Α΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Περί ομοφυλοφιλίας: ένα λυμένο ζήτημα εξ επόψεως ορθοδόξου.
του Ιωάννη Ν. Μαρκά, πτυχιούχου θεολογίας Α.Π.Θ.
Το θέμα περί ομοφυλοφιλίας, το οποίο θα πραγματευτεί η παρούσα εργασία, είναι ένα θέμα λυμένο εξ επόψεως ορθοδόξου θεολογίας και ζωής από καταβολής κόσμου, με την πλέον έγκυρη γνωμοδότηση του ίδιου του Θεού ως Δημιουργού-Κατασκευαστή της ανθρώπινης φύσεως και κατόπιν των Αγίων Προφητών και Πατέρων που ασχολήθηκαν με τη σειρά τους απλανώς και αλαθήτως με το εν λόγω θέμα. Συνεπώς, η παρεμβατική, ας μου επιτραπεί αυτός ο όρος, τούτη εργασία, δεν έχει τη ψευδαίσθηση πως κομίζει κάτι νέο ή πρωτότυπο στο χώρο της ορθοδόξου θεολογίας, τουναντίον έχει την πλήρη επίγνωση πως παραβιάζει ανοιχτές θύρες επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Πολύ εύλογα επομένως μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος καλόπιστος αναγνώστης, προς τι λοιπόν αυτή η εργασία-παρέμβαση; Και ποιό το όφελος της υπενθυμίσεως βασικών όρων της χριστιανικής ηθικής εξ επόψεως ορθοδόξου;
Εδώ ακριβώς είναι το ζητούμενο και η απάντηση μαζί ΄ πως δηλαδή ενώ έχουμε να κάνουμε με ένα κατεγνωσμένο αμάρτημα, διότι περί αμαρτήματος πρόκειται και μάλιστα βαρύτατου, όπως θα καταδειχθεί εκτενώς στην παρακάτω σχετική ανάλυση, εντούτοις στη σημερινή εποχή της γενικευμένης αποστασίας που διάγουμε, επιχειρείται από τα γνωστά νεοταξικά κέντρα και διευθυντήρια, όχι μόνο η απενοχοποίησή του, αλλά και η θεσμική του αναγνώριση ως ανθρώπινο δικαίωμα, μάλιστα δέ –κι αυτό είναι το προκλητικότερο όλων-ως μιας οντολογικής και φυσιολογικής καταστάσεως του ανθρώπινου είδους [2].
Η πρωτοφανής αυτή προπαγάνδα, που αγγίζει τα όρια της υστερίας, δυστυχώς στις μέρες μας φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος, ακόμα και σε –τουλάχιστον μέχρι πρότινος- ορθόδοξες κοινωνίες όπως η ελληνική, κατά βάσιν για ένα πολύ σημαντικό λόγο. Διότι έχει εξασθενήσει κατά πολύ το κριτήριο της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας σε θέματα πίστεως-δογματικής συνειδήσεως και ζωής. Χάνουμε αργά αλλά σταθερά την ορθοπραξία μας, διότι χάνουμε την ορθοδοξία μας.
Σε τούτη την αλλοτρίωση του ορθοδόξου dna μας, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και παίζει ο –εδώ και δεκαετίες- συμφυρμός μας με την αιρετική Δύση, που έχει ως συνέπεια τον πλήρη εκδυτικισμό μας ως προς τον καθημερινό τρόπο ζωής και σκέψης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, απαξιώσαμε πλήρως το αποστολικό «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε» [3]και στη θέση του τοποθετήσαμε το οικουμενιστικό και άκρως συγκρητιστικό τσιτάτο «ανήκομεν εις τη Δύσιν», που ερμηνεύεται, παραφράζοντας το αποστολικό χωρίο, ως: εισέλθετε εν μέσω αυτών και αφομοιωθείτε και (ότι πιο) ακαθάρτου άπτεσθε».
Αυτό λοιπόν το άνοιγμα προς τη Δύση, παρακούοντας το διαχρονικό λόγο του Κυρίου [4], υπό το φόβο μιας δήθεν απομονώσεως, σταδιακά εξελίχθηκε σε πορνική σχέση και κατόπιν μετεξελίχθηκε σε σχέση διαστροφής και σήψης για το δικό μας Γένος. Οι Φράγκοι, ως σύγχρονοι Μωαβίτες, πέτυχαν με υπομονή και σχέδιο να υπονομεύσουν και να ανατρέψουν «το Βυζάντιο, μετά το Βυζάντιο», όπως χαρακτήριζε ευφυώς ο Ρουμάνος βυζαντινολόγος, Νικολάε Γιόργκα, τη συνείδηση και τη ζωή του μέσου Ορθοδόξου Έλληνα μετά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Μέσα από αυτή τη μέθοδο όμως και μέσα από την αλλοτριωμένη και διαστροφική κατάσταση που αρχίσαμε να ζούμε, φτάσαμε στο σημείο σήμερα να μην ξεχωρίζουν, ούτε στο ελάχιστο, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί από τον ετερόδοξο, ετερόθρησκο ή και άθεο κόσμο. Κι αυτό το σύμπτωμα είναι κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση και ρήξη με αυτό που παρήγγειλε ρητώς ο Κύριος στους πιστούς όλων των αιώνων, δηλαδή να είναι το αλάτι της γης, αλλά και το φώς εκείνο που αστραποβολεί με τέτοια ένταση ωσάν να βρίσκεται στο υψηλότερο βουνό, για να το βλέπει όλος ο κόσμος και να γίνεται αφορμή εις τρόπον ώστε (σε πρώτη φάση ο κόσμος) να γνωρίσει και (κατόπιν) να δοξάσει τον επουράνιο Πατέρα μας [5].
Από τη χριστολογική αυτή προτροπή συνάγεται το συμπέρασμα πως η καθημερινότητα ενός συνειδητού Χριστιανού, όχι μόνο δεν θα πρέπει να ταυτίζεται, όπως μάλλον συμβαίνει στην σημερινή εποχή, αλλά θα πρέπει να διαφέρει παρασάγγας από την καθημερινότητα ενός κοσμικού ανθρώπου. Και τούτο διότι, όπως συναφώς συμπληρώνει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «ὁ τῶν χριστιανῶν κόσμος ἕτερός ἐστι, καὶ διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα τυγχάνει, καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα. Ἄλλο τί εἰσιν ἐκεῖνοι καὶ ἄλλο τί εἰσιν οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις μεταξὺ τούτων κἀκείνων» [6] .