Στην Ελλάδα δεν υπάρχει έλλειψη πτυχιούχων. Ωστόσο, οι Ελληνες απόφοιτοι των πανεπιστημίων και ΤΕΙ δεν διαθέτουν –στον βαθμό που θα μπορούσαν και σε σύγκριση με την Ευρώπη– τις απαραίτητες δεξιότητες για να διεκδικήσουν τις περιζήτητες θέσεις εργασίας. Αυτό αποδεικνύει η έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) για τις προοπτικές απασχόλησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία για τη χώρα μας τη μεγαλύτερη ζήτηση έως το 2025 θα έχουν πτυχιούχοι στη διοίκηση επιχειρήσεων, στην πληροφορική και στις πωλήσεις. Στον αντίποδα, υπερπροσφορά θα υπάρχει –εύλογα λόγω της πτώσης στους αντίστοιχους κλάδους– στους επαγγελματίες στον χώρο των κατασκευών. Βεβαίως, οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της απασχόλησης ανά κλάδο αποτυπώνουν και τις οικονομικές προοπτικές του κλάδου. Συγκεκριμένα, στην πρώτη θέση των προοπτικών –με 22,67%– εμφανίζεται ο κλάδος των υπηρεσιών real estate και ακολουθούν (με ποσοστό 18,84%) οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης, που σαφώς περιλαμβάνουν τον τουρισμό. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν δεν θα υπάρξει αύξηση της ζήτησης για επαγγελματίες του κατασκευαστικού κλάδου (υπάρχει ήδη κορεσμός στα σχετικά επαγγέλματα), ούτε το real estate θα προσφέρει νέες επενδυτικές ευκαιρίες.
Στον αντίποδα, έως το 2025 τη μεγαλύτερη αρνητική ανάπτυξη (12,97%) θα έχει η απασχόληση στη γεωργία, την αλιεία και τη δασοκομία, ενώ ακολουθούν –με ποσοστό 9,03%– οι μεταφορές. Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθούν λιγότερες νέες θέσεις εργασίας από αυτές που θα καταργούνται. Ωστόσο, όπως ξεκαθαρίζει, μιλώντας στην «Κ», ο εμπειρογνώμονας του CEDEFOP, Κώστας Πουλιάκας, πρέπει να γίνει σαφές: «Στον κλάδο της γεωργίας θα υπάρχουν 307.253 θέσεις κενές έως το 2025 και θα προκύψουν όχι επειδή ο κλάδος θα αναπτύσσεται, αλλά επειδή με βάση την ηλικιακή κατανομή των σημερινών αγροτών, πολλοί θα συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα χρόνια χωρίς να εισέρχεται νέο αίμα». Μάλιστα, όπως λέει το Cedefop, οι αλλαγές στα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά αποτελούν σημαντική πρόκληση για την οικονομία και την ανάπτυξη της Ελλάδας. Η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση.
Από την άλλη, μείζον ζήτημα δεν είναι μόνο εάν υπάρχει αντίστοιχος αριθμός επαγγελματιών για τον προσφερόμενο αριθμό θέσεων ανά κλάδο, αλλά και εάν οι επαγγελματίες αυτοί είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι για να καλύψουν τις ανάγκες των προσφερόμενων θέσεων. «Πρόκειται για το θέμα της έλλειψης δεξιοτήτων και της αντιστοιχίας των γνώσεων των υποψηφίων με τις ανάγκες των επιχειρήσεων», παρατηρεί ο κ. Πουλιάκας, προσθέτοντας ότι το πρόβλημα αυτό είναι ενδεικτικό σε κλάδους με μεγάλη ζήτηση όπως η πληροφορική. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Επιχειρηματιών Πληροφορικής, την ώρα που οι θέσεις εργασίας στην πληροφορική αυξάνονται ταχύτατα (εκτιμάται αύξηση της ζήτησης στην Ε.Ε. κατά 79,3% μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια), μειώνονται οι πτυχιούχοι πληροφορικής στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν πολλοί νέοι απόφοιτοι πληροφορικής στην Ελλάδα, ωστόσο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι γνώσεις των νέων έχουν ξεπερασθεί. Την κατάσταση επιβαρύνει και η οξεία ανεργία, που αφήνει πολλούς εκτός αγοράς εργασίας για μακρό χρονικό διάστημα. Ετσι, οι γνώσεις τους από τις σπουδές στο ΑΕΙ απαιτούν συνεχή ανανέωση.