Επιστολή της Ένωσης Σχολικών Ψυχολόγων Ελλάδας προς τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου
Αξιότιμε κε Υπουργέ,
τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή το ζήτημα απόδοσης συνάφειας με τη Σχολική Ψυχολογία σε μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών που κατέχουν υποψήφιοι αναπληρωτές Ε.Ε.Π., «δημοσιεύθηκε επίσημα» στο διαδίκτυο και κατατέθηκε στο Υπουργείο «ΕΠΙΣΤΟΛΗ-ΑΝΑΦΟΡΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΤΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΕΠ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ ΠΕ 23», από υποψήφιους ψυχολόγους χωρίς ειδίκευση στη Σχολική Ψυχολογία, καταταγμένους σε Επικουρικούς Πίνακες κλάδου ΠΕ23 των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης.
Με αυτήν οι υπογράφοντες υποστηρίζουν ότι με την εφαρμογή της υπ’ αριθμόν 3353/2015 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας προκαλείται «διχασμός» των ψυχολόγων, αδικούνται όσοι δεν έχουν προσόντα ειδίκευσης στη Σχολική Ψυχολογία και ότι «εκμηδενίζονται» τα 12 χρόνια προϋπηρεσίας τους, καθώς και «η βαρύτητα όλων των υπόλοιπων προσόντων που μπορεί να έχει ένας αναπληρωτής ψυχολόγος». Μάλιστα, με αναφορές στον Νόμο 991/79 για την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου στην Ελλάδα, προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι η πρόβλεψη για «ειδικότερα προσόντα» ειδίκευσης στη Σχολική Ψυχολογία «μόνο συντεχνιακά συμφέροντα μπορεί να εξυπηρετεί», ότι είναι «ατεκμηρίωτη επιστημονικά» και «ανακόλουθη με τις διεθνείς επιστημονικές προδιαγραφές».
Γι’ αυτό υπογραμμίζουν ότι ζητούν «άμεση αποκατάσταση της αδικίας και της υπονόμευσης των προσόντων που γίνεται στους ψυχολόγους του Επικουρικού Πίνακα και «αλλαγή νομοθετικής ρύθμισης», με σκοπό να «καταργηθεί η πρόταξη των ψυχολόγων με μεταπτυχιακό στην Σχολική Ψυχολογία» και «να γίνει ενιαίος πίνακας ψυχολόγων» από το ερχόμενο σχολικό έτος. Επίσης δηλώνουν ότι θα διεκδικήσουν με κάθε νόμιμο μέσο, εσωτερικό ή ευρωπαϊκό, την αποκατάσταση της αδικίας που υφίστανται.
Με την «επιστολή – αναφορά διαμαρτυρίας» τίθενται σοβαρά θεσμικά ζητήματα, γι’ αυτό και οφείλουμε, αναλυτικά και τεκμηριωμένα, να περιγράψουμε τις πραγματικές διαστάσεις του θέματος και να διασαφηνίσουμε το σκεπτικό του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, καθώς και τα διεθνή πρότυπα και εξελίξεις που αφορούν στο επάγγελμα του ψυχολόγου στην εκπαίδευση.
Επισημαίνουμε ότι η εν λόγω επιστολή αποπροσανατολίζει από τα ουσιαστικά ζητήματα, τη στιγμή μάλιστα που αρχίζει να αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η αναγκαιότητα της ψυχολογικής υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου και παρατηρείται αυξανόμενη πλαισίωσή του με προσλήψεις ψυχολόγων. Η επιστολή βάζει σε λάθος κατεύθυνση τη συζήτηση και εστιάζει στο τι είναι ευνοϊκό για τον καθένα και όχι στο τι χρειάζεται για να επιτευχθεί αποτελεσματική ψυχολογική υποστήριξη. Είναι εμφανές, άλλωστε, ότι οι συντάκτες της προτείνουν νομοθετικές αλλαγές με βάση τα δικά τους προσωποπαγή προσόντα, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις σύγχρονες διεθνείς πρακτικές υποστήριξης ενός σχολείου για όλους, αλλά και αξιοποίησης του εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού των ψυχολόγων.
