Η επαγγελματική εκπαίδευση (ε.ε.) από τη σύστασή της στη χώρα μας αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης αποτέλεσε την πρώιμη “απάντηση” της θεσμικής εκπαίδευσης στις ανάγκες και στις προτεραιότητες της οικονομίας, της παραγωγής, της αγοράς εργασίας, της κοινωνίας.
Του Νίκου Τσούλια
Είναι μια “απάντηση” με σαφές πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο. Η εκπαίδευση θα δώσει τη δική της κοσμοθεωρία για τη σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης με βάση την ευρύτερη κοινωνική δυναμική, τη συνολική
αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, τη διαμόρφωση του σχήματος του πολίτη και όχι μόνο του επαγγελματία.
Στο θέμα αυτό παρατηρούμε το εξής ιδιαίτερο στοιχείο. Η δεξιά και η αριστερά συγκλίνουν στην παραμέληση της ε.ε. – αν και με διαφορετικές αφετηρίες και στοχεύσεις.
Συγκεκριμένα, η δεξιά προωθεί το εξής δίπολο: “γενική εκπαίδευση – κατάρτιση”, με ατροφική την ε.ε., και αυτή η επιλογή καταδείχτηκε στον πρόσφατο σχετικό Νόμο. Η αριστερά προωθεί το γενικό σχολείο μέχρι την ηλικία των 18 ετών και στη συνέχεια προτείνει την ανάπτυξη της ε.ε. (παράλληλα με την πανεπιστημιακή εξέλιξη). Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
ωστόσο, ως σταθερό κόμμα λαϊκισμού ανάλογα με το ακροατήριο κινείται ή προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση με την επίκληση της γνωστής του αντίληψης: άλλο η στρατηγική και άλλο η τακτική…
Διακηρυγμένη πολλαπλά και σταθερή στήριξη στην ε.ε. δίνει η Κεντροαριστερά με όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της – φυσικά με αδυναμίες στο πεδίο εφαρμογής. Βασική παράμετρος προς τούτο είναι ο συνολικός σχεδιασμός για την εκπαίδευση, όπως προτάσσεται από τον E. Durkheim (Εκπαίδευση και κοινωνιολογία). «Η εκπαίδευση είναι η δράση που ασκείται από τις γενιές των ενηλίκων σε εκείνους που δεν είναι ακόμη ώριμοι για την κοινωνική ζωή. Σκοπός της είναι να ενθαρρύνει και να αναπτύξει στα παιδιά μια σειρά από φυσικές καταστάσεις, πνευματικές και ηθικές, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες από το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών και από το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο προορίζονται για να ζήσουν».
Η ε.ε. ιστορικογενετικά αναπτύχθηκε με τον θεσμό του Επαγγελματικού Λυκείου ως ισότιμος πυλώνας με το Γενικό Λύκειο διαμορφώνοντας ένα δίπολο στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης υπήρξε δυναμική ανάπτυξη της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, στη χώρα μας δεν συνέβη κάτι ανάλογο. Υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που συνέργησαν σε αυτή την εξέλιξη.
Αναφέρω έναν με κοινωνιολογικής φύσης περιεχόμενο: τη διαμόρφωση μιας υποκουλτούρας “λατρείας του πανεπιστημιακού πτυχίου”, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες και δυναμικές των νέων αλλά και τις απαιτήσεις της χώρας. Απτό αποτέλεσμα αυτής της στρέβλωσης είναι η μεγάλη πλασματική πανεπιστημιακή ζήτηση, που εκδηλώνεται με τον πιο τραγικό τρόπο με την εγκατάλειψη των σπουδών στο υπερβολικό ποσοστό του 25%! Φυσικά, για το εν λόγω πρόβλημα συντείνουν και άλλοι μικρότερης σημασίας παράγοντες.
Στη σημερινή και παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας η απάντηση δεν είναι στην ανάπτυξη μεταγυμνασιακής κατάρτισης. Μια τέτοια επιλογή, που υιοθετεί η κυβέρνηση της Ν.Δ., αποτελεί την πιο ακραία εκδοχή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που οδηγεί σε πολλαπλά αδιέξοδα. Στον σχετικό Νόμο του ΥΠΑΙΘ αποτυπώνεται το ποια κοινωνία και ποιον πολίτη θέλει να διαμορφώσει, μια κοινωνία αβεβαιότητας, έναν πολίτη εξαρτημένο από τις
όποιες μονομερείς επιλογές της αγοράς εργασίας.
Μια ανοιχτή συζήτηση πόσο γενική και πόσο επαγγελματική εκπαίδευση χρειάζεται η χώρα μας έχει νόημα και αξία με βάση τα περιεχόμενά τους και τους προσανατολισμούς τους. Απαιτείται όμως να λάβουμε υπόψη μας δύο
νέα στοιχεία. α) Το παραδοσιακό χάσμα χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, που ήταν χαρακτηριστικό της αγροτικής και της βιομηχανικής περιόδου έχει πλέον γεφυρωθεί σε μεγάλο βαθμό. β) Οι νέες τεχνολογίες και η ραγδαία ανάπτυξη του ψηφιόκοσμου και της πληροφοριόσφαιρας ανατέμνουν πολλαπλά τα πεδία των δύο μορφώντης εκπαίδευσης στη λυκειακή βαθμίδα.
Παράλληλα και το πιο σημαντικό, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι κοινωνικές ανισότητες, οι διακρίσεις, η φτώχεια και τα πολλαπλά σημάδια της οικονομικής κρίσης καθιστούν κυρίαρχο το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής και ως εκ τούτου οφείλουμε να αγωνιστούμε συστηματικά προς αυτό το κυρίαρχο πολιτικό, δημοκρατικό αίτημα.
Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής