Αθήνα, 21 Νοεμβρίου 2016
Αριθμ. Πρωτ. 120
Δελτίου τύπου
Η ΠΕΘ, μαζί με τους παρακάτω γονείς και εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, 1) τον Δήμο Θανάσουλα, κάτοικο Τρικάλων, 2) την Δημητριάδου Ελένη, κάτοικο Τρικάλων, 3) τον Βασίλειο Μαγγίνα, κάτοικο Δραπετσώνας Αττικής,
4) την Λεμονιά Ραφαηλίδου, κάτοικο Δραπετσώνας Αττικής, 5)τον Παναγιώτη Χριστοδούλου, κάτοικο Παλλήνης Αττικής, 6) την Γεωργία Χριστοδούλου, κάτοικο Παλλήνης Αττικής, 7)τον Άγγελο Τσέρκα, κάτοικο Αιαντείου Σαλαμίνας, 8)την Πέρσα Λαζάρου, κάτοικο Αιαντείου Σαλαμίνας και 9)τον Ιωάννη Μπεϊνά, Θεολόγο, κάτοικο Κατερίνης, κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στις 10 Νοεμβρίου 2016, αιτήσεις ακυρώσεως των αποφάσεων υπ’ αρίθμ. Πρωτ. 143575/Δ2/7-9-2016 (Β 2920/13-9-2016 ΦΕΚ) και υπ’ αρίθμ. Πρωτ. 143579/Δ2/2016, (ΦΕΚ Β 2906/13-9-2016), του πρώην Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κ. Νικολάου Φίλη που αφορούν στην εφαρμογή νέων Προγραμμάτων Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο.
Η αποφάσεις αυτές του Υπουργού είναι παράνομες και ακυρωτέες για όλους τους νόμιμους και βάσιμους λόγους που αναφέρουν οι παρακάτω αιτήσεις ακυρώσεως που κατέθεσε στο ΣτΕ η ΠΕΘ και οι υπόλοιποι ενάγοντες.
Το ΔΣ της ΠΕΘ
****************
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
***
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
(ΤΜΗΜΑ Γ’ )
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1)Του Δήμου Θανάσουλα, κατοίκου Τρικάλων…
2)Της Δημητριάδου Ελένης, κατοίκου Τρικάλων…
3) Του Βασιλείου Μαγγίνα, κατοίκου Δραπετσώνας Αττικής…
4) Της Λεμονιάς Ραφαηλίδου, κατοίκου Δραπετσώνας Αττικής…
5)Του σωματείου με την επωνυμία Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), νομίμως εκπροσωπουμένου, που εδρεύει στην Αθήνα…
ΚΑΤΑ
Του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
Της υπ’ αρίθμ. Πρωτ. 143575/Δ2/7-9-2016 απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β 2920/13-9-2016).
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στο υπ’ αρ. φ. Β 2920/13-9-2016 ΦΕΚ, δημοσιεύθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. 143575/Δ2/7-9-2016 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με θέμα «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο».
Όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του μόνου άρθρου της προσβαλλομένης, με την ανωτέρω απόφαση πραγματοποιείται μία ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, αλλοιώνοντας τον από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα χαρακτήρα του. Συγκεκριμένα, το μέχρι πρότινος διδασκόμενο μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτό ορίστηκε από τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950, το Σύνταγμα, το Νόμο και τις Δικαστικές Αποφάσεις, είχε χαρακτήρα ομολογιακό, ήτοι διδακτικό της θρησκείας των μαθητών, οι οποίοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην Ελλάδα, βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ενώ παράλληλα, υπήρχαν και στοιχεία θρησκειολογίας διδασκόμενα από την Στ’ Δημοτικού και μέχρι την Γ’ Λυκείου, και πάντως σε χωριστά κεφάλαια και όχι αναμεμιγμένα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Πίστης, την οποία δικαιωματικά διδάσκονταν οι Ορθόδοξοι μαθητές.
Παράλληλα, παρεχόταν η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα για τους μη Ορθοδόξους μαθητές, ενώ υπάρχει και διδάσκεται εναλλακτικά, ομολογιακού περιεχομένου μάθημα των θρησκευτικών για τους Έλληνες Μουσουλμάνους, Εβραίους και Ρωμαιοκαθολικούς, με το οποίο οι ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι αυτοί μαθητές, διδάσκονται, ως δικαιούνται, την πίστη των γονέων τους σύμφωνα με το ανωτέρω νομοθετικό πλαίσιο και το άρθρο 55 § 5 του ν. 4386/2016.
