διαβεβαίωση από τους εγγραφόμενους στο Μητρώο ότι θα τηρούν τους νόμους και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που προσκτώνται. Με τη νέα διάταξη αντικαθίσταται το πρακτικό και ο όρκος από απλή έγγραφη δήλωση των υποψηφίων ότι θα τηρούν τους νόμους και την εμπιστευτικότητα και ότι οποτεδήποτε τους ανατεθεί έργο που έρχεται σε σύγκρουση με συμφέροντά τους οφείλουν άμεσα να το γνωστοποιούν και να απέχουν από τη διαδικασία αξιολόγησής του.

Με το άρθρο 20 προστίθενται στην παράγραφο 7 του άρθρου 28 του ν. 4310/2014 ότι οι συγκεκριμένες υποτροφίες που χορηγούνται για την λήψη μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος δεν επιβαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό, αλλά το προϋπολογισμό του προγράμματος στο οποίο απασχολείται ο ερευνητής.

Με το άρθρο 21 τροποποιείται το άρθρο 29 του ν. 4310/2014 σχετικά με την αξιολόγηση του προσωπικού των ερευνητικών κέντρων. Και τούτο, διότι το άρθρο αυτό, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο ν. 4310/2014 ήταν ασαφές και περιείχε πολλές αντιφατικές ρυθμίσεις, γεγονός το οποίο δημιουργούσε εργασιακή ανασφάλεια για το ερευνητικό προσωπικό και διοικητικά προβλήματα για τα ερευνητικά κέντρα. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατή παρά η κατάργησή του και η επαναφορά της προηγούμενης ρύθμισης του ν. 1514/1985. Έτσι, ρυθμίζονται ζητήματα επιλογής του ερευνητικού προσωπικού, όπως αυτά ίσχυαν με το άρθρο 16 του ν. 1514/1985 και ορίζονται οι αντίστοιχες για κάθε βαθμίδα επιτροπές κρίσης. Εντούτοις, με την εν λόγω ρύθμιση δεν επαναφέρεται αυτούσια η προϊσχύσασα διάταξη, αλλά με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, διαφοροποιείται η σύνθεση των επιτροπών κρίσης των ερευνητών, με συμμετοχή περισσότερων «εσωτερικών» μελών. Περαιτέρω, ορίζεται ότι για την υποβοήθησή τους, οι επιτροπές θα επικουρούνται από 3μελείς εισηγητικές επιτροπές. Τέλος, ορίζεται ότι αρμόδιο όργανο για την συγκρότηση των επιτροπών αυτών (επιτροπές κρίσης και εισηγητικές επιτροπές) είναι τα Επιστημονικά Συμβούλια των Ινστιτούτων.

Με το άρθρο 22 αντικαθίσταται το άρθρο 30 του ν. 4310/2014, το οποίο προβλέπει τον εθνικό κατάλογο κριτών. Ειδικότερα, αντί της γραφειοκρατικής διαδικασίας έκδοσης της υπουργικής απόφασης, η οποία προϋπέθετε ονομαστική αποτύπωση όλων ανεξαιρέτως των μελών του εν λόγω καταλόγου, με την τροποποίηση εξορθολογίζεται η διαδικασία. Πλέον, ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει αυτοδικαίως όλους τους διευθυντές των ερευνητικών κέντρων και των ινστιτούτων τους, τους προέδρους των τεχνολογικών φορέων, τους εν ενεργεία καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές ΑΕΙ και εν ενεργεία ερευνητές Α΄ και Β΄ βαθμίδας της ημεδαπής. Και τούτο, χωρίς να απαιτείται και η ονομαστική καταγραφή τους. Παράλληλα, ορίζεται ότι ο εν λόγω κατάλογος θα μπορεί, πέραν των ανωτέρω, να περιλαμβάνει (ονομαστικά) και καταξιωμένους και έγκριτους επιστήμονες της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Σε αντίθεση με την προγενέστερη ρύθμιση, η παρούσα τροποποίηση θεσμοθετεί μια διαδικασία ταχύτερη, σαφέστερη και πιο δημοκρατική.

Με το άρθρο 23 αντικαθίσταται η παράγραφος 5 του άρθρου 37 του ν. 4310/2014. Και τούτο, προκειμένου να καταστεί εφικτή η μεταφορά στη ΓΓΕΤ υπαλλήλων, οι οποίοι επί χρόνια απασχολούνται σε αυτή. Η εν λόγω πρόβλεψη δεν επιφέρει παραπάνω δημοσιονομικό κόστος, αφού οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι ήδη μισθοδοτούνται από τον τακτικό προϋπολογισμό των φορέων και επιπλέον προβλέπεται μεταφορά των αντίστοιχων κονδυλίων στον προϋπολογισμό της Γ.Γ.Ε.Τ..

Με το άρθρο 24 του σχεδίου νόμου επιφέρονται μια σειρά αλλαγών αφενός μεν στους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς, αφετέρου δε στους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων και των Α.Ε.Ι.. Και τούτο, με απώτερο στόχο την δημιουργία ευέλικτων και λειτουργικών διαδικασιών που θα οδηγήσουν στην ταχύτερη απορρόφηση των κονδυλίων και εντέλει την αποτελεσματικότερη υλοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων. Συγκεκριμένα:

Με την πρώτη παράγραφο τροποποιείται το άρθρο 93 του ν. 4310/2014 και ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που απασχολούνται στα προγράμματα των δημόσιων ερευνητικών φορέων δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις και απασχολούνται σε αυτά, καθ’ όλη την διάρκειά τους και μέχρι την λήξη τους, με ανανεούμενες συμβάσεις εργασίας. Και τούτο, χωρίς του περιορισμούς που θέτει ο ν. 2190/1994 και η ΠΥΣ 33/2006. Κατά το μέτρο που το σύνολο των αποδοχών του προσωπικού αυτού δεν επιβαρύνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον κρατικό προϋπολογισμό, με την παρούσα ρύθμιση παρέχεται στους Ερευνητικούς και Τεχνολογικούς Φορείς η απαραίτητη ευελιξία για την έγκαιρη και άρτια εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων και των ερευνητικών συμβολαίων που υλοποιούν.

Με την δεύτερη παράγραφο ρυθμίζονται ζητήματα των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας, δηλαδή φορέων που υλοποιούν ερευνητικά προγράμματα. Ειδικότερα, στα ερευνητικά κέντρα είναι δυνατή η σύσταση ΕΛΚΕ για τη χρηματοδότηση και υλοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων. Για το λόγο αυτό, οι ερευνητικοί φορείς μπορούν να συντάξουν Οδηγό Χρηματοδότησης τους ΕΛΚΕ, όπου και θα αναφέρονται αναλυτικά όλες οι διαδικασίες χρηματοδότησης και περαιτέρω διάθεσης των κονδυλίων. Αντίστοιχα, για τα νπιδ, οι ανωτέρω ρυθμίσεις θα συμπεριλαμβάνονται στους Εσωτερικούς τους Κανονισμούς.

Στην τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι οι ΕΛΚΕ των ερευνητικών κέντρων, των ΑΕΙ και της ΓΓΕΤ συνιστούν αυτοτελείς μονάδες. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη αίρει οργανωτικές αμφισημίες ως προς τη φύση των τελευταίων.

Με την τέταρτη παράγραφο ορίζεται ότι για τους ΕΛΚΕ (όπως, εξάλλου, και στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα) ισχύει το όριο των 20.000 ευρώ για τις απευθείας αναθέσεις σε περιπτώσεις προμηθειών. Είναι προφανές ότι μια τέτοια πρόβλεψη είναι απαραίτητη για την ενιαία αντιμετώπιση των προμηθειών από όλο το δημόσιο τομέα.

Με την πέμπτη παράγραφο ρυθμίζονται ζητήματα μετακινήσεων του προσωπικού των ερευνητικών και των τεχνολογικών φορέων. Πρόκειται για μετακινήσεις που δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό των ερευνητικών φορέων. Αντίθετα, συνιστούν επιλέξιμες δαπάνες που αφενός μεν προβλέπονται από τα εκάστοτε ευρωπαϊκά κλπ. προγράμματα και έργα, αφετέρου δε είναι απαραίτητες για την επιτυχή υλοποίησή τους.

Με την έκτη παράγραφο ρυθμίζονται θέματα υποτροφιών των ερευνητικών φορέων με σκοπό την υποστήριξη νέων ερευνητών και την αποφυγή του λεγόμενου «brain drain», χωρίς παράλληλα να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός.

Με την έβδομη παράγραφο ρυθμίζεται ένα ζήτημα που είναι απολύτως αναγκαίο προκειμένου η διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων να μην είναι μια γραφειοκρατική και αργόσυρτη διαδικασία, να παραμείνει ευέλικτη και γρήγορη. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι οι δημόσιες συμβάσεις που συνάπτουν οι ερευνητικοί και τεχνολογικοί φορείς του άρθρου 13α του ν. 4310/2014, ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας της Γ.Γ.Ε.Τ. και οι ΕΛΚΕ των εν λόγω ερευνητικών και ΕΛΚΕ των ΑΕΙ, στο πλαίσιο υλοποίησης των έργων που διαχειρίζονται, με αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, υπάγονται στη διάταξη του άρθρου 139 του Ν.4281/2011 (Α΄204) εφόσον η αξία τους είναι μεγαλύτερη του ποσού των 2.500 Ευρώ (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α.). Το συγκεκριμένο όριο δικαιολογείται, αφού έως αυτό οι συμβάσεις είναι άτυπες και μόνο από το ποσό αυτό και άνω απαιτείται ο έγγραφος τύπος. Ειδικότερα, η υποχρέωση ανάρτησης των πλέον μικρών ποσών δεν συνάδει ούτε με τη φύση των ερευνητικών προγραμμάτων, ούτε με την ανάγκη για γρήγορη απορρόφηση κονδυλίων και ευελιξία στη διαχείριση των προγραμμάτων. Εξάλλου, η διαφάνεια εξυπηρετείται με την ανάρτηση στο πρόγραμμα «Διαύγεια» και με τις επαληθεύσεις και τους διαρκείς ελέγχους των προγραμμάτων από τις διαχειριστικές και λοιπές δημόσιες αρχές.

Με την όγδοη παράγραφο εισάγεται μία αναγκαία διαφοροποίηση του υπολογισμού των αποσβέσεων των παγίων στοιχείων και του εξοπλισμού, που αποκτώνται από τους δημόσιους ερευνητικούς οργανισμούς, αλλά και όλους τους υπόλοιπους φορείς (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου) και τις εταιρείες προς επιδίωξη των σκοπών τους ή για την υλοποίηση συγκεκριμένων χρηματοδοτούμενων έργων, σε σχέση με τις γενικές διατάξεις που ισχύουν κατά την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας από τους διάφορους φορείς. Ειδικότερα, οι χαμηλοί συντελεστές που ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν.4172/2013 σε συνδυασμό με την περιορισμένη χρονική διάρκεια των έργων, που υλοποιούν οι ως άνω φορείς, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη μη απόσβεση της αξίας των αποκτηθέντων παγίων και εξοπλισμού στη διάρκεια του έργου, για το οποίο προορίζονται. Η δε δαπάνη για την απόκτηση του εν λόγω εξοπλισμού, κατά το ποσοστό που παραμένει αναπόσβεστη, θεωρείται μη επιλέξιμη για συγχρηματοδότηση. Η αρνητική αυτή συνέπεια δυσχεραίνει ουσιωδώς την υλοποίηση του ερευνητικού έργου.

