ΤουΝίκου Τσούλια
Κάθε μέρα και γιορτή, κάθε ώρα και ξεχωριστή γιορτή˙ θείο δώρο για λίγους. Είναι η τελετουργία της σχολικής αίθουσας. Ας αφαιρέσουμε νοητικά την παγιωμένη εδώ και αιώνες σχολική πραγματικότητα. Ας θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει η σταθερή εικόνα της σχολικής αίθουσας και ας φανταστούμε το πώς υπήρξε η καταστατική της πράξη.
Να βρεθούμε εκεί που διαμορφωνόταν η πρωτογενής σύλληψη της δημιουργίας σχολείου και σχολικών αιθουσών. Ένα τσούρμο παιδιά σε διατεταγμένη σειρά, απόλυτα πειθαρχημένα και με τα μάτια ανοιχτά και τα αυτιά τεντωμένα, με το μυαλό μόνο στο δάσκαλο και πουθενά αλλού, να ξεκινάνε κάθε ημέρα και κάθε ώρα με τον ίδιο ή διαφορετικό εκπαιδευτικό για το ταξίδι της γνώσης.
Θέλεις ή δεν θέλεις το σχολείο; Όχι δεν υπήρχε τέτοιο ερώτημα˙ αρχικά ήταν προνόμιο για λίγους και εκλεκτούς. Τα περισσότερα παιδιά ήταν στα χωράφια και στις δουλειές των πατεράδων τους. Τα παιδιά των φτωχών και των εργατών δεν είχαν καμιά τύχη στη μόρφωση. Κληρονομούσαν με απόλυτο τρόπο τον …τίτλο του πατέρα τους, του εργάτη ή του περιθωριοποιημένου.
Οι χρόνοι πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν και η κοινωνία «έβραζε» για λόγους πολλούς. Ανισότητες και εκμετάλλευση ήταν η κρατούσα εικόνα στο εσωτερικό των κρατών, γεμάτη σουρεαλιστικές σκηνές η καθημερινή ζωή. Ήλθε η Γαλλική επανάσταση, ανέβηκε η αστική τάξη στην εξουσία και ως φιλελεύθερη και προοδευτική δύναμη εκείνης της περιόδου θα μεταφέρει το θεσμό της εκπαίδευσης από την εκκλησία στο κράτος. Ο εκδημοκρατισμός της παιδείας έχει αρχίσει, αλλά θα περάσουν χρόνια πολλά και θα χρειαστούν κοινωνικοί αγώνες και αγώνες συλλογικοί για μαζική εκπαίδευση, ενώ το αίτημα για «μόρφωση σ’ όλα τα παιδιά και σ’ όλους τους νέους χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς» παραμένει ανοικτό μέχρι στις ημέρες μας. Είναι το υφάδι των κινηματικών αφηγήσεων των νέων και των λαών.
Άραγε μήπως θα έπρεπε να φαντάζονται ή να ενημερώνονται οι μαθητές για την οδύσσεια του σχολείου, για τις κοινωνικές θυσίες που έχουν γίνει για να κάθονται όλοι στα θρανία; Σήμερα είναι δεδομένη η ευθύνη της πολιτείας για να βρίσκονται όλα τα παιδιά μέσα στις σχολικές αίθουσες, αλλά οι ποικίλες ανισότητες παραμένουν και καθορίζουν εν πολλοίς την εκπαιδευτική εξέλιξη των παιδιών και των εφήβων. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να διανύσουμε μέχρι να γευτούμε το δημοκρατικό αίτημα για «ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση σ’ όλους», που θα είναι και μια ουτοπία όσο υπάρχουν ταξικές κοινωνίες. Και έτσι έχουμε φτάσει στη σημερινή πραγματικότητα με τις πολλές προοδευτικές κατακτήσεις αλλά και με τις πολλές εκκρεμότητες σε σχέση με το στόχο για μια «παιδεία γι’ όλο το λαό».