Με το νέο πρόγραμμα σπουδών που εισάγει η προσβαλλομένη, το μέχρι πρότινος Χριστιανικό Ορθόδοξο ομολογιακό μάθημα των Θρησκευτικών, μετατρέπεται σε ιδιότυπη θρησκειολογία, στην οποία αναμειγνύονται η Ορθόδοξη Πίστη με τα υπόλοιπα Δόγματα και Θρησκεύματα, δημιουργώντας σύγχυση στους μαθητές, ιδιαίτερα σε εκείνους των τάξεων του Δημοτικού και του Γυμνασίου, οι οποίοι κατά κανόνα λόγω του νεαρού της ηλικίας τους αγνοούν και τα βασικότερα σημεία της πίστης στην οποία ανήκουν, ως βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Η απόφαση αυτή του Υπουργού είναι παράνομη και ακυρωτέα για τους εξής νόμιμους και βάσιμους λόγους:
Α) ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Με την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Παιδείας, η οποία εξεδόθη επί τη βάσει των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 7 του ν. 2525/1997, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 11 και εδαφ. ε’ και 5 παρ.11 εδαφ. γ’ του ν. 1566/1985, στις οποίες αυτή παραπέμπει και μετά από εισήγηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, καθορίσθηκε το νέο πρόγραμμα σπουδών, στο οποίο, ως προείπαμε, διδάσκονται στις τάξεις του Δημοτικού και του Γυμνασίου, οι θρησκείες αναμεμιγμένες.
Νομικό πλαίσιο
Στη διάταξη του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, στην κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκληση της “Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος”, ορίζεται ότι : “1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού ‘ τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ [29] Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. . . “. Εξ άλλου στη διάταξη του άρθρου 13 αυτού ορίζεται ότι : “1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3…”.
Εκ παραλλήλου, στη διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος ορίζεται ότι : “Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες”.
Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και ιδίως τα όσα ειδικότερα για την προσβαλλόμενη απόφαση ισχύουν με το άρθρο 16 παρ. 2 Σ, προκύπτει σαφώς ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέκρουσε την αποσύνδεση της θρησκείας από την εκπαίδευση (κοσμικό πρότυπο ) και προτίμησε την οδό του “μέτρου αρίστου” που αξιώνει το σεβασμό της “επικρατούσας” θρησκείας και το συνυπολογισμό της ανάμεσα στους προσδιοριστικούς παράγοντες της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Αυτή η ρητή συνταγματική επιλογή συμπυκνώνει ιστορικές επιλογές, αντιδιαστολές σε σχέση με τα προϊσχύοντα συντάγματα αλλά και ισορροπίες που ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται και να αναπαράγει.
Περαιτέρω η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 “περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 [φ. 68, Α] και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 [φ. 256, Α] και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, με το άρθρο δε 2 του Α προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει ειδικότερα τα εξής : “Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ’ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν της μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις”.
Σε υλοποίηση των ανωτέρω ο κοινός νομοθέτης προβλέπει στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1566/1985 [ΦΕΚ Α 167] ότι : “1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α] Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη. β] Να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας. Να ενημερώνονται και να ασκούνται πάνω στη σωστή και ωφέλιμη για το ανθρώπινο γένος χρήση και αξιοποίηση των αγαθών του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και των αξιών της λαϊκής μας παράδοσης. γ] Να αναπτύσσουν δημιουργική και κριτική σκέψη και αντίληψη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας, ώστε να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και με την υπεύθυνη συμμετοχή τους να συντελούν αποφασιστικά στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και στην ανάπτυξη της πατρίδας μας. δ] Να κατανοούν τη σημασία της τέχνης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό. ε] Να αναπτύσσουν πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με όλους τους λαούς της γης, προσβλέποντας σε έναν κόσμο καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό. 2. Βασικοί συντελεστές για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών είναι : α] . . . β] τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα καθώς και η σωστή χρήση τους, γ] . . . 3. Τα αναλυτικά προγράμματα αποτελούν άρτιους οδηγούς του εκπαιδευτικού έργου και περιλαμβάνουν κυρίως : αα] . . . ββ] διδακτέα ύλη επιλεγμένη σύμφωνα με το σκοπό του μαθήματος ανάλογη και σύμμετρη προς το ωρολόγιο πρόγραμμα. . . “.
Ο ίδιος νόμος εξειδικεύοντας το σκοπό της παιδείας υπογραμμίζει, ότι το σχολείο βοηθά τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες» ώστε να δυνηθούν με αυτές «να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους», συνειδητοποιώντας «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες» (άρθρο 6 παρ. 2). Ενώ σε εφαρμοστικά του νόμου αυτού κείμενα και δη στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) επισημαίνεται, ότι «σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ρευστότητας, η κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου και η πορεία του προς την αυτογνωσία απαιτούν ευρεία και διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση» και ότι για την επίτευξη μιας «αρμονικής κοινωνικής ένταξης και συμβίωσης είναι απαραίτητο κάθε άτομο να μάθει να συμβιώνει με τους άλλους σεβόμενο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους», διατηρώντας ωστόσο «την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής, πολιτισμικής, γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής».