Με την ένατη παράγραφο ορίζεται ότι η Επιτροπή Ερευνών μετά από έγκριση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου ή της Συνέλευσης του Τ.Ε.Ι. δύναται να διαθέτει ετησίως ποσοστό έως πενήντα τοις εκατό (50%) του αδιάθετου αποθεματικού του ΕΛΚΕ για την κάλυψη των λειτουργικών του αναγκών, εφάπαξ ή τμηματικά, είτε αποδίδοντάς το στον προϋπολογισμό του αντίστοιχου Α.Ε.Ι., είτε αποδίδοντάς το στην Εταιρία Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας του Πανεπιστημίου, είτε διαχειριζόμενη η ίδια το ως άνω ποσό για λογαριασμό του ιδρύματος. Η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί στην κάλυψη βασικών αναγκών των ΑΕΙ από τα αδιάθετα χρήματα των ΕΛΚΕ (τα οποία προέρχονταν από τις παρακρατήσεις). Περαιτέρω, με τις περιπτώσεις β και γ της ίδιας παραγράφου ρυθμίζεται ένα μεγάλο πρόβλημα των Α.Ε.Ι. και των ερευνητικών φορέων που αφορά σειρά δαπανών τους και το οποίο έχει ενταθεί τα τελευταία έτη κυρίως λόγω της δραματικής μείωσης της τακτικής επιχορήγησης των ανωτέρω φορέων. Τούτο έχει ως συνέπεια την αδυναμία τους να καλύψουν ακόμα και βασικές λειτουργικές ανάγκες (π.χ. καθαριότητα, φύλαξη, κλπ.). Προκειμένου να λειτουργήσουν, οι ανωτέρω φορείς έχουν αναγκαστεί να χρησιμοποιήσουν χρηματικά διαθέσιμα από τις παρακρατήσεις των ερευνητικών προγραμμάτων που έμεναν αναξιοποίητα. Η ως άνω ρύθμιση περιλαμβάνει και τα νπιδ. Τέλος, με την τρίτη περίπτωση της συγκεκριμένης παραγράφου ρυθμίζεται αναλόγως το πρόβλημα των πρόσθετων αμοιβών καθώς και της αμοιβής αποδοτικότητας που δίνονται στο προσωπικό των ανωτέρω φορέων για πρόσθετη εργασία που αυτή προσέφεραν, στο πλαίσιο των έργων των εν λόγω φορέων. Οι πόροι για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά προέρχονται από ίδιους πόρους του ΕΛΚΕ.

Με την δέκατη παράγραφο ορίζεται ότι η ισχύς της ΥΑ που προβλέπεται στο άρθρο 69Α του ν. 4270/2014 θα έχει αναδρομική ισχύ.

Με την ενδέκατη παράγραφο ορίζεται ότι η αμοιβή αποδοτικότητας που προβλέπεται με τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 38 του ν. 3205/2003 αφορά όλες τις κατηγορίες εργαζομένων των Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων. Ειδικότερα, είναι σαφές ότι στην πρόθεση του νομοθέτη ήταν να συμπεριλάβει ευθύς εξαρχής στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης το σύνολο του προσωπικού των Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων και όχι μόνο τους Ερευνητές και τους Ειδικούς Λειτουργικούς Επιστήμονες. Τούτο προκύπτει άλλωστε και από την σαφή και αδιάστικτη διατύπωση «και τις άλλες κατηγορίες προσωπικού» της εν λόγω διάταξης. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη αμοιβή αποδοτικότητας δεν επιβαρύνει τον τακτικό προϋπολογισμό, αλλά υπολογίζεται και καταβάλλεται με βάση ιδιωτικούς, ευρωπαϊκούς, κλπ. πόρους των ερευνητικών κέντρων. Είναι προφανές ότι για την καταβολή της αμοιβής αυτής σε συγκεκριμένους εργαζόμενους προϋποθέτει ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι έχουν πράγματι συμβάλλει στην εισροή των επίμαχων κονδυλίων στο ερευνητικό κέντρο. Αντίστοιχα, χωρίς τη συμμετοχή του προσωπικού αυτού δεν θα καθίστατο δυνατή η εισροή των εν λόγω πόρων στο ερευνητικό κέντρο.

Με την 12η παράγραφο παρέχεται η δυνατότητα σε κατόχους διδακτορικών τίτλων σπουδών να είναι επιστημονικοί υπεύθυνοι ερευνητικών προγραμμάτων. Προς τούτο, θα πρέπει να αποφασίσει ο οικείος φορέας (ερευνητικό ή τεχνολογικό κέντρο ή Α.Ε.Ι.).

Με την 13η παράγραφορυθμίζονται ζητήματα που αφορούν τη διαδικασία της είσπραξης και βεβαίωσης των κρατήσεων στον οικείο ειδικό λογαριασμό των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) και Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) με τις οποίες επιβαρύνονται οι αμοιβές των Καθηγητών και Λεκτόρων των Ιδρυμάτων αυτών. Η θέσπιση των προτεινόμενων διατάξεων κρίνεται επιβεβλημένη μετά και την έκδοση της με αριθμό 3299/2014 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ήρθη κάθε αμφισβήτηση σχετικά με το χαρακτήρα των κρατήσεων αυτών αφού όπως δέχθηκε « ………. από τις διατάξεις που …… προβλέπουν την παρακράτηση ποσοστού επί των αμοιβών από τις ανωτέρω δραστηριότητες μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και τον τρόπο διάθεσης των αντίστοιχων ποσών, συνάγεται ότι οι επίμαχες επιβαρύνσεις δεν έχουν φορολογικό χαρακτήρα, καθόσον τα παρακρατούμενα ποσά διατίθενται υπέρ των οικείων ιδρυμάτων για την κάλυψη δαπανών, απαραίτητων για τις ανάγκες έργων (εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών κ.α.) και την παροχή υπηρεσιών (επιστημονικών, τεχνολογικών κ.α.), που συμβάλλουν στη σύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με την παραγωγή, τα οποία εκτελούνται ή παρέχονται και από το επιστημονικό προσωπικό των Α.Ε.Ι. Οι τελευταίοι είναι, ενόψει αυτού, οι τελικοί αποδέκτες των παρακρατούμενων ποσών, τα οποία συμβάλλουν στην εξασφάλιση των υλικών προϋποθέσεων αξιοπρεπούς ασκήσεως του πανεπιστημιακού τους έργου και απολαμβάνουν δυνατότητες παροχής εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου εντός του Πανεπιστημίου (εγκαταστάσεις, ερευνητικό εξοπλισμό, πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες), ενώ παράλληλα μπορούν να ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα, να επαυξάνουν δε την ιδιωτική τους πελατεία λόγω του αυξημένου κύρους που τους προσδίδει η θέση τους και η εν γένει απασχόλησή τους στο Πανεπιστήμιο.». Παράλληλα, με τις προτεινόμενες διατάξεις αίρεται η οποιαδήποτε αμφισβήτηση σχετικά το ποσοστό της παρακράτησης αυτής, καθιερώνεται ως πειθαρχικό αδίκημα η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης δήλωσης της άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και απόδοσης του αναλογούντος στην παρακράτηση ποσού από τους υπόχρεους, ενώ παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων να εκδώσει απόφαση με την οποία θα καθορίζεται κάθε ζήτημα που αφορά την διαδικασία είσπραξης ή συμψηφισμού των ποσών που πρέπει να αποδίδονται.

Τέλος, με το άρθρο 25 ρυθμίζονται μεταβατικά ζητήματα που είχαν, κατά κύριο λόγο, δημιουργηθεί από την απουσία αντίστοιχων ρυθμίσεων του ν.4310/2014, με κύριο μέλημα την προώθηση της έρευνας στα ερευνητικά κέντρα και τα ΑΕΙ και την διασαφήνιση των εργασιακών θεμάτων του ερευνητικού και λοιπού προσωπικού. Ειδικότερα:

Με την πρώτη παράγραφο αντικαθιστούνται όροι που εμπεριέχονταν στο ν.4310/2014.

Με την δεύτερη παράγραφο παρατείνεται έως τον Ιούλιο του 2016 η προθεσμία προσαρμογής των εσωτερικών κανονισμών των ερευνητικών κέντρων. Επίσης απαλείφεται η κύρωση της αναστολής χρηματοδότησης σε περίπτωση που δεν προσαρμοσθούν εμπροθέσμως οι εσωτερικοί κανονισμοί των ερευνητικών φορέων επειδή πρόκειται για ιδιαιτέρως χρονοβόρα διαδικασία .

Με την τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι αναστέλλεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 η ίδρυση των ερευνητικών φορέων που προβλέφθηκαν για πρώτη φορά με το ν.4310/2014, προκειμένου να επανεξεταστεί η σκοπιμότητα της ίδρυσής τους, στο πλαίσιο αφενός μεν της βιωσιμότητας των φορέων αυτών, αφετέρου δε ενός συνολικού και μακρόπνοου σχεδιασμού του ερευνητικού ιστού της χώρας. Επίσης προβλέπεται ότι για την ίδρυση των ανωτέρω ερευνητικών φορέων πρόκειται να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 43 10/2014 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Με την τέταρτη παράγραφο ρυθμίζονται ζητήματα κρίσης των ΕΛΕ και του εν γένει ειδικού επιστημονικού – τεχνικού προσωπικού (μόνιμου ή με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου), οι οποίοι είχαν υποβάλει αίτηση για κρίση, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 6 του ν.4310/2014. Επίσης, με σκοπό την ενιαία αντιμετώπιση όλων των αιτήσεων προβλέπεται η επανάληψη των κρίσεων που έχουν τυχόν ολοκληρωθεί.