Με το περιεχόμενο της επιστολής τους βασικά αναπαράγουν ένα κλισέ επιχειρημάτων που διαστρεβλώνουν το νόημα των όρων «αξιοκρατία» στις δημόσιες θέσεις και «επαγγελματική ειδίκευση», καθώς και ανακριβείς και αβάσιμες πληροφορίες για το νομικό καθεστώς πρόσληψης Ψυχολόγων ΠΕ23, που συζητήθηκαν από το 2011 και κρίθηκαν με τη γνωμάτευση 458/2011 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και την απόφαση 3353/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τονίζουμε πως δεν ευσταθεί ότι το ζήτημα της ειδίκευσης στη Σχολική Ψυχολογία ανέκυψε με την απόφαση του ΣτΕ το 2015 και ότι κάποιοι, ξαφνικά, με «συντεχνιακά συμφέροντα», αποφάσισαν να το ανακινήσουν σε βάρος όσων δεν έχουν την ειδίκευση στη Σχολική Ψυχολογία, για να «υπονομεύσουν» τα προσόντα τους. Η πραγματικότητα είναι ότι η απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε μετά από προσφυγή το 2012 των ίδιων των μη εχόντων τα ειδικά τυπικά προσόντα, εναντίον του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και σε βάρος των εχόντων ειδίκευση στη Σχολική Ψυχολογία, προκειμένου να σταματήσει να εφαρμόζεται η γνωμοδότηση 458/2011 του Ν.Σ.Κ. και να ακυρωθεί το νομικό και το κανονιστικό πλαίσιο κριτηρίων και διαδικασίας πρόσληψης ΠΕ23 Ψυχολόγων. Κι αυτό συνέβη με κίνδυνο, αν γινόταν δεκτό το αίτημά τους, όπως επεσήμανε το ΣτΕ στην απόφασή του, να ακυρωθεί το κανονιστικό πλαίσιο πρόσληψης αναπληρωτών όλων των κλάδων Ε.Ε.Π. (σελ. 24 της απόφασης 3353), με τις ανάλογες συνέπειες!
Η απόφαση του ΣτΕ υπενθύμισε ότι «ανέκαθεν ο νομοθέτης είχε τη βούληση να δώσει έμφαση στην ειδική εκπαίδευση των ψυχολόγων που θα προσληφθούν ως εκπαιδευτικό προσωπικό», απέρριψε το αίτημά τους, όρισε τον τρόπο εφαρμογής και τήρησης της νομιμότητας και έβαλε οριστικά τέλος στις ερμηνείες, πρακτικές και μεθοδεύσεις που οδηγούσαν σε πρόταξη των μη ειδικευμένων και σε εκμηδένιση της αξίας και της αναγκαιότητας του μεταπτυχιακού Σχολικής Ψυχολογίας.
Από την εξέταση της ιστορικής πορείας του ζητήματος, φαίνεται ότι μερικοί υποψήφιοι αναπληρωτές, χωρίς ειδικά τυπικά προσόντα, προσπαθούν να εξασφαλίσουν την πρόταξή τους, παραβλέποντας τη νομιμότητα και επιδιώκοντας να διασφαλιστεί ότι «αξιοκρατία» δεν αποτελεί, όπως το σύνταγμα ορίζει, η επιλογή του καταλληλότερου με βάση τα τυπικά και ειδικά προσόντα που συνάπτονται με ικανότητες να προσφέρουν έργο στο δημόσιο τομέα, αλλά η επιλογή εκείνου με τα περισσότερα μόρια ανεξαρτήτως μεταπτυχιακής ειδίκευσης. Αυτό δεν γίνεται μόνο τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης και του κινδύνου να μην προσληφθούν, επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ΣτΕ και αποδείχθηκε ανεδαφικό. Επαναλαμβάνεται εδώ και 12 χρόνια από τη πρώτη στιγμή που θεσπίστηκε ο θεσμός του αναπληρωτή ψυχολόγου ΠΕ 23, σχεδόν κάθε χρόνο, με κάθε πρόσφορο τρόπο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση, να προκαλούνται ενστάσεις στις προσλήψεις και να ταλανίζεται ο χώρος της ειδικής αγωγής και του κλάδου των ψυχολόγων.