Στο αυτό πνεύμα υφίσταται με συνέπεια σειρά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων [μεταξύ άλλων ΣτΕ 3356/95, ΣτΕ 2176/1998, ΔΕΦΧαν. 115/2012], όπου κρίνεται ότι μεταξύ των σκοπών της παρεχομένης στα σχολεία παιδείας είναι και η “ανάπτυξη”, σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών σύμφωνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθηση από τους μαθητές, οι οποίοι ανήκουν εις την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.
Σε τέτοια άλλωστε ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών αποβλέπουν και οι γονείς των μαθητών αντλούντες από τις προαναφερθείσες διατάξεις το δικαίωμα ώστε οι ίδιοι οι γονείς να δύνανται να καθορίζουν τη θρησκευτική αγωγή των τέκνων τους, επί τη βάσει των δικών των θρησκευτικών πεποιθήσεων [βλ. ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ 2176/1998]. Εξυπακούεται βεβαίως ότι της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, οι μαθητές εκείνοι διά τους οποίους γίνεται αξιόπιστη δήλωση, είτε υπ’ αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωση αυτή ουδόλως αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95] δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει στο να διευκολύνει τον μαθητή να απολαύσει “ανεμπόδιστα” την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το αντίστοιχο, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους.
Προκειμένου όμως να τύχουν εφαρμογής τα ανωτέρω και ιδίως η ρητή και αδιάστικτη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος ώστε να καταστεί δυνατή η “ανάπτυξη”, σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των προαναφερθέντων μαθητών και δη συμφώνως προς τις αρχές της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως, επιβάλλεται όπως η Πολιτεία, διά της λήψεως των καταλλήλων, κατά περίπτωσιν, νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων, εξασφαλίζει τη διδασκαλία του κατά τα άνω μαθήματος των θρησκευτικών εις τους μαθητές και δη να την εξασφαλίζει [κατά τα ήδη κριθέντα ΣτΕ 3356/95 & ΣτΕ 2176/1998], μάλιστα με ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως.
Η επιχειρούμενη με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση μετατροπή του χαρακτήρα του μαθήματος, από ορθόδοξο ομολογιακό μάθημα, σε μάθημα γνώσεων των θρησκειών, ουσιαστικά ακυρώνει το αναμφισβήτητο δικαίωμα των γονέων και των μαθητών για παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Ο δε χώρος που δίνεται στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Πίστης ανάμεσα στα άλλα θρησκεύματα, δεν είναι επαρκής – ούτε καν πρωτεύων – και δεν καλύπτει το δικαίωμα θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και εν όψει του ειδικού σκοπού στον οποίον αποβλέπει το Σύνταγμα, οι Διεθνείς Συνθήκες και η κείμενη νομοθεσία.
Επιπλέον, η συνύπαρξη στα διδασκόμενα κεφάλαια στοιχείων από διαφορετικές θρησκείες, δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές και όχι μόνο δεν καλύπτει το δικαίωμα στη θρησκευτική τους εκπαίδευση, αλλά αναμφισβήτητα καλλιεργούνται αμφιβολίες στους άπειρους και χωρίς επαρκή βαθμό για κρίση νεαρούς μαθητές, σχετικά με τη θρησκεία στην οποία ανήκουν.
Επιπρόσθετα, λόγω του ότι με την προσβαλλομένη εισάγεται η ταυτόχρονη διδασκαλία διαφορετικών προσεγγίσεων των επί μέρους θρησκειών σε διάφορα κοινωνικά θέματα που αφορούν τους μαθητές δημιουργείται ο άμεσος κίνδυνος οι μαθητές με τα νέα προγράμματα σπουδών να υιοθετούν άκριτα, πεποιθήσεις και παραδοχές, ξένες προς τη δική τους πίστη. Επιχειρείται, δηλαδή, με τα νέα προγράμματα σπουδών μία διείσδυση στη θρησκευτική τους συνείδηση, με σκοπό τη μεταβολή της, καθώς ακόμη και στην ίδια την εισηγητική έκθεση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, γίνεται λόγος για «αναστοχασμό» των μαθητών πάνω στα θέματα της θρησκείας. Στο δε οδηγό εκπαιδευτικού του «Προγράμματος σπουδών» σχετικά με τη νέα ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών που συνοδεύει την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται επί λέξει ότι αυτό αποσκοπεί εις το:
«Να αφυπνίσει την αντίληψη του μαθητή, ώστε να συνειδητοποιήσει τις θρησκευτικές «προκατανοήσεις του, δηλαδή την λανθάνουσα μερικώς αρθρωμένη θρησκευτική του «παράδοση. Να τον βοηθήσει να μετακινηθεί από τις προκατανοήσεις του και να «διαλεχθεί με τις αφηγήσεις και τον λόγο βασικών θρησκευτικών αλλά και κοσμικών «παραδόσεων, που αρνούνται την θρησκευτική αλήθεια.