Με την πέμπτη παράγραφο ρυθμίζονται θέματα κρίσης του ερευνητικού προσωπικού. Ειδικότερα, με σκοπό την κατά το δυνατόν ενιαία αντιμετώπιση των κρίσεων του ερευνητικού προσωπικού, προβλέπεται ότι δεν θίγονται οι αποφάσεις επιλογής και εξέλιξης του ερευνητικού προσωπικού που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ενώ οι αιτήσεις για κρίση ερευνητικού προσωπικού που έχουν υποβληθεί μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4310/2014 και για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί αποφάσεις επιλογής ή εξέλιξης εξετάζονται σύμφωνα με το άρθρο 29 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Τέλος διευκρινίζεται ότι τα μέλη των επιτροπών κρίσης που θα συγκροτηθούν εντός του 2015 θα προέρχονται από τους εγκεκριμένους από τα ΤΕΣ καταλόγους κριτών του 2014 προκειμένου να αποφευχθούν καθυστερήσεις στις κρίσεις του ερευνητικού προσωπικού

Στη έκτη παράγραφο ορίζεται η επανασυγκρότηση των Περιφερειακών Συμβουλίων Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΣΕΚ), προκειμένου να συμφωνούν με τις ρυθμίσεις του νέου νόμου.
Με την έβδομη παράγραφο ορίζεται ότι ανακαλούνται αυτοδικαίως και εκδίδονται εκ νέου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος οι προσκλήσεις υποβολής υποψηφιοτήτων που έχουν εκδοθεί καθώς και οι αποφάσεις συγκρότησης των επιτροπών που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 4310/2014.

Με την όγδοη παράγραφο ορίζεται ότι α) λήγει αυτοδικαίως η θητεία του υφιστάμενου ΕΣΕΤ β) για λειτουργικούς λόγους, μέχρι συγκρότηση του ΕΣΕΤ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, συγκροτείται δεκαπενταμελές προσωρινό ΕΣΕΤ. Η επιλογή των μελών του βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου για ζητήματα Έρευνας Αναπληρωτή Υπουργού ΠΕΘ γ) Η θητεία των μελών του προσωρινού ΕΣΕΤ λήγει με τη συγκρότηση του ΕΣΕΤ σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και το αργότερο μετά το πέρας των 4 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

Με την ένατη παράγραφο ορίζεται ότι μέχρι τη συγκρότηση των ΤΕΣ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 12, προς αποφυγή καθυστερήσεων κυρίως στις κρίσεις του ερευνητικού προσωπικού, συνεχίζουν να λειτουργούν τα ΤΕΣ τα οποία είχαν ήδη συσταθεί και λειτουργούσαν σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.1514/1985 (Α 13), όπως ίσχυε και να ασκούν τις αρμοδιότητες που το ως άνω άρθρο τους ανέθετε, καθώς και αυτές που ο ν.4310/2014 ρητά τους αναθέτει. Επίσης ορίζεται ότι από τη συγκρότηση των ΤΕΣ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, λήγει αυτοδικαίως η θητεία των ΤΕΣ που συγκροτήθηκαν βάσει διατάξεων προγενέστερων του παρόντος νόμου.

Με την δέκατη παράγραφο, προκειμένου να μη δημιουργηθούν διοικητικά κενά που θα δημιουργήσουν προβλήματα στη εύρυθμη λειτουργία των ερευνητικών φορέων προβλέπεται ότι: αν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει λήξει η θητεία διευθυντή ερευνητικού κέντρου ή κεντρικής διεύθυνσης ΕΚ ή ερευνητικού ινστιτούτου, ο υπηρετών διευθυντής συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι το διορισμό του νέου και το αργότερο για διάστημα μέχρι έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος. Ωστόσο προς αποφυγή μακρόχρονης υπέρβασης θητειών, αν δεν καταστεί δυνατός ο διορισμός νέου διευθυντή εντός διαστήματος έξι (6) μηνών, το Διοικητικό Συμβούλιο, αναθέτει προσωρινώς, στην μεν περίπτωση ερευνητικού κέντρου ή κεντρικής διεύθυνσης ΕΚ, στον αντιπρόεδρο του ΔΣ, εάν δεν είναι υποψήφιος, στη δε περίπτωση ερευνητικού ινστιτούτου στον αναπληρωτή διευθυντή εάν δεν είναι υποψήφιος- καθήκοντα διαχείρισης των τρεχουσών υποθέσεων, όπως ορίζεται σε σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Εάν ο αντιπρόεδρος του ΔΣ είναι υποψήφιος, ελλείπει ή κωλύεται, τα καθήκοντα του διευθυντή ερευνητικού κέντρου ή κεντρικής διεύθυνσης ΕΚ ασκούνται από έναν από τους διευθυντές των ινστιτούτων, σύμφωνα με την παρ. 15 του άρθρου 15 του ν. 4310/2014, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, μέχρι το διορισμό του νέου διευθυντή. Εάν ο αναπληρωτής διευθυντής ινστιτούτου είναι υποψήφιος ή σε περίπτωση έλλειψης ή κωλύματος αυτού, τα καθήκοντα του διευθυντή ινστιτούτου ασκούνται από τον αρχαιότερο ερευνητή α΄ βαθμίδας του ινστιτούτου ή σε περίπτωση έλλειψης αυτού, από τον αρχαιότερο ερευνητή β΄ βαθμίδας του ινστιτούτου, μετά από σύμφωνη γνώμη του ΕΓΣΙ. Οι παραπάνω αιρεσιμότητες αποσκοπούν αφενός στην κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψη όλων των πιθανών περιπτώσεων διοικητικών κενών και αφετέρου στην προστασία της διαδικασίας επιλογής νέων διευθυντών και της αποφυγής μακροχρόνιων θητειών

Με την ενδέκατη παράγραφο ορίζεται ότι οι προκηρύξεις για τις θέσεις Διευθυντών Ερευνητικών Κέντρων, Διευθυντών Κεντρικής Διεύθυνσης και Διευθυντών Ερευνητικών Ινστιτούτων, που εκδόθηκαν μετά την έναρξη ισχύος ν. 4310/2014 είναι νόμιμες και η σχετική διαδικασία πραγματοποιείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 4310/2014, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει από τον παρόντα.

Με την δωδέκατη παράγραφο προβλέπεται ότι μέχρι την ανασυγκρότηση των Διοικητικών Συμβούλιων των ερευνητικών κέντρων , σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, αυτά συνεδριάζουν νομίμως με την υφιστάμενη κατά τη δημοσίευση του παρόντος σύνθεσή του.

Στην δέκατη τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι, στο πλαίσιο προώθησης της συμμετοχής των γυναικών και ισότητας των δύο φύλων και με βάση το άρθρο 116 του Συντάγματος ο αριθμός των υποψήφιων για το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας (Ε.Σ.Ε.Κ.), τα Τομεακά Ερευνητικά Συμβούλια (Τ.Ε.Σ.), τα Περιφερειακά Συμβούλια Έρευνας και Καινοτομίας (Π.Σ.Ε.Κ.), καθώς και ο αριθμός των μελών των Επιστημονικών Συμβουλίων (Ε.Σ.) των Ερευνητικών Κέντρων και των Επιστημονικών Γνωμοδοτικών Συμβουλίων (Ε.Γ.Σ.) των Ερευνητικών Ινστιτούτων καθορίζεται με βάση την επιστημονική αριστεία και σύμφωνα με την εφαρμογή ποσόστωσης κατ’ ελάχιστο 1/3 για το κάθε φύλο, εφόσον οι υποψήφιοι διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα για την κάλυψη της σχετικής, κατά περίπτωση, θέσης.

Στην δέκατη τέταρτη παράγραφο ορίζεται ότι τα Επιστημονικά Συμβούλια των Ινστιτούτων που συγκροτήθηκαν βάσει των παραγράφων 2, 3, 6 και 7 του άρθρου 17 ν. 4310/2014 καταργούνται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του παρόντος.

Η δέκατη πέμπτη παράγραφος αφορά στη δυνατότητα πρόσληψης νέου και χρησιμοποίησης υφιστάμενου προσωπικού του ΕΛΚΕΘΕ για την επάνδρωση των πλοίων του ΕΛΚΕΘΕ και την υποστήριξη της θαλάσσιας έρευνας της χώρας.

Η δέκατη έκτη παράγραφος ορίζει ότι η διάταξη του άρθρου 13β του ν.706/1997 είναι εν ισχύ, ενώ προβλέπει ότι για την πραγματοποίηση των αποσπάσεων προς τη ΓΓΕΤ απαιτείται απόφαση μόνο του αρμόδιου για ζητήματα έρευνας Αναπληρωτή Υπουργού ΠΟΠΑΙΘ.

Η δέκατη έβδομη παράγραφος στοχεύει στον εξορθολογισμό των οργανωτικών δομών και στη εύρυθμη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρίας Επιστημονικό Πάρκο Πάτρας (ΕΠΠ).

Με την δέκατη όγδοη παράγραφο ορίζεται ότι οι δαπάνες του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ», οι οποίες πραγματοποιήθηκαν παρά την απουσία έγκρισης του προϋπολογισμού του από το εποπτεύον Υπουργείο, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4270/2014, δεν πάσχουν ακυρότητας εξ αυτού του λόγου. Η απουσία έγκρισης του προϋπολογισμού του φορέα από το εποπτεύον Υπουργείο οφείλεται στην καθυστέρηση της διαδικασίας ορισμού Διοικητικού Συμβουλίου από το αρμόδια Υπουργεία και δεν αποτελεί ευθύνη του Φορέα ενώ η μη πραγματοποίηση δαπανών θα συνεπαγόταν στη ουσία την παύση της λειτουργίας του Φορέα.

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Α. Επί της Αρχής:

Τα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, όπως και η ελληνική κοινωνία συνολικά, βρίσκονται τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπα με μια μεγάλη κρίση η οποία αποτυπώνεται ανάγλυφα και σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης στη σημαντική μείωση της κρατικής επιχορήγησης, στη σοβαρή υποστελέχωση του διδακτικού και λοιπού προσωπικού σε σύγκριση με τους διεθνείς δείκτες, αλλά και στη φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, οι οποίοι αποτελούν σημαντικότατο κεφάλαιο για τα ελληνικά Πανεπιστήμια και τη χώρα. Μολονότι τα ελληνικά πανεπιστήμια στην πλειονότητά τους εξακολουθούν να συμπεριλαμβάνονται στο 5% της παγκόσμιας κατάταξης σύμφωνα με το Ισπανικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Consejo Superior de Investigaciones Cientificas (CSIC), έχουν υποχωρήσει παρόλα αυτά δεκάδες θέσεις από τα έτη 2011-2012 και μετά.

Αναγνωρίζεται ότι τα ελληνικά Πανεπιστήμια, χάρη στην αυτοθυσία και στον πατριωτισμό όσων εργάζονται σε αυτά, καταβάλλουν διαρκή και αγωνιώδη προσπάθεια ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν χωρίς εκπτώσεις στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό τους έργο. Ωστόσο, οι καθημερινές δυσκολίες οργάνωσης και λειτουργίας είναι πολλές φορές ανυπέρβλητες. Οι δυσλειτουργίες που παρατηρούνται δεν σχετίζονται μόνο με τις εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες, αλλά και με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο το οποίο είναι ανεπαρκές, παρωχημένο και συχνά αναποτελεσματικό. Η συμβολή της εκπαίδευσης και της έρευνας και ο κρίσιμος ρόλος που καλούνται να επιτελέσουν στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας, υπολείπονται των δυνατοτήτων τους.