Από την πλευρά μας, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι με μια απλή ματιά στους πίνακες των υποψηφίων αναπληρωτών διαπιστώνεται ότι δεν ευσταθούν τα όσα αναφέρουν σχετικά με το χρονικό διάστημα προϋπηρεσίας και τα περισσότερα συνολικά μόρια των ψυχολόγων των επικουρικών πινάκων. Υπογραμμίζουμε ότι στην πλειοψηφία τους οι σχολικοί ψυχολόγοι οι οποίοι κατατάσσονται στον κύριο πίνακα είναι απόφοιτοι μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών διετούς φοίτησης, ελληνικών κυρίως πανεπιστημίων, και έχουν ολοκληρώσει μεταπτυχιακές εργασίες ειδίκευσης στο αντικείμενο της Σχολικής Ψυχολογίας, καθώς και πολύμηνη πρακτική άσκηση, με επιστημονική και επαγγελματική εποπτεία, σε δομές εκπαίδευσης. Διαθέτουν δε κατ’ αντιστοιχία μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εξειδικευμένης προϋπηρεσίας σε ΣΜΕΑΕ/ΚΕΔΔΥ από τους υποψηφίους του επικουρικού πίνακα, οι οποίοι μάλιστα στην πλειοψηφία τους δεν έχουν καν προϋπηρεσία. Οφείλουμε να σημειώσουμε, βεβαίως, ότι η εμπειρία σε μία θέση εργασίας ιδιαιτέρως απαιτητική, όπως είναι αυτή του σχολικού ψυχολόγου, δεν αποτελεί από μόνη της μέσο εξειδίκευσης, εφόσον ο εργαζόμενος δε διαθέτει το απαραίτητο επιστημονικό υπόβαθρο ώστε να σχεδιάζει και να υλοποιεί υπηρεσίες πρόληψης, αξιολόγησης και παρέμβασης, τις οποίες να προσφέρει στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Άλλωστε, η πρόταξη των ειδικευμένων στο αντικείμενο της θέσης εργασίας υποψηφίων είναι θεμιτή και επιβεβλημένη σε κάθε κλάδο του επαγγέλματος του Ψυχολόγου και αποτελεί συνήθη πρακτική τόσο για τους άλλους κλάδους του ΕΕΠ, όσο και για τους κλάδους των εκπαιδευτικών, όπου προτιμώνται και κατατάσσονται σε κύριους (έναντι επικουρικών) πίνακες πρόσληψης υποψήφιοι με προκαθορισμένα «ειδικά προσόντα» ειδίκευσης.
Επίσης, όσα αναφέρουν οι υπογράφοντες ως προς την ελληνική νομοθεσία για το επάγγελμα του ψυχολόγου (Ν.991/1979 για την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου στην Ελλάδα), αλλά και τα διεθνή πρότυπα ψυχολογικής υποστήριξης της εκπαίδευσης, στηρίζονται σε άγνοια της πραγματικότητας ή σε ανακριβείς ή αναληθείς πληροφορίες. Είναι προφανές ότι δεν έχουν πλήρη επίγνωση του νόμου και συγχέουν την έννοια της άδειας ειδικότητας (άρθρο 7) με τα «ειδικότερα προσόντα» (άρθρο 3) άσκησης του επαγγέλματος του ψυχολόγου σε διάφορους τομείς. Ο νόμος ν.991/1979, στις προϋποθέσεις για την άδεια άσκησης επαγγέλματος, με το άρθρο 3 παρ. 1, που οι υπογράφοντες παραγνωρίζουν, ορίζει ότι απαιτείται πτυχίο Ψυχολογίας, και με την παρ. 3 προβλέπει ότι με υπουργική απόφαση «καθορίζονται τα επί πλέον ειδικότερα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του Ψυχολόγου σε διάφορους τομείς της Ψυχολογίας (Σχολικής, Κλινικής Ψυχολογίας κλπ)». Είναι γνωστό ότι η Κοινή Υπουργική Απόφαση για τα ειδικότερα προσόντα του Σχολικού Ψυχολόγου (Α2/4258, ΦΕΚ Β’ 573/1981) δεν είναι η μόνη, όπως ισχυρίζονται, ούτε εκδόθηκε με βάση το άρθρο για την ειδική άδεια ειδικότητας, αλλά με βάση το άρθρο για τα ειδικότερα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος στην Εκπαίδευση. Σήμερα, εξάλλου, έχουμε σαφώς προσδιορισμένα ειδικά προσόντα, με ανάλογες σπουδές, για το επάγγελμα του ψυχολόγου και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, π.χ. «ειδικότερα προσόντα του κλινικού ψυχολόγου στην υγεία (Α2/3823, ΦΕΚ Β’ 486/ 1981), στον στρατό (ν 3257/2004 ΦΕΚ 143Α άρθρο 3 παρ 14) κ.α.