Έτερο απόσπασμα επεξηγεί, ότι:
«Οι μαθητές είναι ανάγκη, να μην διαποτίζονται σε μία θρησκευτική άποψη, οπότε το «προτεινόμενο πρόγραμμα σπουδών τους προσφέρει ευκαιρίες να μελετήσουν και να «στοχαστούν πάνω σε διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις
Όλα τα ανωτέρω πέραν των άλλων παραβιάζουν το δικαίωμά των τεσσάρων πρώτων από εμάς μας ως γονέων να λάβουμε για τα παιδιά μας από την πολιτεία θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη με τις θρησκευτικές ημών και των τέκνων μας πεποιθήσεις ως χριστιανοί ορθόδοξοι. Επ’ αυτού υφίσταται απολύτως ad hoc απόφαση του ΕΔΑΔ. Πρόκειται περί της 20.6.2009 υπόθεση Folgero και άλλοι κατά Νορβηγίας δημοσιευομένη εις ελλην. μετάφραση εις Επιθ. Δημ. & Διοικ. Δικ. 2009 σελ. 257 επ. η οποία καταδικάζει την Νορβηγία, διότι στα σχολεία της εισήγαγε ύλη μαθήματος των θρησκευτικών πολυθρησκευτικήν (ως η καθής η παρούσα αίτησή μας). Την καταδικάζει δε διά παράβαση του άρθρου 2 του Προσθ. Πρωτοκόλλου της Ευρωπ. Συμβ. Ανθρ. Δικαιωμάτων, το οποίο επιβάλλει εις τα ευρωπ. κράτη, να διδάσκουν ως ύλη μαθήματος θρησκευτικών την αντιστοιχούσαν στο θρήσκευμα της πλειοψηφίας των γονέων. Επεξηγεί δε, ότι η εισαγωγή ύλης μαθήματος θρησκευτικών πολυθρησκευτικής είναι απαράδεκτη, διότι δημιουργεί τεράστια προβλήματα εφαρμογής και παγιδεύει μαθητές και γονείς, τους οποίους εισάγει σε ακραία σύγχυση.
Κατ’ απόλυτη αντιστοιχία η διδασκαλία του μαθήματος όπως επιβάλλεται δια της προσβαλλομένης καθίσταται μη λειτουργική και αναποτελεσματική για τους μαθητές, καθώς αυταπόδεικτα δεν παρέχονται οι απαιτούμενες γνώσεις πάνω στην πίστη τους, εν προκειμένω πάνω στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, στην οποία κατά τεκμήριο ανήκουν οι περισσότεροι Έλληνες.
Η πολυθρησκειακή προσέγγιση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά, όχι μόνο δεν λύνει τις απορίες τους, αλλά αντιθέτως τις αυξάνει, οδηγώντας τους σε σύγχυση και πιθανόν σε απόρριψη οποιασδήποτε θρησκευτικής παραδοχής, με το πρόσχημα της δήθεν απόλυτης ταύτισής τους.
Επειδή η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, συρρικνώνει το χρόνο διδασκαλίας της Ορθόδοξης Πίστης, ο οποίος απορροφάται από την παράλληλη διδασκαλία των άλλων θρησκειών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιθωριοποιείται και να αποδυναμώνεται πλήρως το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, κατά παράβαση των συνταγματικών επιταγών και δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Επειδή διά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι πλέον δυνατή η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών, συμφώνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος.
Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαναφερθέντα η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει παρανομίας, καθ’ ο μέρος, με αυτή, περιορίζεται και αλλοιώνεται πράγματι εφ’ εξής η διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης μέσω του μαθήματος των θρησκευτικών στις Τάξεις του Δημοτικού και του Γυμνασίου και για το λόγο αυτό πρέπει ως προς αυτό να ακυρωθεί.
Β) ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ
Το άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/99) επιβάλλει στην κρατική Διοίκηση, όπως και τα ατομικά και τα συλλογικά όργανα αυτής πληρούν «εις ύψιστον βαθμόν τα εχέγγυα της απολύτου αμεροληψίας» (Χ ι ώ λ ο υ, Η συγκρότησις και λειτουργία των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ, 44 σελ. 140 επ. Του Α υ τ ο ύ, Η αρχή της αμεροληψίας της Διοικήσεως, ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ 56 σελ. 1985 επ.), όπως δέχεται δε και η ad hoc νομολογία του Δικαστηρίου Σας, η εν λόγω αρχή της αμεροληψίας αποτελεί ειδικότερα έκφανση της γενικής αρχής του κράτους Δικαίου και επιβάλλεται ευθέως από το Σύνταγμα και από τις δι’ αυτού καθιερούμενες εγγυήσεις υπέρ του πολίτη (ΣτΕ 664/2006 Επιθ. Δημ. & Διοικ. Δικ. 2009 σελ, 203 επ.).
Δι’ άλλης δε αποφάσεως του Δικαστηρίου Σας (ΣτΕ 1447/2006) γίνεται δεκτό, ότι παραβιάζεται η εν λόγω αρχή της αμεροληψίας, όταν ο μετέχων σε συλλογικό όργανο της Διοικήσεως έχει διατυπώσει προειλημμένη γνώμη διά το θέμα που καλείται, να αποφανθεί(ΣτΕ 664/2006, ομοίως ΣτΕ 571/2011 ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ, 59 σλ. 624, ομοίως ΣτΕ 640/2011 ΔΙΚ. ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜ. 2011 σελ. 203 επ.). Ο δε Άρειος Πάγος δέχεται, ότι η αρχή της αμεροληψίας παραβιάζεται, ακόμη και αν υπάρχει λόγος ευπρέπειας (ΑΠ απόφαση 549/2009 ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, 12 σελ. 1201 επ.).
Σύμφωνα με την από 3-2-2016 και με αρ. πρωτ. 17741/Φ1 απάντηση του Υπουργού Παιδείας στην αναφορά του βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλου, αποφασίσθηκε η δημιουργία ειδικής επιτροπής από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) για την εξέταση του περιεχομένου και την αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η εξ ημών ΠΕΘ ζήτησε εγγράφως από το ΙΕΠ να γνωστοποιήσει τα μέλη της ειδικής αυτής επιτροπής, χωρίς, ωστόσο, να λάβει ουδέποτε καμία απάντηση. Η εν λόγω επιτροπή που αποφάσισε την αλλαγή του μαθήματος αποτελείτο από τα κάτωθι μέλη:
1. Γεράσιμος Κουζέλης, Καθηγητής Επιστημολογίας και Κοινωνιολογίας της Γνώσης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ, Πρόεδρος του ΙΕΠ
2. Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος ΥΠΠΕΘ, Προϊστάμενος Γραφείου Α του ΙΕΠ
3. Μάριος Μπέγζος, Καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας του Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ
4. Εμμανουήλ Περσελής, Καθηγητής της Θεωρίας και Πράξης της Xριστιανικής Aγωγής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ
5. Αγγελική Ζιάκα, Επικ. Καθηγήτρια Θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ
6. Άγγελος Βαλλιανάτος, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Β΄ Αθήνας, Αν. Αττικής, Εύβοιας
7. Γεώργιος Στριλιγκάς, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Κρήτης.
Από τα επτά (7) μέλη της ανωτέρω επιτροπής, τα τέσσερα (4) ανήκουν στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση νέου προγράμματος σπουδών στα θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου και ένα (1) ανήκει στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση του προγράμματος σπουδών στα θρησκευτικά του Γενικού Λυκείου.
Συγκεκριμένα οι:
1) Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος ΥΠΠΕΘ, Προϊστάμενος Γραφείου Α του ΙΕΠ,
2) Εμμανουήλ Περσελής, Καθηγητής της Θεωρίας και Πράξης της Xριστιανικής Aγωγής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ.
3) Αγγελική Ζιάκα, Επικ. Καθηγήτρια Θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ
4) Άγγελος Βαλλιανάτος, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Β΄ Αθήνας, Αν. Αττικής, Εύβοιας και
5) Γεώργιος Στριλιγκάς, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Κρήτης, οι οποίοι κλήθηκαν να εξετάσουν και να αποφασίσουν το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, ανήκουν στην ομάδα που συνέγραψε το ως άνω πρόγραμμα σπουδών.
Εκ των όσων αναφέραμε, συνάγεται ότι η συγκρότηση της 7μελούς επιτροπής του ΙΕΠ, η οποία εξέτασε το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών και σε γνωμοδότηση της οποίας (Την με αριθμ. 29/21072016 πράξη του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής) παραπέμπει η προσβαλλόμενη ως μη έχουσα τα εχέγγυα της αμεροληψίας που απαιτεί ο νόμος, καθώς σε αυτή μετείχαν πρόσωπα που έχουν εκπονήσει το πρόγραμμα σπουδών που καλούνται οι ίδιοι να κρίνουν, είναι παράνομη.
Ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη πρέπει να ακυρωθεί και γι’ αυτό το λόγο.