Με το προτεινόμενο σχέδιο των διατάξεων που έχουν ενταχθεί στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο , «Ρυθμίσεις για την Έρευνα και άλλες διατάξεις», προωθούνται ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων που θα συντελέσουν στην θεραπεία των προβλημάτων που προέκυψαν από την εφαρμογή των νόμων για την ανώτατη εκπαίδευση (ενδεικτικά των νόμων: 4009/2011, 4076/2012, 4115/2013, 4132/2013, 4142/2013, 4178/2013, 4186/2013, ). Οι παρούσες διατάξεις ρυθμίζουν θέματα επείγοντος και «διαχειριστικού» χαρακτήρα, και επιλύουν τα θέματα που η εφαρμογή ή σε ορισμένες περιπτώσεις η αδυναμία της εφαρμογής των προηγούμενων νόμων δημιούργησε.

Έτσι στις προτεινόμενες διατάξεις δεν περιλαμβάνονται θέματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο του νέου θεσμικού πλαισίου το οποίο θα προκύψει από δημόσιο και καθολικό διάλογο με τα Ιδρύματα και τους εμπλεκόμενους φορείς αλλά και την κοινωνία. Ο διάλογος αυτός που ήδη εξελίσσεται έχει στόχο την ενδυνάμωση των δημόσιων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων τα οποία θα επεξεργάζονται λύσεις με στόχο την κοινωνική πρόοδο, θα συμβάλουν με αξιοπιστία και επάρκεια στην προσπάθεια για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και θα υπηρετούν τις πολλαπλές και σύνθετες κοινωνικές ανάγκες στην κρίσιμη ιστορική περίοδο με την αναγκαία αξιοπρέπεια. Η Ανώτατη Εκπαίδευση έχει καθήκον να αποτελεί τον χώρο όπου η γνώση δεν θα περιορίζεται σε μία εργαλειακή λειτουργία. Είναι προφανές ότι πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος για να συζητηθούν και να αποκρυσταλλωθούν οι κύριες κατευθύνσεις μιας τέτοιας προσπάθειας. Η συνολική αναδιάρθρωση πρέπει να απαντά στα ερωτήματα πώς και για ποιο σκοπό εκπαιδεύονται οι νέοι στα Πανεπιστήμια της Χώρας, με ποιους στόχους και με ποιους τρόπους γίνεται η έρευνα μέσα σ’ αυτά καθώς και σε ποιο επίπεδο και με ποιο περιεχόμενο παράγεται και αναπαράγεται η γνώση.

Επί των άρθρων

Με τις διατάξεις του άρθρου 26 ρυθμίζονται θέματα της διοικητικής λειτουργίας των Πανεπιστημίων, προκειμένου αυτή να καταστεί πιο ευέλικτη, με σκοπό την ορθολογική και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων τους, ενώ παράλληλα διορθώνονται διατάξεις που κατά την εφαρμογή τους διαπιστώθηκαν διοικητικές αρρυθμίες.

Ειδικότερα :

[1] Με τη διάταξη της παραγράφου 1 συμπληρώνεται στο κείμενο της διάταξης της παραγράφου 15 του άρθρου 8 του νόμου 4009/2011 η διάρκεια της θητείας του Πρύτανη, επειδή από παραδρομή δεν περιελήφθη κατά την τροποποίηση της σχετικής διάταξης.

[2] Με τις διατάξεις των παραγράφων 2,3 και 7 αίρεται το ερμηνευτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την ανάδειξη του Πρύτανη και στη διαδικασία για την ανάδειξη του Κοσμήτορα, κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6 της με ημερομηνία 7.10.2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, με τίτλο «Ρύθμιση κατεπειγόντων θεμάτων των Υπουργείων Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων» (ΦΕΚ Α΄ 127/8-10-2015), και θεραπεύονται οι τυχόν δυσμενείς για τη Διοίκηση (π.χ. διορισμός του Κοσμήτορα από αναρμόδιο όργανο) συνέπειες από την εφαρμογή των διατάξεων.

[3] Με τη διάταξη της παραγράφου 4 επιλύονται προβλήματα σχετικά με την άσκηση αρμοδιοτήτων, στην περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο του Ιδρύματος δεν δύναται να συγκροτηθεί και λειτουργήσει νομίμως.
Αναλυτικότερα, το πρότυπο διοίκησης των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ κατά το ν. 4009/2011, είναι συλλογικό, με κατανομή των αρμοδιοτήτων διοίκησης, εποπτείας, ελέγχου, έγκρισης και αναπτυξιακού προγραμματισμού σε τρία όργανα: Το Συμβούλιο, τον Πρύτανη, και τη Σύγκλητο. Θεσμοθετείται δε η συνεργασία των οργάνων διοίκησης, η οποία εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο κατά περίπτωση (έγκριση, πρόταση, γνώμη, σύμφωνη γνώμη) (γνωμ. ΝΣΚ 230/2013). Δηλαδή, τα όργανα των ΑΕΙ, συλλογικά και μονοπρόσωπα, είναι μεταξύ τους διακριτά, τόσο ως προς τον ρόλο ενός εκάστου εξ αυτών, όσο και ως προς τις αρμοδιότητές τους, οι οποίες κατανέμονται και ορίζονται για το καθένα απ’ αυτά με βάση το προσωπικό στοιχείο της ακαδημαϊκής ιδιότητας. Οι κύκλοι της αρμοδιότητας των οργάνων αυτών δεν διατέμνονται σε κανένα σημείο, ενώ εξ άλλης όψεως, δεν αναγνωρίζεται σε κανένα από τα εν λόγω όργανα αρμοδιότητες παράλληλες ή συναπτόμενες με περισσότερες από μία ακαδημαϊκές ιδιότητες (γνωμοδ ΝΣΚ 176/2013).

Ειδικότερα, με τον ανωτέρω νόμο ανατίθεται η διοίκηση των Ιδρυμάτων σε απολύτως διακριτά όργανα και κατανέμονται σε ένα έκαστο εξ αυτών σαφώς διακεκριμένες και αποκλειστικές αρμοδιότητες, έτσι ώστε να μην επέρχεται αλληλοεπικάλυψη, να μην προκαλούνται συγκρούσεις τω οργάνων και να μην διαταράσσεται η εύρυθμη και παραγωγική λειτουργία του Ιδρύματος. Υπό την έννοια αυτή, δεν μπορεί ένα όργανο διοίκησης του Ιδρύματος να ασκήσει αρμοδιότητες, που ανατίθενται σε άλλο – διαφορετικό – όργανο διοίκησης. Αν ο νομοθέτης ήθελε ένα όργανο να ασκεί παραλλήλως και αρμοδιότητες άλλου, διακριτού οργάνου, θα το όριζε ρητώς, ως εξαιρετική περίπτωση, όπως, ενδεικτικά, πράττει για τον Πρύτανη, στις αρμοδιότητες του οποίου είναι και η συμμετοχή του στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου, αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου (γνωμοδ ΝΣΚ 176/2013)

Στην ανωτέρω παραδοχή οδηγεί και η γνωμοδότηση 124/2013 ΝΣΚ, η οποία στα πλαίσια ανάλυσης των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου αποφαίνεται: «Με τις αρμοδιότητες αυτές, το Συμβούλιο αποτελεί ένα αποτελεσματικό όργανο εποπτείας και λογοδοσίας σε αυτό των λοιπών οργάνων του Ιδρύματος (βλ και αιτιολογική έκθεση του άνω νόμου στο άρθρο 8). Το Συμβούλιο εποπτεύει άμεσα ή έμμεσα τα πανεπιστημιακά όργανα και διασφαλίζει την ενότητα δράσης των οργάνων του Ιδρύματος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου εκδ. 12η σελ 264). Στις αρμοδιότητες δε του Συμβουλίου, πέραν της γενικής εποπτείας και του ελέγχου του Ιδρύματος, σύμφωνα με το νόμο, τον Οργανισμό και τον Εσωτερικό Κανονισμό, αναφέρεται και η έγκριση της απόφασης του Πρύτανη, με την οποία ορίζει Καθηγητές πρώτης βαθμίδας ή Αναπληρωτές Καθηγητές του Ιδρύματος ως Αναπληρωτές Πρύτανη, στους οποίους και μεταβιβάζει συγκεκριμένες αρμοδιότητές του και καθορίζει την σειρά αναπλήρωσής του (αρθρ 8 παρ. 17 του ν. 4009/2011)». Δηλαδή συνάδει με την ως άνω φύση του οργάνου του Συμβουλίου η εν λόγω εγκριτική πράξη και ως εκ τούτου είναι το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο να ασκήσει τη σχετική αρμοδιότητα, μη δυνάμενης να ασκηθεί από άλλο όργανο όπως την Σύγκλητο.

Για το λόγο αυτό με την προτεινόμενη διάταξη επιλύεται το ως άνω πρόβλημα δίδεται διέξοδος σε περιπτώσεις που το κατά νόμο αρμόδιο όργανο του Ιδρύματος δεν μπορεί να ασκήσει την σχετική από το νόμο αρμοδιότητά του και ως εκ τούτου δεν μπορεί να λειτουργήσει νομίμως το Ίδρυμα. Για τον ίδιο λόγο, η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης και «θεραπεύει» τυχόν πράξεις που δεν εξεδόθησαν από το κατά νόμο αρμόδιο Όργανο, διότι αυτό (το κατά νόμο αρμόδιο όργανο) κατά το κρίσιμο διάστημα, δεν μπορούσε να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, αλλά εξεδόθησαν από άλλο αναρμόδιο Όργανο που επικάλυψε το αρμόδιο Όργανο, χωρίς ως αναφέρθηκε ανωτέρω, να προβλέπεται σχετική δυνατότητα από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.

[4] Με τη διάταξη της παραγράφου 5 αίρεται η αμφισβήτηση για τη σύσταση και λειτουργία τομέων μετά την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 4009/2011 για τη διάρθρωση του Τμήματος των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι.

[5] Με τη διάταξη της παραγράφου 6, τροποποιείται η υφιστάμενη διάταξη της περίπτωσης γ της παραγράφου 22 του άρθρου 80 του νόμου 4009/2011 (ΦΕΚ Α΄ 195/6.9.2011) και παρέχεται η δυνατότητα στη Σύγκλητο να ρυθμίζει με αποφάσεις της δημοσιευτέες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τα προβλεπόμενα στον ίδιο νόμο για τον Οργανισμό (άρθρο) και για τον Κανονισμό (άρθρο 6) του Ιδρύματος ζητήματα, μέχρι τη δημοσίευση των. Με τη διαδικασία αυτή μπορεί κάθε Ίδρυμα εντός του νομοθετικού πλαισίου της λειτουργίας του , να ρυθμίσει κάθε ζήτημα που συνδέεται με την έκδοση των καταστατικών κειμένων τα οποία από την πρόβλεψή τους και τη θέσπιση των εξουσιοδοτικών τους διατάξεων (με τις διατάξεις του νόμου 4009/2011) μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί σε κανένα Ίδρυμα της Χώρας και παράλληλα να θεραπεύσει τα προβλήματα που έχουν μέχρι σήμερα δημιουργηθεί στα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. από την αδυναμία της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου 4009/2011 όπως αναλυτικά εξηγείται αμέσως παρακάτω :

Ειδικότερα όπως αναφέρεται στη με ημερομηνία 10-6-2012 Γνωμοδότηση του Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικολάου Κλαμαρή (που έχει δημοσιευθεί στο Νομικό Βήμα τόμος 60 σελ. 2624-2630) «Ο ν. 4009/2011 δεν περιλαμβάνει μεν μία γενική μεταβατική διάταξη που να ρυθμίζει με πληρότητα, όλα τα θέματα διαχρονικού δικαίου, πλην όμως εμπεριέχει αρκετές επί μέρους διατά¬ξεις με τις οποίες ρυθμίζονται πολλά επί μέρους θέματα διαχρονικού δικαίου.

Με τη διάταξη της παραγράφου 7, παρατείνεται η λειτουργία των Ερευνητικών Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων η διάρκεια των οποίων έληξε στις 31.12.015, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα της σύστασής τους και δεν έχει καταστεί δυνατή η έκδοση μέχρι σήμερα της τροποποίησης της σχετικής διάταξης (που αφορά τη διάρκεια λειτουργίας του) του Προεδρικού Διατάγματος. Για τον λόγο αυτό και για να καλυφθεί το κενό που δημιουργείται μεταξύ της ως άνω ημερομηνίας και της δημοσίευσης του παρόντος, δίδεται στην προτεινόμενη διάταξη αναδρομική ισχύ από 1.1.2016.

Με τις διατάξεις του άρθρου 27 ρυθμίζονται θέματα που αφορούν το Επιστημονικό, Διδακτικό, Εργαστηριακό και Τεχνικό Προσωπικό ειδικών κατηγοριών των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. , και επιλύονται προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 4009/2011 αλλά και από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο στις διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρο 29) Προεδρικό Διάταγμα.

Ειδικότερα :
[1] Με τη διάταξη της παραγράφου 1 ορίζεται ότι για την εφαρμογή του άρθρου αυτού επαναφέρονται σε ισχύ τα προϋφιστάμενα του νόμου 4009/2011 Προεδρικά Διατάγματα.
[2] Με τη διάταξη της παραγράφου 2 επαναδιατυπώνεται η εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 29 του Ν. 4009/2011 (Α΄ 195), για την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος που θα ρυθμίζει το σύνολο των θεμάτων που αφορούν τις ως άνω ειδικές κατηγορίες προσωπικού των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι..

Με τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 αίρεται η μέχρι σήμερα, λόγω της μη έκδοσης του προβλεπόμενου στο άρθρο 29 του νόμου 4009/2011 Προεδρικού Διατάγματος, αναστολή της βαθμολογικής εξέλιξης των μελών των αναφερόμενων σε αυτό ειδικών κατηγοριών, ολοκληρώνεται η διαδικασία της ένταξης αυτών σε βαθμίδες, αποσαφηνίζεται το νομικό πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και θεσμοθετείται η διαδικασία του προσδιορισμού του γνωστικού αντικειμένων των μελών αυτών και ρυθμίζονται θέματα της διαδικασίας εντάξεως των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ σε κενές ή συνιστώμενες με μετατροπή των θέσεών τους οργανικές θέσεις ΕΔΙΠ.
Με τη διάταξη της παραγράφου 6 ρυθμίζεται το θεσμικό πλαίσιο των εκπαιδευτικών αδειών και των μετατάξεων της ειδικής αυτής κατηγορίας προσωπικού των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. με αναλογική εφαρμογή του υφιστάμενου κατά τη δημοσίευση του νόμου 4009/2011 Προεδρικού Διατάγματος, ενώ παράλληλα παρέχεται το δικαίωμα λήψης εκπαιδευτικής άδειας για μεταδιδακτορική έρευνα.
Με τη διάταξη της παραγράφου 7 τροποποιείται η πειθαρχική διαδικασία που αφορά τα μέλη του Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού (Ε.Τ.Ε.Π.) και ρυθμίζεται πλέον ενιαία με τις υπόλοιπες ειδικές κατηγορίες προσωπικού.

Με τις διατάξεις των παραγράφων 8, 9 και 10 επαναδιατυπώνονται σχετικές με τη διαδικασία της πρόσληψης των ως άνω ειδικών κατηγοριών διατάξεις του νόμου 4009/2011 ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση των σχετικών προκηρύξεων αλλά και αποτελεσματικότερη η κατανομή των θέσεων αυτών στα Ιδρύματα.

Με τη διάταξη της παραγράφου 11 ρυθμίζεται ο χρόνος της υποχρεωτικής φυσικής παρουσίας του προσωπικού της κατηγορίας αυτής στα Ιδρύματα.

Με τη διάταξη της παραγράφου 12 ρυθμίζονται θέματα ανάθεσης διδασκαλίας των κατηγοριών του προσωπικού του άρθρου αυτού, διαδικασιών αξιολόγησής τους και αποσαφήνισης της βαθμολογικής και μισθολογικής τους κατάταξης από την εφαρμογή των διατάξεων του ν.4024/2011.
Με τις διατάξεις του άρθρου 28 ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι.

Ειδικότερα:

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 επεκτείνεται και στους Αναπληρωτές Πρύτανη των Πανεπιστημίων και τους Αναπληρωτές Προέδρου των Τ.Ε.Ι. το δικαίωμα της απαλλαγής των διδακτικών τους καθηκόντων κατά τη διάρκεια της θητείας τους, υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν και σε άλλα μονομελή όργανα Διοίκησης (Πρόεδρος Τμήματος, Διευθυντής Κλινικής κ.λπ.) και χορηγείται η δυνατότητα στους Προέδρους των εποπτευόμενων από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων φορέων της απαλλαγής από τα διοικητικά τους καθήκοντα, για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους

Με τη διάταξη της παραγράφου 2 παρέχεται εξουσιοδότηση για την έκδοση κοινής Υπουργικής απόφασης των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, να ορίσουν τα έξοδα παράστασης των οργάνων Διοίκησης των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. .

Η προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 3 υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι, αφενός μεν στη διάταξη της παρ. 15 του άρθρου 80 του Ν.4009/2011 (ΦΕΚ Α’ 195/6.9.2011), προβλεπόταν η κατάργηση των ειδικών νομικών πρόσωπων για την αξιοποίηση και διαχείριση της περιουσίας των Α.Ε.Ι. μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση των Οργανισμών του οικείων ιδρυμάτων και η δυνατότητα να συγχωνεύονται δι’ απορροφήσεως από τα Ν.Π.Ι.Δ. των οικείων ιδρυμάτων, του άρθρου 58, αφετέρου δε, τα ανωτέρω Ν.Π.Ι.Δ., ουδέποτε μέχρι σήμερα ιδρύθηκαν, ενώ είναι αβέβαιο αν και πότε αυτά θα ιδρυθούν, και κρίθηκε απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι οι σκοποί λειτουργίας των ειδικών αυτών νομικών προσώπων και τα μέσα για την επίτευξή τους, όπως αυτοί περιγράφονται στις παραγράφους 3 και 4 του αρ. 58, αποτελούν καταστατικούς σκοπούς των υφιστάμενων Εταιρειών Διαχείρισης και Αξιοποίησης Περιουσίας των Ιδρυμάτων.

Με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 επεκτείνεται η δυνατότητα σε όλα τα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι. της Χώρας και σε όλα τα Τμήματά τους της πρόσληψης προσωπικού δυνάμει των διατάξεων του Π.Δ. 407/1980 (παράγραφος 5) και επιλύονται λογιστικού χαρακτήρα ζητήματα που προέκυψαν κατά την πρόσληψη επιστημονικού προσωπικού προηγουμένων ετών, δυνάμει των διατάξεων του ίδιου Προεδρικού Διατάγματος (παράγραφος 6) .

Με τη διάταξη της παραγράφου 6 δίδεται η δυνατότητα, για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών των Ιδρυμάτων, της μετακίνησης εντός του Ιδρύματος Καθηγητών και Λεκτόρων υπό τις αναφερόμενες στη διάταξη προϋποθέσεις και διαδικασία.

Με τη διάταξη της παραγράφου 7 δίδεται η δυνατότητα, υπό τις αναφερόμενες στη διάταξη προϋποθέσεις και διαδικασία, συνυπολογισμού της διάρκειας του χρόνου αναστολής των καθηκόντων των Καθηγητών ως χρόνου παραμονής στη βαθμίδα που υπηρετούν.

Με τη διάταξη της παραγράφου 8 χορηγεί τη δυνατότητα στους Καθηγητές να υπηρετήσουν και σε άλλο Α.Ε.Ι. της ημεδαπής από αυτό που τους χορήγησε επιστημονική άδεια, εφόσον έχουν εκλεγεί σε Τμήμα ή Σχολή του, για τρία (3) έτη μετά τη λήξη της ανωτέρω άδειας.

Με τη διάταξη της παραγράφου 9 ρυθμίζονται θέματα της διαδικασίας εκπόνησης διδακτορικής διατριβής καθώς και της εξειδίκευσης της δυνατότητας συνεπίβλεψης διδακτορικής διατριβής μεταξύ Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι.. Για τη διαδικασία της συνεπίβλεψης αυτής, χορηγείται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων να ρυθμίσει με απόφασή του τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για την υλοποίησή της.
[10] Με τη διάταξη της παραγράφου 10 κυρώνονται κανονιστικές αποφάσεις της Συγκλήτου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, δυνάμει των οποίων διεξήχθησαν διαδικασίες εκλογής, εξέλιξης ή μονιμοποίησης του ακαδημαϊκού προσωπικού του Ιδρύματος.
[11] Με τη διάταξη της παραγράφου 11 χορηγείται η δυνατότητα στον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και στους Προέδρους των επιμέρους Συμβουλίων της απαλλαγής από τα διδακτικά και διοικητικά τους καθήκοντα στο Ίδρυμα στο οποίο υπηρετούν, για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους.

Με τη διάταξη της παραγράφου 12 χορηγείται η δυνατότητα επανασύναψης συμβάσεων εργασίας ή έργου στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «Ι.Τ.Υ.Ε. – Διόφαντος», υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην προτεινόμενη διάταξη. Ειδικότερα : Για την υποστήριξη των υπηρεσιών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ε.Α.Π.), το οποίο στελεχώνεται με οκτώ (8) μόνιμους υπαλλήλους και τριάντα εννέα (39) υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, έχουν συναφθεί εκατόν σαράντα επτά (147) ατομικές συμβάσεις μίσθωσης έργου.