Ο νόμος 991/79 και οι προδιαγραφές στην εφαρμογή του δεν ορίστηκαν για συντεχνιακούς λόγους, αλλά με βάση τα διεθνή πρότυπα, στο πλαίσιο της ένταξης στην ΕΟΚ (1979), για την προσαρμογή της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά πρότυπα και στο πλαίσιο του Διεθνούς Έτους του Παιδιού (UNESCO 1979), και έλαβε υπόψη, όπως αναφέρθηκε στη Βουλή, τις προοπτικές ανάπτυξης και οργάνωσης σπουδών στην Ελλάδα και την ανάγκη για στελέχωση με ψυχολόγους των χώρων της εκπαίδευσης και της υγείας. Διεθνώς, η ειδίκευση του ψυχολόγου στη Σχολική Ψυχολογία υπάρχει από τις αρχές της ιστορίας της Επιστήμης της Ψυχολογίας και των εφαρμογών της, για να καλύψει τις ανάγκες φροντίδας και προστασίας των παιδιών και για να προασπίσει την ισότητα των ευκαιριών και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές, χωρίς διακρίσεις. Αναλυτικότερη παρουσίαση των διεθνών προτύπων και εξελίξεων που αφορούν στο επάγγελμα του ψυχολόγου στην εκπαίδευση υπάρχει σε συνημμένο έγγραφό μας.
Επιπροσθέτως, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ορισμένες διαστάσεις της προαναφερθείσας επιστολής είναι ανησυχητικές. Πρώτον, με βάση τα παραπάνω επιχειρήματά τους, οι συντάκτες του κειμένου εγείρουν ζήτημα παρανομίας στο διορισμό του υπάρχοντος μόνιμου προσωπικού και προσπαθούν να προκαλέσουν τεχνητή αντιπαράθεση, μεταξύ των ψυχολόγων, ρωτώντας και τονίζοντας: «Άραγε το μόνιμο προσωπικό που διορίστηκε είναι παράνομα διορισμένο;». Για την Ε.Σχο.Ψ.Ε. αποτελεί αδιαπραγμάτευτη θέση ότι όλοι οι μόνιμοι συνάδελφοι, μετά το διορισμό, είναι αυτοδίκαια, θεσμικά, δεοντολογικά και πρακτικά, ίσοι και ισότιμοι, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφοροποιήσεις στα αρχικά κριτήρια διορισμού, και μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα στο έργο της Ένωσης, με βάση τα διεθνή πρότυπα και τον Κώδικα Δεοντολογίας του ψυχολόγου. Συγχρόνως, με προτάσεις τους διασπούν τον κλάδο ΠΕ 23, π.χ. σε ψυχολόγο των ΚΕ.Δ.Δ.Υ. και ψυχολόγο των σχολείων, με διαφορετικά προσόντα σπουδών σε γνωστικά αντικείμενα ψυχολογίας, σε βαθμό που τελικά θα χρειάζεται μια «διεπιστημονική» ομάδα Ψυχολόγων για να ασκηθεί το πολυσύνθετο έργο του στην εκπαίδευση! Τέλος, μας προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι συντάκτες του κειμένου, όπως αναφέρεται στο διαδίκτυο, δεν είναι μόνο Ψυχολόγοι αλλά και μέλη Ε.Ε.Π. άλλων κλάδων.
Προκειμένου να επιλυθούν τα ζητήματα που σχετίζονται με τον κλάδο των ψυχολόγων στην εκπαίδευση, κύριε Υπουργέ, αιτούμαστε κατ’ ιδίαν συνάντηση μαζί σας, ώστε να σας υποβάλουμε και αναπτύξουμε τις προτάσεις μας που αφορούν στα παρακάτω:
Μέτρα τήρησης της νομιμότητας στην πρόσληψη των Ψυχολόγων ΠΕ 23
Ουσιαστική ανάπτυξη των υπηρεσιών ψυχολόγου κλάδου ΠΕ 23, ώστε να χρησιμοποιείται αποτελεσματικά και με βάση τα διεθνή πρότυπα το ανθρώπινο δυναμικό όλων των ψυχολόγων, προς όφελος της εκπαίδευσης
Μέτρα για οριστική και επιστημονικά έγκυρη επίλυση του ζητήματος της συνάφειας σπουδών με τη Σχολική Ψυχολογία
Συνέδριο Σχολικής Ψυχολογίας υπό την αιγίδα σας
Με εκτίμηση,
Για το Διοικητικό Συμβούλιο