Γ) ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Συντάγματος «Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και «Oι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» (παρ. 2), ενώ κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.»
Με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, τίθεται θρησκευτικός διαχωρισμός μεταξύ των μαθητών που ανήκουν στο Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα και σε εκείνους που ανήκουν σε άλλες θρησκευτικές παραδοχές και ομολογίες. Διότι οι μαθητές που ανήκουν στη Ρωμαιοκαθολική Ομολογία και την Ιουδαϊκή Θρησκεία, εξακολουθούν σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθ. 55 του Ν. 4316/2016 (ΦΕΚ 83/Α/11-5-2016), να διδάσκονται το ομολογιακό μάθημα των θρησκευτικών, διαμορφωμένο στη δική τους πίστη, μάλιστα από δασκάλους και καθηγητές τους οποίους προτείνουν η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.) και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο αντίστοιχα.
Παρόμοιο προνόμιο δεν παρέχεται στους Ορθοδόξους μαθητές, οι οποίοι στερούνται του συνταγματικού δικαιώματος να διδαχθούν αυτούσια την πίστη τους από το σχολείο, δικαίωμα που απολαμβάνουν οι ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι μαθητές.
ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Οι πρώτος και δεύτερη εξ ημών είμαστε γονείς δύο ανηλίκων τέκνων, της Άννας και του Παναγιώτη μαθητών αντίστοιχα της πέμπτης και της τρίτης τάξης του 5ου Δημοτικού Τρικάλων, οι οποίοι με την εφαρμογή της προσβαλλόμενης αποφάσεως θίγονται άμεσα. Και τα δύο τέκνα μας, όπως και εμείς οι γονείς τους, έχουν βαπτισθεί Χριστιανοί Ορθόδοξοι και μετέχουν με θέρμη μαζί μας στην εκκλησιαστική ζωή και λατρεία της Πίστεώς μας. Ομοίως οι τρίτος και τέταρτη εξ ημών είμαστε γονείς τριών ανηλίκων τέκνων, του Δημητρίου, της Ελένης και του Νικολάου μαθητών αντίστοιχα της τρίτης γυμνασίου, της δευτέρας γυμνασίου και της τρίτης Δημοτικού, οι οποίοι με την εφαρμογή της προσβαλλόμενης αποφάσεως θίγονται άμεσα. Και τα τρία τέκνα μας, όπως και εμείς οι γονείς τους, έχουν βαπτισθεί Χριστιανοί Ορθόδοξοι και μετέχουν με θέρμη μαζί μας στην εκκλησιαστική ζωή και λατρεία της Πίστεώς μας.
Σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε παραπάνω, ο ρόλος του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση και ανάπτυξή της προσωπικότητάς τους σε αυτό το εύπλαστο στάδιο της ζωής τους είναι ζωτικός τόσο για αυτά τα ίδια όσο και για εμάς που ως γονείς τους επιθυμούμε τόσο τη μόρφωσή τους επί του γνωστικού αντικειμένου των Θρησκευτικών όσο και τη διάπλασή των χαρακτήρων τους ώστε αυτά να υιοθετήσουν τη χριστιανική ηθική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έχουμε λοιπόν προφανές και άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον να αιτηθούμε την ακύρωση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως τόσο για λογαριασμό των τέκνων μας των οποίων ασκούμε τη γονική μέριμνα και επιμέλεια όσο και ατομικά για εμάς τους ιδίους ως γονείς τους.
Τέλος το πέμπτο εξ ημών σωματείο (ΠΕΘ), έχει προφανές έννομο συμφέρον για την ακύρωση της ως άνω υπουργικής απόφασης επειδή σύμφωνα με το ισχύον από 1977 καταστατικό του σωματείου μας (αρ. αποφ. 2059/1977 Μ. Πρ. Αθηνών), σκοποί του μεταξύ άλλων είναι:
Η καλλιέργεια των θεολογικών Γραμμάτων και η ενημέρωση των μελών προς την σημειούμενη εκάστοτε εξέλιξη και πρόοδο της Επιστήμης
Η κατανόηση της ουσίας του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και η έξαρση αυτού
Η διέγερση του ενδιαφέροντος και της αγάπης του λαού προς τη θρησκευτική γνώση και ζωή εντός του πλαισίου των πατρικών μας παραδόσεων.
Ο ευρύς θρησκευτικός και ηθικός διαφωτισμός του λαού μας για να λάβει αυτός πλήρη επίγνωση της αξίας της εν Χριστώ απολυτρώσεως και ζωής, ως και ο πλήρης και ηθικός διαφωτισμός της νεότητας.