Η εικόνα είναι μαγική. Με το χτύπημα του κουδουνιού μικρά ποταμάκια συγκλίνουν προς τις μαθησιακές εστίες και εκεί τα παιδιά περιμένουν, τον δάσκαλο όχι της αυθεντίας των παλιότερων καιρών αλλά το δάσκαλο συνοδοιπόρο στο ταξίδι της μάθησης. Έχει ο εκπαιδευτικός δεδομένες όλες τις διαχρονικές κατακτήσεις των σχολικών θεσμών. Έχει όμως και περισσότερες προκλήσεις. Οι κοινωνίες είναι πολύπλοκες και απαιτητικές. Το μέλλον είναι φορτωμένο από υποχρεώσεις και προσόντα. Αγώνας δρόμου εκπαίδευσης (και παιδείας…) ξεκινάει από τα πρώτα βήματα στο Δημοτικό και “διαπερνά” το Διδακτορικό και συνεχίζεται σ’ όλη τη ζωή.
Τα παιδιά περιμένουν τον εκπαιδευτικό. Θα σταθμίσουν από τις πρώτες στιγμές αξιολογώντας με τη φοβερή διεισδυτικότητα της ματιάς τους το πρόσωπό του και τις κινήσεις του. Και αυτός ξέρει και πιο πολύ νιώθει ότι είναι «διευθυντής ορχήστρας». Να συννεφιάσει τα μαθητικά βλέμματα ή να ξαστερώσει τους προκαταβολικούς φόβους τους της εξέτασης ή του διαγωνίσματος ή του αυστηρού ύφους;
Αλλά όχι, έχει συνειδητοποιήσει ότι το παιχνίδι της μάθησης, ο πυρήνας της Παιδαγωγικής και η ιερότητα του εκπαιδευτικού επαγγέλματος επιτάσσουν τη δημιουργία ευχάριστου κλίματος – αλλιώς δεν υπάρχει μάθηση. Βιώνει μια πολύ απλή πραγματικότητα. Είναι δική του ευθύνη να κερδίσει την ψυχή των παιδιών και να αγωνιστεί στη συνέχεια επί του νοησιαρχικού πεδίου. Και δεν χρειάζονται και πολλά πράγματα για να «γίνει ένα με τους μαθητές του», να τους αγαπήσει, να τους αγαπήσει απλόχερα και γενναιόδωρα ώστε να το νιώσουν βαθιά μέσα στην καρδιά τους. Να «συναντήσει» το συναισθηματικό τους κόσμο και να τον καλλιεργήσει, γιατί «τα συναισθήματαδιαθέτουν γνωστικό περιεχόμενο˙ συνδέονται στενά με πεποιθήσεις ή κρίσεις για τον κόσμο με τέτοιο τρόπο ώστε η αφαίρεση της συναφούς πεποίθησης να μην αφαιρεί μόνο το λόγο του συναισθήματος, αλλά και το ίδιο το συναίσθημα» (M. Nussbaum,Έρωτος γνώση)
Γι’ αυτό είναι Γιορτή κάθε ώρα μαθήματος. Γιατί είναι η μοναδική συστηματική λειτουργία εξανθρωπισμού του ανθρώπου και κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησης παιδιών και νέων σ’ όλους τους καιρούς και σ’ όλους τους τόπους. Γιατί η αγάπη πρώτα απ’ όλα και η παιδαγωγική και επιστημονική δυναμική στη συνέχεια έρχονται για να απελευθερώσουν τη δημιουργικότητα των παιδιών, για να συνάψουν τη μάθηση με τα όνειρά τους και τις φιλοδοξίες τους, για να στοχαστούν μαθητές και εκπαιδευτικός το μέλλον των παιδιών και μόνο – το μέλλον του εκπαιδευτικού είναι το διαχρονικό παρόν της σχολικής αίθουσας. Αν «χάσει» τη σχολική αίθουσα ο εκπαιδευτικός, δεν παύει μόνο να είναι εκπαιδευτικός˙ χάνει αυτή τη γλυκιά αναμονή των μαθητών για να μπαίνει στην αίθουσα και να διαμορφώνει ως καλλιτέχνης πρωτίστως και ως επιστήμονας δευτερευόντως το περιβάλλον της διδακτικής τέχνης και της μαθησιακής ομορφιάς.
Αυτή είναι η μαγεία του εκπαιδευτικού επαγγέλματος: η χαρά που νιώθει όταν μπαίνει στη σχολική αίθουσα και συνδημιουργεί (και γεύεται) την ξεχωριστή Γιορτή της και η ομορφιά που αντικρίζει των παιδικών προσώπων και των νεανικών βλεμμάτων. Τι πιο γοητευτικό;