Το προσωπικό το οποίο εργάζεται δυνάμει αυτών των συμβάσεων, υποστηρίζει το σύνολο των κάθε μορφής λειτουργικών αναγκών του Ιδρύματος και εξυπηρετεί 32.000 προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι είναι ενταγμένοι σε 6 προπτυχιακά και 26 μεταπτυχιακά προγράμματα, 47 μέλη ΔΕΠ, καθώς και 1.970 περίπου μέλη Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Σ.Ε.Π.). Παράλληλα το σύνολο των απασχολουμένων δυνάμει των ως άνω συμβάσεων, υποστηρίζουν τη λειτουργία του Πανεπιστημίου σε άλλες οκτώ (8) πόλεις της Χώρας, εκτός της έδρας του Ιδρύματος στην Πάτρα.
Κατά συνέπεια κρίνεται απολύτως απαραίτητη η επανασύναψη των συμβάσεων αυτών με την ίδια ή άλλη νομική μορφή, αφού η ενδεχόμενη απομάκρυνσή τους θα οδηγήσει άμεσα στην πλήρη κατάρρευση της λειτουργίας του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, λόγω της μεγάλης εμπειρίας και της εξειδίκευσης των συμβαλλόμενων στις συμβάσεις αυτές.

Τέλος στο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της διάρκειας των συμβάσεων που θα επισυναφθούν η Διοίκηση του Ιδρύματος, μετά την πλήρη, λεπτομερή και τεκμηριωμένη καταγραφή της υφιστάμενης διοικητικής και τεχνικής λειτουργίας του θα εκπονήσει το οργανόγραμμα (Οργανισμό Διοικητικών Υπηρεσιών του Ιδρύματος), το οποίο θα εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός σύγχρονου Πανεπιστημίου, που παρέχει, αποκλειστικά στην Ελλάδα, Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως εκπαίδευση υψηλού επιπέδου. Έτσι στο ίδιο χρονικό διάστημα αφού αξιολογηθούν οι παρεχόμενες με τις ως άνω συμβάσεις υπηρεσίες και η αναγκαιότητά τους (όσον αφορά τον αριθμό και το αντικείμενο) θα συσταθούν οι απαραίτητες για τη λειτουργία του Ιδρύματος θέσεις εργασίας και θα ακολουθηθεί η προβλεπόμενη για την πλήρωσή τους διαδικασία.
Επίσης επισημαίνεται ότι οι δαπάνες για την επανασύναψη των συμβάσεων θα καλυφθούν από ίδιους πόρους του Ιδρύματος και δεν θα επιβαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό ή την κρατική χρηματοδότηση του Ιδρύματος.

Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του Ιδρύματος και δρομολογούνται οι προβλεπόμενες για την ορθή διοικητική του λειτουργία διαδικασίες.
Ανάλογη μέριμνα λαμβάνεται με την προτεινόμενη διάταξη και για τους απασχολούμενους στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «Ι.Τ.Υ.Ε. – Διόφαντος».

Με τις διατάξεις του άρθρου 29 ρυθμίζονται θέματα του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ) όσον αφορά την αναγνώριση μεταπτυχιακών τίτλων μουσικών σπουδών υπό τις ρητά αναφερόμενες στις διατάξεις προϋποθέσεις.

Με τις διατάξεις του άρθρου 30 ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τη λειτουργία των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. και την επίλυση χρόνιων προβλημάτων.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 ορίζεται ότι η μηνιαία αποζημίωση που καταβάλλεται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό των Α.Ε.Ι. για τη δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, καθώς και τη συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια, δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος σύμφωνα και με όσα ορίζει η με αριθμό 29/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Παράλληλα κατ’ αναλογική εφαρμογή των ανωτέρω, στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εντάσσεται και το προσωπικό των ερευνητικών φορέων.

Με τη διάταξη της παραγράφου 2 απαλλάσσονται τα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. από την καταβολή εισφοράς σε χρήμα εφόσον η βαρυνόμενη έκταση χρησιμοποιείται για εκπαίδευση και έρευνα, με δεδομένο ότι η ένταξη στο σχέδιο πόλης εκτάσεων των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. δεν προσδίδει σε αυτά ουδεμία ωφέλεια, εφόσον οι εκτάσεις αυτές είναι προορισμένες για εκπαίδευση και έρευνα. Κατά συνέπεια, για όσο διάστημα η έκταση αυτή χρησιμοποιείται για τους παραπάνω σκοπούς, δεν είναι σκόπιμη η επιβάρυνση των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. με εισφορά σε χρήμα, χωρίς να υφίσταται αντίστοιχη ωφέλειά τους.

Με τη διάταξη της παραγράφου 3 παρέχεται έκπτωση από τη φορολογία εισοδήματος Κληροδοτημάτων από τα οποία χορηγούνται υποτροφίες. Η διάταξη αυτή υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι τα κληροδοτήματα – ομάδες περιουσίας φορολογούνται για τα έσοδα που αποκτούν από δραστηριότητα, η οποία δεν συνιστά άσκηση της μη κερδοσκοπικής αποστολής τους, έστω και αν τα έσοδα αυτά διατίθενται για την εκπλήρωση του μη κερδοσκοπικού σκοπού τους, καθόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. γ’ του άρθρου 45 του N. 4172/2013, μόνο τα έσοδα που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους δεν αποτελούν αντικείμενο φορολογίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι συνήθως μοναδικός σκοπός των κληροδοτημάτων είναι η χορήγηση υποτροφιών, είναι σκόπιμο τα ποσά που διατίθενται σε υποτροφίες να εκπίπτουν από τα φορολογητέα έσοδα του κληροδοτήματος, ώστε να μην αναιρείται ο κοινωφελής σκοπός του.

Με τη διάταξη της παραγράφου 4 ανατίθεται η αρμοδιότητα ανάδειξης προμηθευτών πετρελαιοειδών για τις ανάγκες των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. στα ίδια τα Ιδρύματα. Σύμφωνα με το αρ. 13 παρ. 6 του N. 2503/1997 (ΦΕΚ 107/Α/30-5-1997) «Διοίκηση, οργάνωση, στελέχωση της Περιφέρειας, ρύθμιση θεμάτων για την τοπική αυτοδιοίκηση και άλλες διατάξεις» σε συνδυασμό με το αρ. 283 παρ. 3 του Ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» την ευθύνη για την προμήθεια πετρελαιοειδών για όλα τα ν.π.δ.δ. της οικείας Περιφέρειας την έχει η ίδια η Περιφέρεια. Όμως, η συγκεκριμένη αρμοδιότητα είναι αντίθετη στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 16 του Συντάγματος πλήρη αυτοδιοίκηση των Α.Ε.Ι., τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 56 του Ν. 4009/2011, απολαμβάνουν ευρύτατη διακριτική ευχέρεια επιλογής και διαμόρφωσης των κατά την κρίση τους πρόσφορων μέσων για την πραγμάτωση της αποστολής τους και την εξυπηρέτηση των σκοπών τους. Συνεπώς, η συγκεκριμένη αρμοδιότητα είναι σκόπιμο να υπαχθεί στην ευθύνη των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι., δεδομένου ότι οι σημαντικές καθυστερήσεις, οι οποίες παρατηρούνται στις σχετικές προμήθειες, δυσχεραίνουν ουσιωδώς τη λειτουργία των Ιδρυμάτων. κατά τη χειμερινή περίοδο, χωρίς μάλιστα να υφίσταται οποιαδήποτε υπαιτιότητα των οργάνων τους για τις καθυστερήσεις αυτές.

Με τη διάταξη της παραγράφου 5 επεκτείνεται για λόγους ισότητας η υπαγωγή στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. και των εργαζομένων (επιμορφωτών) οι εργαζόμενοι στο Διδασκαλείο Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας (ΔΝΕΓ) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι εργαζόμενοι στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι εργαζόμενοι στο Σχολείο Ελληνικής Γλώσσας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Με τη διάταξη της παραγράφου 6 παρέχεται η δυνατότητα σε Πανεπιστημιακούς γιατρούς να απασχολούνται στην εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΥΓΕΝΙΔΕΙΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ» και στις εγκατεστημένες σε αυτός κλινικές ή διαγνωστικά ή θεραπευτικά εργαστήρια, για χρονικό διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της προτεινόμενης διάταξης και υπό την προϋπόθεση ότι το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών συμμετέχει στο μετοχικό της κεφάλαιο με ποσοστό άνω του 80% και διατηρεί τη διαχείριση υπό τις αναφερόμενες στην ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις.

Ειδικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3201/2003 πανεπιστημιακές θεωρούνται οι κλινικές, οι μονάδες και τα εργαστήρια με εκπαιδευτικούς, μετεκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς και δραστηριότητες, τα οποία στελεχώνονται και από πανεπιστημιακό ιατρικό προσωπικό και τα οποία έχουν εγκατασταθεί ή εγκαθίστανται στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο , μόνον εφόσον το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών συνεχίζει να κατέχει το 90% του μετοχικού τους κεφαλαίου, διορίζοντας αποκλειστικά αυτό τη διοίκησή τους και εφόσον λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που ισχύουν για τις πανεπιστημιακές μονάδες και εργαστήρια.

Με τη διάταξη της παραγράφου 7 ρυθμίζεται το θέμα της εγγραφής σε συγκεκριμένα Πανεπιστήμια της Χώρας, δύο αδελφών προπτυχιακών φοιτητριών Συριακής υπηκοότητας, με κριτήριο την ενίσχυση των ευρωπαϊκών πολιτικών και δράσεων κοινωνικής ένταξης και ενσωμάτωσης των προσφύγων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Με δεδομένο ότι μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση για την κατ’ εξαίρεση εισαγωγή προσφύγων φοιτητών ως φοιτητών στα Τμήματα των Πανεπιστημίων της Χώρας λαμβανομένων δε υπόψη των ειδικών συνθηκών εκπατρισμού τους, προτείνεται η παρούσα διάταξη, για την οποία έχει ληφθεί υπόψη η αποδοχή της εγγραφής των προσφύγων φοιτητριών από τα Πανεπιστημιακά Τμήματα υποδοχής.
Επίσης, ρυθμίζεται το θέμα της κατ’ εξαίρεση μετεγγραφής τριών ημεδαπών, για λόγους υγείας, σε συγκεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.

Με τις διατάξεις του άρθρου 31 ρυθμίζονται θέματα του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών.
Ειδικότερα με τη διάταξη της παραγράφου 1 εξειδικεύεται και διευκολύνεται η διαδικασία χορήγησης των υποτροφιών του Ι.Κ.Υ. κατά τα προβλεπόμενα στην εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 1.β του άρθρου 23 του ν. 2083/1992, η οποία αφορά μόνο σε προπτυχιακούς υποτρόφους, και προβλέπεται ειδικά ότι τα χορηγούμενα από τις αιτίες αυτές ποσά καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Υ., χωρίς να απαιτείται η έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης.
Με τη διάταξη της παραγράφου 2 τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 59 του ν. 3966/2011 και ειδικότερα προβλέπεται ότι οι αξιολογητές του Ι.Κ.Υ. επιλέγονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος και ότι η αποζημίωσή τους καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Υ., χωρίς να απαιτείται η έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η ανωτέρω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ογδόντα (80) ευρώ ανά αξιολογούμενη αίτηση και συνολικά τα δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ ετησίως ανά αξιολογητή. Τέλος, απαλείφεται η προηγούμενη εξουσιοδοτική διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 59 του ν. 3966/2011 που αφορούσε στη διαδικασία χορήγησης μεταπτυχιακών υποτροφιών και υποτροφιών για την συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, δεδομένου ότι τα θέματα αυτά ρυθμίζονται πλέον με τις διατάξεις του παρόντος με ενιαίο τρόπο.

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ ρυθμίζονται επείγοντα ζητήματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία αφορούν την εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων καθώς και την ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας. Επιπρόσθετα, με τις παρούσες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής καθώς και των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης.

Επί των Άρθρων:

Με το άρθρο 32 ρυθμίζονται επείγοντα ζητήματα σύνθεσης της Κεντρικής Εξεταστικής Επιτροπής του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συγκρότησή της.

Με το άρθρο 33 ρυθμίζονται ζητήματα υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού αρμοδιότητας ΥΠΠΕΘ. Συγκεκριμένα:

Με την παράγραφο 1 επιλύεται το ακόλουθο ζήτημα που έχει προκύψει σχετικά με την εφαρμογή της διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν.4024/2011 (Α΄226), που προστέθηκε με το άρθρο 97 του ν.4310/2014 (Α΄258). Σύμφωνα με την διάταξη αυτή ο συνολικός χρόνος της προϋπηρεσίας των εκπαιδευτικών σε σχολεία της Κύπρου και ισότιμα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού, εφόσον δεν έχει χρησιμοποιηθεί για απονομή σύνταξης, καθώς και ο συνολικός χρόνος της προϋπηρεσίας τους σε σχολεία της ιδιωτικής εκπαίδευσης συνυπολογίζεται για την ένταξη του υπό κρίση προσωπικού στις διατάξεις του ν.4024/2011 και για την υπηρεσιακή τους κατάσταση.

Επειδή στα προηγούμενα εδάφια της παραγράφου 4 αναφέρεται ότι σωρευτικά η αναγνώριση προϋπηρεσίας από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθώς και από θέσεις αιρετών ή μετακλητών δημοσίων υπαλλήλων, δεν δύναται να ξεπερνά τα επτά (7) έτη, προέκυψε το ερώτημα, αν η αναγνώριση του συνολικού χρόνου της προϋπηρεσίας των εκπαιδευτικών κατά τα ανωτέρω υπόκειται ή όχι στον περιορισμό των επτά (7) ετών των προηγούμενων εδαφίων της παρ.4.

Ακολούθως, οι υπηρεσίες του Υπουργείου υπέβαλαν σχετικά ερωτήματα τόσο στο γραφείο Νομικού Συμβούλου του Κράτους του Υπουργείου καθώς και σε άλλα συναρμόδια Υπουργεία, από τις απαντήσεις των οποίων κρίθηκε ότι συντρέχει ανάγκη ρητής αποσαφήνισης του περιεχομένου της επίμαχης διάταξης για το χρονικό διάστημα ισχύος της.

Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παρ.2 του άρθρου 4 του ν.3687/2008, κατά τρόπον ώστε οι αιτήσεις παραίτησης των εκπαιδευτικών δυνάμει των οποίων λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση να μην υποβάλλονται το τελευταίο, αλλά το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου εκάστου έτους. Κατά αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της ολοκλήρωσης των υπηρεσιακών μεταβολών των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε η Διοίκηση να είναι σε θέση να προβεί στην έγκαιρη πλήρωση των εκπαιδευτικών κενών στις σχολικές μονάδες.

Με την παράγραφο 3 ρυθμίζονται επί τω δικαίω και με γνώμονα την αρχή της ισότητας οι μονάδες μετάθεσης που δικαιούνται οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί σε υπηρεσίες αρμόδιες για την υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων έργων και εν γένει τη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων .

Με την παράγραφο 4 θεραπεύεται ένα υφιστάμενο νομοθετικό κενό. Συγκεκριμένα, ενώ υφίσταται στην κείμενη νομοθεσία διάταξη δυνάμει της οποίας γίνεται η σύσταση κλάδων και οργανικών θέσεων εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς και η κατανομή των θέσεων αυτών κατά ειδικότητες, δεν υφίσταται ρητή δυνατότητα κατανομής των οργανικών θέσεων εκπαιδευτικού προσωπικού πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου συμπεριλαμβανομένων και των σχολικών μονάδων. Ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητη η θέσπιση της προτεινόμενης διάταξης για τον τρόπο κατανομής των νέων οργανικών θέσεων που προκύπτουν κάθε φορά.

Με την παράγραφο 5 ρυθμίζεται εκ νέου ο τρόπος συμπλήρωσης του υποχρεωτικού διδακτικού ωραρίου από τους εκπαιδευτικούς, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η βέλτιστη αποτύπωση των πραγματικών αναγκών των σχολικών μονάδων και η πλήρης κάλυψη των αναγκών σε διδακτικό ωράριο και ακολούθως η εύρυθμη λειτουργία τους. Επιπρόσθετα, γίνεται ειδική αναφορά στον τρόπο συμπλήρωσης του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών που ανήκουν στις κοινές ειδικότητες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΠΕ05, ΠΕ06, ΠΕ07, ΠΕ08, ΠΕ11, ΠΕ16, ΠΕ19/20, ΠΕ32). Συγκεκριμένα, θεσπίζεται το πρώτον η δυνατότητα συμπλήρωσης του διδακτικού ωραρίου του συνόλου των κοινών ειδικοτήτων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε σχολικές μονάδες και των δύο (2) βαθμίδων εκπαίδευσης, με προτεραιότητα στη βαθμίδα στην οποία ανήκει ο εκπαιδευτικός. Η ρύθμιση αυτή συνεισφέρει ουσιωδώς στην αποτελεσματική κάλυψη των αναγκών των σχολικών μονάδων σε διδακτικό ωράριο και ακολούθως επιφέρει μεγάλη εξοικονόμηση δαπανών.

Με την παράγραφο 6 αντιμετωπίζονται ζητήματα λειτουργίας των πειραματικών και των πρότυπων σχολείων. Συγκεκριμένα, η εμπειρία του τρέχοντος σχολικού έτους απέδειξε ότι η τοποθέτηση αναπληρωτών με αυξημένα προσόντα που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά δημιουργεί καθυστερήσεις στην πλήρωση των κενών του διδακτικού προσωπικού, καθώς οι αναπληρωτές έχουν κάποιο χρονικό περιθώριο για να παρουσιαστούν καθώς και το δικαίωμα να αρνηθούν την τοποθέτηση. Για να θεραπευτεί το πρόβλημα αυτό, η προτεινόμενη διάταξη δίνει τη δυνατότητα πλήρωσης των κενών με μόνιμους εκπαιδευτικούς αυξημένων προσόντων, οι οποίοι θα αποσπαστούν πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς και θα βρίσκονται έγκαιρα στη θέση τους. Η διάταξη αυτή αφενός μεν εξυπηρετεί με το βέλτιστο τρόπο την έγκαιρη πλήρωση των κενών στα σχολεία αυτά και κατά συνέπεια συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία τους, αφετέρου δε συμβάλλει και σε εξοικονόμηση δαπανών.

Με την παράγραφο 7 δίνεται η δυνατότητα σε μόνιμους εκπαιδευτικούς ιδιαίτερα αυξημένων ακαδημαϊκών προσόντων να μεταταγούν σε θέση κατηγορίας ΕΔΙΠ στα Α.Ε.Ι. (Πανεπιστήμια και ΤΕΙ). Ειδικότερα οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει σωρευτικώς να: α) είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος με γνωστικό αντικείμενο ίδιο ή συναφές με γνωστικό αντικείμενο που θεραπεύει Τμήμα Α.Ε.Ι., β) έχουν δημοσιευμένο έργο σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια, σχετικό με τα αντικείμενα αυτά και γ) έχουν μετά τη λήψη του διδακτορικού διπλώματος αποδεδειγμένα επιτελέσει για τουλάχιστον δύο (2) ακαδημαϊκά έτη σε ελληνικό Α.Ε.Ι ή ομοταγές Ίδρυμα της αλλοδαπής σχετικό με τα αντικείμενα της περ.α΄ επιστημονικό/εφαρμοσμένο/ερευνητικό έργο και συγκεκριμένα έχουν εκπαιδευτική εμπειρία ή εμπειρία σε εργαστηριακό – εφαρμοσμένο – διδακτικό έργο ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό/ερευνητικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή έχουν τουλάχιστον διετή σχετική εργασία σε ερευνητικά κέντρα της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή συνδυασμό των ανωτέρω. Επιπλέον, για τη διενέργεια της μετάταξης απαιτείται: α) σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου εκπαιδευτικού που υποβάλλεται στην υπηρεσία που ανήκει καθώς και στο οικείο Α.Ε.Ι., β) έγκριση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται ο εκπαιδευτικός και γ) απόφαση της Κοσμητείας του οικείου Α.Ε.Ι., ύστερα από σχετική εισήγηση τριμελούς επιτροπής. Η ρύθμιση αυτή δεδομένων των δημοσιονομικών συνθηκών που δυσχεραίνουν την πρόσληψη προσωπικού στα ΑΕΙ είναι προς πρόδηλο όφελος της λειτουργίας των ΑΕΙ.

Με την παράγραφο 8 ρυθμίζονται θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των Συμβούλων και των Παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και κατέλαβαν προσωποπαγείς θέσεις με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου Συμβούλων του Υπουργείου

Με το άρθρο 34 ρυθμίζονται ζητήματα υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού του ΙΕΠ.

Με το άρθρο 35 ρυθμίζονται επείγοντα θέματα των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1 ρυθμίζεται κατά το βέλτιστο τρόπο η οργανικότητα των νηπιαγωγείων και ο αριθμός των νηπίων ανά τμήμα. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά εισάγεται διαφοροποίηση του αριθμού των νηπίων σε περίπτωση που πρόκειται για νηπιαγωγεία απομακρυσμένων, δυσπρόσιτων και παραμεθόριων περιοχών ή περιοχών με δυσκολίες πρόσβασης. Ειδικότερα, ενώ η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπει το λιγότερο επτά (7) νήπια ανά έναν (1) νηπιαγωγό, προτείνεται ότι απαιτείται ένας (1) νηπιαγωγός για τουλάχιστον: α) δέκα τέσσερα (14) νήπια και β) πέντε (5) νήπια σε σχολικές μονάδες απομακρυσμένων, δυσπρόσιτων και παραμεθόριων περιοχών ή περιοχών με δυσκολίες πρόσβασης ή περιοχών για τις οποίες απαιτείται μεταφορά/μετακίνηση νηπίων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων. Η ρύθμιση αυτή αφενός μεν κρίνεται κοινωνικά και παιδαγωγικά επιβεβλημένη, αφετέρου συμβάλλει τα μέγιστα σε ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού και εξοικονόμηση δαπανών.