Η προσήλωση στην Ορθοδοξία και άμυνα κατά πάσης αντιορθοδόξου και αντιχριστιανικής εκδηλώσεως παρ’ ημίν, ως και η εκλαΐκευση της Απολογητικής του Χριστιανισμού και ο διαφωτισμός του λαού και δη της νεότητας περί της υφισταμένης αρμονίας Επιστήμης και Χριστιανικής θρησκείας.
Η έμπνευση σεβασμού και αφοσιώσεως προς τα θέσμια και τις παραδόσεις της Μητρός ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας
και κατά συνέπεια η προάσπιση του Ορθοδόξου χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, που τόσο βάναυσα πλήττεται με την προσβαλλομένη απόφαση, αποτελεί μέρος του σκοπού μας ως σωματείου ώστε να έχουμε άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρούσας.
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη και βάσιμη, αρμοδίως δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και για όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε νόμιμα στο μέλλον
ΑΙΤΟΥΜΑΣΤΕ
1. Να γίνει δεκτή η παρούσα.
2. Να ακυρωθεί η υπ’ αρίθμ. Πρωτ. 143575/Δ2/7-9-2016 (Β 2920/13-9-2016 ΦΕΚ) απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, ρητή ή σιωπηρή, προγενέστερη ή μεταγενέστερη.
3. Να καταδικαστεί το αντίδικο στη δικαστική μας δαπάνη και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από εμάς δικαστικού παραβόλου.
Αθήνα, 9/11/2016
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
***************
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
***
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
(ΤΜΗΜΑ Γ’ )
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1)Του Παναγιώτη Χριστοδούλου, κατοίκου Παλλήνης Αττικής…
2)Της Γεωργίας Χριστοδούλου, κατοίκου Παλλήνης Αττικής…
3)Του Άγγελου Τσέρκα, κατοίκου Αιαντείου Σαλαμίνας…
4)Της Πέρσας Λαζάρου, κατοίκου Αιαντείου Σαλαμίνας…
5)Του Ιωάννη Μπεϊνά, Θεολόγου εκπαιδευτικού, κατοίκου Κατερίνης…
6)Του σωματείου με την επωνυμία Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), νομίμως εκπροσωπουμένου, που εδρεύει στην Αθήνα…
ΚΑΤΑ
Του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
Της υπ’ αρίθμ. Πρωτ. 143579/Δ2/2016απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β2906/13-9-2016).
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στο υπ’ αριθμ.φ. Β2906/13-9-2016ΦΕΚ, δημοσιεύθηκεη υπ’ αρ. πρωτ. 143579/Δ2/2016απόφαση του Υπουργού Παιδείας, με θέμα «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος Θρησκευτικά Γενικού Λυκείου».
Όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του μόνου άρθρου της προσβαλλομένης, με την ανωτέρω απόφαση πραγματοποιείται μία ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στο Λύκειο, αλλοιώνοντας τον από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα ορθόδοξο χαρακτήρα του. Συγκεκριμένα, το μέχρι πρότινος διδασκόμενο μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτό ορίστηκε από τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950, το Σύνταγμα, το Νόμο και τις Δικαστικές Αποφάσεις, είχε χαρακτήρα ομολογιακό, ήτοι διδακτικό της θρησκείας των μαθητών, οι οποίοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην Ελλάδα, βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ενώ παράλληλα, υπήρχαν και στοιχεία θρησκειολογίας διδασκόμενα από την Στ’ Δημοτικού και μέχρι την Γ’ Λυκείου, και πάντως σε χωριστά κεφάλαια και όχι αναμεμιγμένα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Πίστης, την οποία δικαιωματικά διδάσκονταν οι Ορθόδοξοι μαθητές.
Παράλληλα, παρεχόταν η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα για τους μη Ορθοδόξους μαθητές, ενώ υπάρχει και διδάσκεται εναλλακτικά, ομολογιακού περιεχομένου μάθημα των θρησκευτικών για τους Έλληνες Μουσουλμάνους, Εβραίους και Ρωμαιοκαθολικούς, με το οποίο οι μαθητές αυτοί, διδάσκονται, ως δικαιούνται, την πίστη των γονέων τους.
Με το νέο πρόγραμμα σπουδών που εισάγει η προσβαλλομένη, το μέχρι πρότινος ομολογιακό μάθημα, μετατρέπεται σε ιδιότυπη θρησκειολογία, στην οποία αναμειγνύονται η Ορθόδοξη Πίστη με τα υπόλοιπα Δόγματα και Θρησκεύματα, δημιουργώντας σύγχυση στους μαθητές, οι οποίοι λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, κατά κανόνα αγνοούν και τα βασικότερα σημεία της πίστης στην οποία ανήκουν, ως βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Η απόφαση αυτή του Υπουργού είναι παράνομη και ακυρωτέα για τους εξής νόμιμους και βάσιμους λόγους:
ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Νομικό πλαίσιο
Στη διάταξη του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, στην κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκληση της “Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος”, ορίζεται ότι : “1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού ‘ τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ [29] Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. . . “. Εξ άλλου στη διάταξη του άρθρου 13 αυτού ορίζεται ότι : “1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3…”.
