Στη σημερινή συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής οι εκπρόσωποι της ΟΙΕΛΕ πρόέβησαν στην ακόλουθη τοποθέτηση για την επανασύσταση της Διεύθυνσης Ιδιωτικής Εκπαίδευσης και το ζήτημα πιστοποίησης της γλωσσομάθειας:

Σήμερα είναι μια ιστορική μέρα για την ιδιωτική εκπαίδευση. Επανιδρύεται, μετά το σκανδαλώδες κλείσιμό της το 2014, η Διεύθυνση Ιδιωτικής Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας. Γι’ αυτό όμως θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Επιλέγουμε σήμερα να ξεκινήσουμε την τοποθέτησή μας, με αφορμή το ζήτημα του Κρατικού Πτυχίου Γλωσσομάθειας, με το τεράστιο ζήτημα της αδιαφάνειας στο χώρο της Πιστοποίησης Γλωσσομάθειας.
Ξεκινούμε συνοπτικά με κάποιες επισημάνσεις που θα αναλυθούν στη συνέχεια:
• Ο χώρος της πιστοποίησης επαγγελματικών προσόντων, ιδίως η πιστοποίηση γλωσσομάθειας και πληροφορικής αποτελούν προνομιακό πεδίο άσκησης παράνομων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ένα πάρτι εκατομμυρίων ευρώ εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως των μη προνομιούχων.
• Ο πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ έχει φέρει το ζήτημα στην Κομισιόν και στο Advisory Group για την ισοτίμηση των πλαισίων προσόντων καταθέτοντας συντριπτικά στοιχεία για τα ζητήματα αυτά, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές αρχές να έχουν ζητήσει από το 2014 τη νομοθέτηση άμεσων μέτρων για τη διασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και της νομιμότητας των εκδιδόμενων τίτλων σπουδών.
• Αποτελεί αναγκαιότητα η ενίσχυση Κρατικού Τίτλου Γλωσσομάθειας. Οι τίτλοι που παρέχουν ιδιωτικοί φορείς θα πρέπει να ελεγχθούν εξονυχιστικά για να αδειοδοτηθούν. Το ότι παρέχουν ισότιμους τίτλους δε σημαίνει αυτομάτως ότι παρέχουν ουσιαστική, ποιοτική γνώση.
• Η ισοτίμηση όμως, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια δεν είναι μια απλή διαδικασία. Οι τίτλοι αυτοί παρέχουν πιστοποίηση δημόσιου αγαθού επομένως πρέπει να υπάρχει δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος, ώστε να αποτρέπονται διαδικασίες αδιαφάνειας που επικρατούν σήμερα.
• Είναι, τέλος, αναγκαίο η διαδικασία πιστοποίησης γλωσσομάθειας να γίνεται κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, μέσα στο σχολείο. Είναι ώρα η ελληνική κοινωνία να αναπνεύσει από το οικονομικό βάρος της προσφυγής σε ιδιωτικούς φορείς αμφίβολής ποιότητας.
Α. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΕΛΕ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΤΥΧΙΟ ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

Στις μέρες μας, στον τομέα της πιστοποίησης των προσόντων για την καλή γνώση και χρήση Ξένων Γλωσσών, λόγω της απουσίας στοιχειώδους κρατικού ελέγχου, ανθούν στη συγκεκριμένη αγορά φαινόμενα επιχειρηματικής ασυδοσίας και διαπλοκής σε βάρος τόσο του εκπαιδευτικού και κοινωνικού αγαθού, όσο και των πολιτών και ευρύτερα του δημόσιου συμφέροντος. Ομάδες οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων εκμεταλλεύονται το νομοθετικό κενό που υπάρχει (ακόμη και σήμερα η υπάρχουσα νομοθεσία για την πιστοποίηση προσόντων για τις ξένες γλώσσες είναι προ-κατοχική) και εκδίδουν «τίτλους» σπουδών αμφίβολης νομιμότητας.

Φορείς χωρίς έλεγχο και διασφαλισμένη ποιότητα λειτουργίας από την πολιτεία, χωρίς εθνική ή διεθνή νομοθετημένη πιστοποίηση, διανέμουν πιστοποιήσεις γλωσσομάθειας, τις οποίες αποκαλούν «πτυχία». Ορισμένοι εξ αυτών των τίτλων σπουδών, αυθαίρετα και κατά παραβίαση της νομοθεσίας, προβάλλονται ως «πιστοποιήσεις» επάρκειας για διδασκαλία της Ξένης Γλώσσας, συγχέοντας εσκεμμένα την καλή γνώση και χρήση ξένης γλώσσας με την παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια του εκπαιδευτικού, για την οποία ούτε εκπαιδεύονται, ούτε ασκούνται στην πράξη.