Η παράγραφος 2 αφορά τις εγγραφές μαθητών. Ειδικότερα, εισάγεται διαφοροποίηση του χρόνου εγγραφής των μαθητών για πρώτη φορά στο νηπιαγωγείο και στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου και προβλέπεται ότι αυτές γίνονται αποκλειστικά από 1 έως 20 Μαΐου του προηγούμενου διδακτικού έτους. Η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να αποκρυσταλλωθούν εμπροθέσμως τα εκπαιδευτικά κενά και να είναι δυνατή η κάλυψή τους κατά την έναρξη του επόμενου διδακτικού έτους.

Με το άρθρο 36 επιλύονται προβλήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της θητείας των Διευθυντών και των Προϊσταμένων των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθόσον η οργανικότητα των σχολείων βάσει της οποίας τα ανωτέρω στελέχη εκπαίδευσης επιλέγονται αρχικά μπορεί να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις η αρχική οργανικότητα των σχολικών μονάδων να μην συμπίπτει με τον αριθμό των Τμημάτων που λειτουργούν σε κάθε σχολική μονάδα και να προκύψει ανάγκη μεταβολής του καθεστώτος των υπηρετούντων στελεχών εκπαίδευσης, καθώς και της υπηρεσιακής τους κατάστασης (πχ επίδομα, μοριοδότηση θέσης).

Με το άρθρο 37 ρυθμίζεται επί των δικαίω το ζήτημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των μαθητών των: α) Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων της Δημοτικής Ενότητας Ερίσου, που ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Κεφαλληνίας, β) του Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου Ιθάκης που ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Ιθάκης, γ) του Γενικού Λυκείου Μύτικα της Δημοτικής Ενότητας Αλυζίας, που ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλοκαρνανίας και δ) του Γενικού Λυκείου Αστακού της Δημοτικής Ενότητας Αστακού, που ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλοκαρνανίας. Η διάταξη αυτή κρίνεται απαραίτητη λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που αντιμετώπισαν οι μαθητές λόγω του σεισμού και προς άμβλυνση των δυσκολιών που αντιμετώπισαν εξαιτίας του.

Με το άρθρο 38 ρυθμίζονται θέματα των σχολικών μονάδων ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν.4027/2011 (Α΄ 233), όπως ισχύει, προβλέπεται ότι: «α) Λύκεια που έχουν ιδρυθεί κατά τις διατάξεις του ν.δ. 695/1970 (Α΄ 221) στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας των οποίων φορείς είναι οι ελληνικές διπλωματικές ή προξενικές αρχές, καταργούνται σταδιακά από το σχολικό έτος 2016-2017. Τα παραπάνω Λύκεια μέχρι την οριστική λήξη της λειτουργίας τους μπορούν να ενισχύονται κατά τις διατάξεις του παρόντος.»

Προκειμένου όμως να αντιμετωπισθεί το νεομεταναστευτικό ρεύμα προς την Ο.Δ της Γερμανίας και προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία εισαγωγής των δίγλωσσων προγραμμάτων σπουδών, ώστε να επιτρέπει την ακώλυτη, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, κινητικότητα των μαθητών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας της χώρας υποδοχής, κρίνεται απαραίτητη για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η κατάργηση του ως άνω άρθρου και η συνέχιση της λειτουργίας των Λυκείων της Γερμανίας των οποίων φορείς είναι οι ελληνικές διπλωματικές ή προξενικές αρχές.

Με το άρθρο 39 ορίζεται ότι ειδικά για το σχολικό έτος 2015-2016 για το προσωπικό των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 14 του άρθρου 27 του ν.4186/2013 (Α΄193) έχει εφαρμογή το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής. Η διάταξη αυτή κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικούμενων και συγκεκριμένα των εκπαιδευτών ενηλίκων και των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (Ε.Β.Π.) που έχουν για το τρέχον σχολικό έτος αποσπασθεί στα Επαγγελματικά Λύκεια.

Με το άρθρο 40 ρυθμίζεται εν δικαίω το θέμα των αμοιβών των εκπαιδευτικών των ΕΠΑΛ που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα και επαναπροσλήφθηκαν. Η διάταξη αυτή βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.4369/2016 (Α΄ 33), σύμφωνα με τις οποίες για το προσωπικό αυτό το χρονικό διάστημα από τις 22.3.2014 μέχρι τη δημοσίευσή του v. 4325/2015 (11.5.2015) θεωρείται ως χρόνος κατά τον οποίο είχε παραταθεί η διαθεσιμότητα.

Με το άρθρο 41 τροποποιείται ο τρόπος διάθεσης των εκπαιδευτικών στα Δημόσια ΙΕΚ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 26 του ν.3879/2010 (Α΄ 163), όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 6 του άρθρου 6 του Ν. 4327/15 (Α΄50), επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ύστερα από σχετική αίτηση των δημόσιων Ι.Ε.Κ. η διάθεση εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στα δημόσια Ι.Ε.Κ. κατά προτεραιότητα σε όσα εδρεύουν στην περιοχή αρμοδιότητας της οικεί¬ας Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για την κάλυψη του υποχρεωτικού διδακτικού ωραρίου τους.

Προτείνεται η αντικατάσταση της διάταξης κατά τρόπον ώστε η εν λόγω διάθεση να πραγματοποιείται ύστερα από σχετική εισήγηση του αρμόδιου Περιφερειακού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΥΣΔΕ) και πρόταση του οικείου Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, καθόσον οι ανωτέρω έχουν πλήρη γνώση τόσο των εκπαιδευτικών αναγκών των σχολικών μονάδων όσο και των πραγματικών κενών των δημοσίων ΙΕΚ και κατά συνέπεια η γνωμοδότησή τους κρίνεται αναγκαία προς θεραπεία της αρχής της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας της δράσης της δημόσιας διοίκησης. Επιπρόσθετα, η επιτάχυνση των διοικητικών διαδικασιών επιβάλλει όπως η απόφαση διάθεσης εκδίδεται από τον αρμόδιο Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης και όχι από τον Υπουργό Παιδείας.

Με το άρθρο 42 αντιμετωπίζονται θέματα δια βίου μάθησης. Συγκεκριμένα με τις προτεινόμενες διατάξεις επιχειρείται ο εξορθολογισμός και η αναδιοργάνωση της Γενικής Γραμματείας Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς και των εκπαιδευτικών φορέων και δομών που εποπτεύονται από αυτή. Ειδικότερα καταργούνται οι Διευθύνσεις Δια Βίου Μάθησης ως μη δυνάμενες να υλοποιηθούν κατά την παρούσα οικονομική συγκυρία και ενόψει του εξορθολογισμού και της αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης που επιχειρείται. Οι αρμοδιότητες των καταργούμενων Διευθύνσεων Διά Βίου Μάθησης μεταφέρονται στη Διεύθυνση Διά Βίου Μάθησης της Γενικής Γραμματείας Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς. Εν συνεχεία προβλέπονται αλλαγές στον ενιαίο τρόπο επικαιροποίησης των αδειών των ιδιωτικών σχολείων, των Ιδιωτικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ι.Ε.Κ.), των Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης (Σ.Ε.Κ.), των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης Επιπέδου Ένα και Κέντρου Δια Βίου Μάθησης Επιπέδου Δύο, Φροντιστηρίων και Κέντρων Ξένων Γλωσσών. Οι αλλαγές αυτές αποσκοπούν στην επιτάχυνση των διοικητικών διαδικασιών και στον αποτελεσματικότερο δημοσιονομικό έλεγχο από τη Διοίκηση. Τέλος προβλέπονται αλλαγές στα απαιτούμενα προσόντα κάποιων ειδικοτήτων προκειμένου να λάβουν άδεια άσκησης επαγγέλματος με σκοπό την εναρμόνιση με τις σύγχρονες απαιτήσεις των επαγγελμάτων τους.

Με το άρθρο 43 επιλύεται το ζήτημα των λειτουργικών κενών, που υφίστανται πέραν της 15ης Οκτωβρίου κάθε έτους, στο Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο του Ιδρύματος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, προς όφελος των μαθητών χωρίς καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης αναπληρωτών ή ωρομισθίων εκπαιδευτικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η μισθοδοσία των οποίων θα βαραίνει τον προϋπολογισμό της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, σε περίπτωση που μέχρι την 15η Οκτωβρίου δεν έχουν καλυφθεί τα σχετικά λειτουργικά κενά.
Με το άρθρο 44 επιχειρείται ο εξορθολογισμός των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων του Υπουργείου, σύμφωνα με σχετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, με τις προτεινόμενες διατάξεις επιχειρείται ο εξορθολογισμός των αρμοδιοτήτων των Τμημάτων Κινητικότητας των Διευθύνσεων Διοίκησης Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 του Οργανισμού του Υπουργείου Παιδείας 114/2014 (Α΄ 181) στις αρμοδιότητες των Τμημάτων Κινητικότητας των Διευθύνσεων Διοίκησης Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης περιλαμβάνεται και κάθε απόσπαση εκπαιδευτικών σε τμήματα Ελληνικών Σπουδών ή σε άλλες δομές διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού, που λειτουργούν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και σε ανάλογα ιδρύματα ερευνών του εξωτερικού.

Η αρμοδιότητα αυτή προτείνεται να μεταφερθεί αυτούσια στις αρμοδιότητες της Αυτοτελούς Διεύθυνσης Παιδείας Ομογενών, Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ξένων και Μειονοτικών Σχολείων. Περαιτέρω προτείνεται η διαγραφή από τις αρμοδιότητες των ανωτέρω τμημάτων των αρμοδιοτήτων εκείνων που αφορούν στην δημιουργία και τήρηση των υπηρεσιακών φακέλων των αποσπασμένων εκπαιδευτικών για το χρονικό διάστημα της απόσπασής τους, καθόσον για το θέμα αυτό αρμόδιες είναι οι οικείες Διευθύνσεις Εκπαίδευσης. Επιπλέον, προτείνεται η διαγραφή των περιπτώσεων στ΄ που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων σχετικά με τους εκπαιδευτικούς των ισότιμων σχολείων, καθόσον η αρμοδιότητα αυτή εμπεριέχεται στα θέματα που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημόσιων και ιδιωτικών εκπαιδευτικών, η οποία ανήκει στα Τμήματα Υπηρεσιακής Εξέλιξης των ανωτέρω Διευθύνσεων. Τέλος, προτείνεται η μεταφορά της αρμοδιότητας στελέχωσης των σχολείων διαπολιτισμικής εκπαίδευσης από την Αυτοτελή Διεύθυνση Παιδείας Ομογενών, Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ξένων και Μειονοτικών Σχολείων στις Διευθύνσεις Διοίκησης Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.