Είναι ένας πολιτισμός που δεν νοείται «ερήμην» των κειμένων του, δηλ. έξω από την έκφραση, τη μετάδοση και τη διάδοση των πνευματικών κατακτήσεων και προβληματισμών των Ελλήνων σε όλους τους χώρους.
Αυτό προϋποθέτει τη γνώση και τη χρήση τής γραφής, και μάλιστα σε ευρεία κλίμακα ως προς τους χρήστες (όχι προνόμιο των ολίγων), σε πρώιμο χρόνο (τον χρόνο που άρχισαν να δημιουργούνται μεγάλα πνευματικά έργα) και μέσα από ένα οικονομικό, λειτουργικό και αποτελεσματικό σύστημα, δηλ. ένα πρακτικό και επαρκές αλφάβητο, όπως αποδείχθηκαν το ελληνικό αλφάβητο και (το επιγέννημά του μέσω των Ετρούσκων) το λατινικό αλφάβητο. Ας σημειωθεί ακόμη ότι στο ελληνικό ανάγουν την καταγωγή τους μια σειρά άλλων αλφαβήτων: το σλαβικό (κυριλλικό) και το γλαγολιτικό, το αλβανικό, το μεσσαπικό, το κοπτικό, το γοτθικό, το κελτικό και τα αρχαία λυκικό, φρυγικό, παμφυλιακό, καρικό και λυδικό (περισσότερα στον D. Diringer, The Alphabet: A Key to the History of Mankind. N. York, 1948).
Το ότι χρησιμοποιήθηκαν περισσότερες γραφές στον ελλαδικό χώρο (γραμμική γραφή Α, γραμμική γραφή Β, κυπρομινωϊκή γραφή, κυπριακό συλλαβάριο, αλφαβητική γραφή) δείχνει την αγωνία των Ελλήνων να εκφρασθούν γραπτώς, με προφανή επίγνωση ότι χωρίς τη γραφή καμιά ανθρώπινη, απαιτητική από τη φύση της, δραστηριότητα δεν μπορεί να υποστηριχθεί και να έχει ευρύτερα αποτελέσματα σε χρόνο, σε χώρο και σε έκταση. Το ότι άλλαξαν σύστημα και υιοθέτησαν ένα πρότυπο ξένο στην προέλευσή του αλλά ριζικά επεξεργασμένο σε όλη του την έκταση και σταδιακά πλήρως προσαρμοσμένο στη δομή τής ελληνικής γλώσσας απαιτεί πνευματική τόλμη και εγρήγορση. Δεν αλλάζεις εύκολα έναν από τη φύση του συντηρητικό θεσμό που είναι ο τρόπος γραφής, για να περάσεις σε μια τελείως διαφορετική γραφή και ως μορφή και ως σύστημα: να περάσεις από μια συλλαβογραφική γραφή (τη γραμμική Β) σε μια φθογγογραφική συμφωνογραφική γραφή (το φοινικικό σύστημα) που οι Ελληνες μετέτρεψαν στο πρώτο πραγματικό αλφάβητο. Κατά τα λόγια τού έγκριτου σημιτολόγου καθηγ. John Healey «πραγματικό αλφάβητο (a true alphabet) ετέθη για πρώτη φορά σε λειτουργία από τους Ελληνες, ένα αλφάβητο στο οποίο δηλώνονταν όχι μόνο τα σύμφωνα αλλά και τα φωνήεντα». [J. Healey, The Early Alphabet (στο συλλογικό έργο τού J. Hooker εκδ., Reading the Past, 1990, σελ. 232)]
Το κίνητρο που οδήγησε στην αλλαγή αλφαβήτου ήταν η άμεση ανάγκη καταγραφής τού πλούσιου προφορικού λόγου στη φιλοσοφία, στην ποίηση, στην ιστορία, στο θέατρο, στην επιστήμη, στην εκπαίδευση και εξίσου πιεστικά στη δημόσια διοίκηση (νόμους, θεσμούς, αποφάσεις, ψηφίσματα, συμφωνίες κ.λπ.). Επειδή δε όλες αυτές οι διαδικασίες και οι μαθήσεις διέπονταν από ένα διάχυτο δημοκρατικό πνεύμα, απαιτείτο να είναι προσιτές σε όλους τους πολίτες. Χωρίς το ελληνικό αλφάβητο και την εύκολη χρήση του ο πολιτισμός των Ελλήνων ούτε θα εδραιωνόταν, ούτε θα σωζόταν, ούτε θα γινόταν ευρύτερα γνωστός μέσα και έξω από την Ελλάδα.
Βεβαίως, μιλώντας για γραπτά κείμενα και ελληνική γραφή, αναφερόμαστε πάντοτε στη γλώσσα, εν προκειμένω στην ελληνική γλώσσα που δηλώνεται διά τής γραφής. Αλλά η ίδια η καλλιέργεια τής γλώσσας, τουλάχιστον τής Ελληνικής, δεν θα είχε φτάσει ποτέ στον εκφραστικό πλούτο και στο υψηλό επίπεδο καλλιέργειας που την διακρίνει, αν δεν είχε περάσει από τη σμίλη τού γραπτού λόγου με προϋπόθεση ένα λειτουργικό αλφάβητο που την αποτυπώνει εύκολα, γρήγορα και ποιοτικά, με ακρίβεια και πληρότητα.
Η σύνδεση τής γραφής και τού γραπτού λόγου υπήρξε τόσο έντονη στην ελληνική σκέψη, ώστε η όλη ενασχόληση με τη μελέτη τής δομής τής γλώσσας στηρίχτηκε στα γράμματα και ονομάστηκε γραμματική, όρος ο οποίος διά τής Λατινικής (grammatica) πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Κι αυτό γιατί η ενασχόληση με τη γλώσσα, την ανάλυση και τη λειτουργία της, βασίστηκε στα γραπτά κείμενα, σε ό,τι έχει γραφεί. Η ίδια η ονομασία κείμενο στην αντίληψη των Ελλήνων είναι «ό,τι κείται», ό,τι υπάρχει ως γραπτός λόγος, ευρύτερα προσιτός και αξιόπιστος αφού προσφέρεται στην κοινή προσπέλαση. Και για να έχει κύρος και αξιοπιστία μια λέξη ή ένας γραμματικός τύπος για τους αρχαίους Ελληνες γραμματικούς εξεταζόταν αν «κείται ή ου κείται», αν παραδίδεται ή όχι στον γραπτό λόγο που λειτουργούσε ως πρότυπο.
Η σημασία τής επινόησης τού ελληνικού αλφαβήτου γενικότερα για τον πολιτισμό τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση από τον καθηγητή τής φιλοσοφίας τού Harvard και τού Yale Eric Havelock (The Preliteracy of the Greeks. Στο New Literary History, 8 [1977], σελ. 369): «Η επινόηση τού ελληνικού αλφαβήτου – αντίθετα προς όλα τα προηγούμενα συστήματα, συμπεριλαμβανομένου και τού φοινικικού – απετέλεσε στην ιστορία τού ανθρώπινου πολιτισμού ένα γεγονός, τού οποίου η σπουδαιότητα δεν έχει πλήρως κατανοηθεί ακόμη και μέχρι σήμερα. Η εμφάνιση τού ελληνικού αλφαβήτου διαχωρίζει όλους τούς πριν από τον ελληνικό («pre-Greek») πολιτισμούς από εκείνους που ακολουθούν μετά τον ελληνικό πολιτισμό («post-Greek»)».
Με πληροφορίες από ΤΑΝΕΑ