Ταυτόχρονα, ο Κρατικός Οργανισμός Γλωσσομάθειας έχει παραγκωνιστεί, αποδυναμώνοντας την κρατική εποπτεία στο συγκεκριμένο τομέα. Τα ελληνικά νοικοκυριά υποχρεώνονται σε περίοδο κρίσης να καταβάλλουν δίδακτρα σε ιδιώτες, καθώς η εκμάθηση και πιστοποίηση ξένων γλωσσών μέσα από το σύστημα της δημόσιας εκπαίδευσης, αν και νομοθετικά προβλέπεται, επί της ουσίας δεν έχει γενικευτεί και πειραματικά ολοκληρωθεί. Το κρατικό πτυχίο γλωσσομάθειας έχει υπερκεραστεί από κάθε είδους ιδιωτική πιστοποίηση με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί θλιβερή εξαίρεση στο ευρωπαϊκό (ΕΕ) πλαίσιο αναφοράς, όπου αντίθετα το κράτος και το δημόσιο σχολείο αποτελούν τους κύριους, αν όχι τους αποκλειστικούς, παρόχους πιστοποιήσεων καλής γνώσης και χρήσης των προσφερόμενων ξένων γλωσσών.
H OIEΛΕ θεωρεί πως σήμερα θα έπρεπε να έρθει στη Βουλή μια συνολική νομοθετική ρύθμιση που να μην περιορίζεται μόνο σε τεχνικά ζητήματα εξετάσεων, αλλά να στοχεύει συνολικά στο ζήτημα της πιστοποίησης και της διαρκούς εποπτείας των φορέων που παρέχουν «πιστοποιήσεις» γλωσσομάθειας.

Σήμερα, ακόμη εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 72 του Ν. 2544/1940, σύμφωνα με τον οποίο τα φροντιστήρια δεν δύνανται να χορηγούν τίτλους σπουδών, αλλά βεβαιώσεις γλωσσομάθειας. Η απουσία, όμως, οποιασδήποτε διάταξης που να αφορά τις προϋποθέσεις που θέτει η πολιτεία για την πιστοποίηση φορέων που να χορηγούν πιστοποίηση γλωσσομάθειας, τα χαρακτηριστικά των φορέων αυτών και τις αρμοδιότητές τους (την οργάνωση συστημάτων πιστοποίησης, τη διενέργεια εξετάσεων κ.λπ.) έχει οδηγήσει στην ασύδοτη εισροή, χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο, πολύ μεγάλου αριθμού φορέων, ή ιδρυμάτων διαφορετικής φύσεως: Υπουργεία Παιδείας, Πρεσβείες, κρατικά ξένα μορφωτικά ινστιτούτα (Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών), μη κρατικά ξένα μορφωτικά ινστιτούτα (Goethe Institut), συνδικαλιστικοί φορείς (EUROPALSO), ιδιωτικοί φορείς, ιδιωτικά σχολεία κ.λπ.) λειτουργούν πολλών ειδών συστήματα πιστοποίησης που παρέχουν επ’ αμοιβή τις σχετικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες.

Παρά το γεγονός ότι το νομοθετικό κενό δημιουργούσε προϋποθέσεις για διόγκωση των φαινομένων ασυδοσίας, μέχρι πριν από κάποια χρόνια την καλή γνώση μιας γλώσσας πιστοποιούσαν αναγνωρισμένοι οργανισμοί με βάση την ελληνική και τη διεθνή νομοθεσία. Πρόσφατα, όμως, ενεπλάκησαν στη διαδικασία πιστοποίησης και ιδιωτικοί όμιλοι αμφισβητούμενης νομιμότητας και επιστημονικής εγκυρότητας. Όμως, τουλάχιστον μέχρι και το 2014, το Υπουργείο Παιδείας παρέκαμπτε συστηματικά τον ΕΟΠΠΕΠ, τον αρμόδιο οργανισμό για τον έλεγχο και την αδειοδότηση φορέων ενδεχομένως σκόπιμα, επιτρέποντας σε φορείς αμφισβητούμενης νομιμότητας να εκδίδουν πιστοποιήσεις γλωσσομάθειας.

Αποτέλεσμα της αδιαφάνειας και ανομίας στον συγκεκριμένο τομέα της εκπαίδευσης ήταν να ανακύψουν σκανδαλώδεις υποθέσεις πιστοποιήσεων-«μαϊμού» που έτυχαν σημαντικής δημοσιότητας και απασχόλησαν ευρύτερα την κοινή γνώμη. Χαρακτηριστικό είναι και το πασίγνωστο παράδειγμα για δήθεν πιστοποίηση γλωσσομάθειας και πληροφορικής μεγάλου αριθμού υποψηφίων για το διαγωνισμό πρόσληψης στην ΝΕΡΙΤ από φορέα-«φάντασμα» στη Βέροια που «χάριζε» πιστοποιήσεις σε Αθηναίους υποψήφιους! Το θέμα αυτό ο πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ το έφερε σε γνώση των εισαγγελικών αρχών και το γνωρίζει πολύ καλά ο άνθρωπος που κίνησε τις διαδικασίες για το νομικό έλεγχο της υπόθεσης, ο κ. Φορτσάκης.

Επομένως, είναι αναγκαίο να υπάρξει νομοθέτηση που να προβλέπει τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις φορέων που θα παρέχουν τίτλους γλωσσομάθειας ισότιμους με το Κρατικό Πτυχίο. Η ισοτίμηση προϋποθέτει την αυστηρή εποπτεία των φορέων αυτών από το κράτος σε ό, τι αφορά τα αναλυτικά προγράμματα, τα προσόντα των εκπαιδευτικών, τις κτηριακές υποδομές, τη διαδικασία πιστοποίησης με την απαραίτητη συμμετοχή και κρατικών ελεγκτών, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια.

Β) ΠΕΡΙ ΙΔΡΥΣΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Η ΟΙΕΛΕ χαιρετίζει την επανίδρυση της Διεύθυνσης Ιδιωτικής Εκπαίδευσης. Είναι απαραίτητο να τονιστεί και να καταγραφεί στα πρακτικά της Επιτροπής αυτής, ότι η κατάργηση της Διεύθυνσης το 2014 από τον τότε Υπουργό προκάλεσε χάος στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Είτε έγινε εσκεμμένα, είτε από πολιτική αστοχία, είτε κάτω από πιέσεις το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Η απόσυρση της ουσιαστικής εποπτείας του κράτους από τα ιδιωτικά σχολεία. Για να μη θεωρηθεί ότι η ΟΙΕΛΕ επιτίθεται κομματικά, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο τότε Υπουργός επί της ουσίας ισοπέδωσε το έργο της κ. Γιαννάκου (που προέρχεται από τον ίδιο κομματικό χώρο) και η οποία ενίσχυσε αποφασιστικά το ρόλο της εποπτείας του Υπουργείου Παιδείας στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Είμαστε, επομένως, ιδιαίτερα ευτυχείς, διότι η περίοδος χάους λήγει και αποκαθίσταται το πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 16 του Συντάγματος, όπου με σαφήνεια προβλέπεται η στενή εποπτεία της πολιτείας επί της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Συμφωνούμε με την επισήμανση της αιτιολογικής έκθεσης ότι η διάχυση των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης μετά τη διάλυσή της σε μεγάλο αριθμό υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας ουσιαστικά δημιούργησε χάος, καθώς η εποπτεία στο χώρο κατέστη εξαιρετικά δυσχερής. Άλλωστε, αυτός ήταν ενδεχομένως ο στόχος των εμπνευστών της κατάργησης, η απουσία κάθε μορφής ελέγχου στα ιδιωτικά σχολεία. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και την περίοδο της ασύδοτης λειτουργίας της ιδιωτικής εκπαίδευσης υπήρχαν σοβαρά ιδιωτικά σχολεία που σεβάστηκαν τους κανόνες και τίμησαν την αποστολή τους ως πάροχοι δημόσιου αγαθού. Λίγα, αλλά υπήρχαν.
Χαιρετίζουμε, επίσης, την περίληψη στη Διεύθυνση Τμημάτων Ξένων Σχολείων και Φροντιστηρίων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Κέντρων Ξένων Γλωσσών. Ωστόσο, η Ομοσπονδία θέτει ενώπιον της επιτροπής και προς γνώση του Υπουργού Παιδείας τρία πολύ σοβαρά αιτήματα που πρέπει να νομοθετηθούν άμεσα, εδώ και τώρα, σ’ αυτό το νομοσχέδιο:

• Τα ξένα σχολεία σήμερα αδειοδοτούνται χωρίς ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα και χωρίς κτηριακό έλεγχο, όπως συμβαίνει με όλα τα υπόλοιπα ιδιωτικά σχολεία. Και ενώ τα σχολεία των πρεσβειών και τα ιδρυθέντα με διακρατικές συμφωνίες είναι σε γενικές γραμμές νόμιμα, τα υπόλοιπα λεγόμενα ξένα σχολεία έχουν σοβαρότατα ζητήματα νομιμότητας και πρέπει σήμερα με διάταξη να υπάρξει αντιστοίχιση των διαδικασιών ελέγχου και αδειοδότησής τους με τα ελληνικά ιδιωτικά.
• Είναι απαράδεκτο φαινόμενο εδώ και δεκαετίες Ευρωπαίοι εκπαιδευτικοί που εργάζονται στα ξένα σχολεία να έχουν διαφορετικές εργασιακές σχέσεις απ’ ότι οι Έλληνες συνάδελφοί τους, σχέσεις που συχνά είναι μεσαιωνικού χαρακτήρα. Η Ομοσπονδία μας ζητά την άμεση κατάθεση διάταξης σε αυτό το νομοσχέδιο από τον Υπουργό Παιδείας με την οποία θα εξισώνονται οι εργασιακές σχέσεις Ελλήνων και ξένων εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία, όπως ισχύει στην Ε.Ε. και επιτάσσει το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο.
• Με νομοθετική παρέμβαση του τότε Υπουργού καταργήθηκε η πειθαρχική δικαιοδοσία των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης επί των φροντιστηρίων και των ΚΞΓ. Θεωρούμε αναγκαίο να επανέλθουν οι πειθαρχικές αρμοδιότητες των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης για τους συγκεκριμένους φορείς, ώστε να υπάρχει αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4415/2016 ο οποίος επιχειρεί να φρενάρει τα οξυμένα φαινόμενα μαύρης εργασίας και φοροδιαφυγής στο συγκεκριμένο χώρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025