Εκ παραλλήλου, στη διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος ορίζεται ότι : “Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες”.
Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και ιδίως τα όσα ειδικότερα για την προσβαλλόμενη απόφαση ισχύουν με το άρθρο 16 παρ. 2 Σ, προκύπτει σαφώς ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέκρουσε την αποσύνδεση της θρησκείας από την εκπαίδευση (κοσμικό πρότυπο ) και προτίμησε την οδό του “μέτρου αρίστου” που αξιώνει το σεβασμό της “επικρατούσας” θρησκείας και το συνυπολογισμό της ανάμεσα στους προσδιοριστικούς παράγοντες της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Αυτή η ρητή συνταγματική επιλογή συμπυκνώνει ιστορικές επιλογές, αντιδιαστολές σε σχέση με τα προϊσχύοντα συντάγματα αλλά και ισορροπίες που ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται και να αναπαράγει.
Περαιτέρω η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 “περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 [φ. 68, Α] και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 [φ. 256, Α] και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, με το άρθρο δε 2 του Α προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει ειδικότερα τα εξής : “Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ’ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν της μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις”.
Σε υλοποίηση των ανωτέρω ο κοινός νομοθέτης προβλέπει στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1566/1985 [ΦΕΚ Α 167] ότι : “1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α] Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη. β] Να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας. Να ενημερώνονται και να ασκούνται πάνω στη σωστή και ωφέλιμη για το ανθρώπινο γένος χρήση και αξιοποίηση των αγαθών του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και των αξιών της λαϊκής μας παράδοσης. γ] Να αναπτύσσουν δημιουργική και κριτική σκέψη και αντίληψη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας, ώστε να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και με την υπεύθυνη συμμετοχή τους να συντελούν αποφασιστικά στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και στην ανάπτυξη της πατρίδας μας. δ] Να κατανοούν τη σημασία της τέχνης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό. ε] Να αναπτύσσουν πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με όλους τους λαούς της γης, προσβλέποντας σε έναν κόσμο καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό. 2. Βασικοί συντελεστές για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών είναι : α] . . . β] τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα καθώς και η σωστή χρήση τους, γ] . . . 3. Τα αναλυτικά προγράμματα αποτελούν άρτιους οδηγούς του εκπαιδευτικού έργου και περιλαμβάνουν κυρίως : αα] . . . ββ] διδακτέα ύλη επιλεγμένη σύμφωνα με το σκοπό του μαθήματος ανάλογη και σύμμετρη προς το ωρολόγιο πρόγραμμα. . . “.
Ο ίδιος νόμος εξειδικεύοντας το σκοπό της παιδείας υπογραμμίζει, ότι το σχολείο βοηθά τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες» ώστε να δυνηθούν με αυτές «να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους», συνειδητοποιώντας «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες» (άρθρο 6 παρ. 2). Ενώ σε εφαρμοστικά του νόμου αυτού κείμενα και δη στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) επισημαίνεται, ότι «σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ρευστότητας, η κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου και η πορεία του προς την αυτογνωσία απαιτούν ευρεία και διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση» και ότι για την επίτευξη μιας «αρμονικής κοινωνικής ένταξης και συμβίωσης είναι απαραίτητο κάθε άτομο να μάθει να συμβιώνει με τους άλλους σεβόμενο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους», διατηρώντας ωστόσο «την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής, πολιτισμικής, γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής».
Στο αυτό πνεύμα υφίσταται με συνέπεια σειρά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων [μεταξύ άλλων ΣτΕ 3356/95, ΣτΕ 2176/1998, ΔΕΦΧαν. 115/2012], όπου κρίνεται ότι μεταξύ των σκοπών της παρεχομένης στα σχολεία παιδείας είναι και η “ανάπτυξη”, σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών σύμφωνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθηση από τους μαθητές, οι οποίοι ανήκουν εις την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.
Σε τέτοια άλλωστε ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών αποβλέπουν και οι γονείς των μαθητών αντλούντες από τις προαναφερθείσες διατάξεις το δικαίωμα ώστε οι ίδιοι οι γονείς να δύνανται να καθορίζουν την θρησκευτική αγωγή των τέκνων τους, επί τη βάσει των δικών των θρησκευτικών πεποιθήσεων [βλ. ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ 2176/1998]. Εξυπακούεται βεβαίως ότι της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, οι μαθητές εκείνοι γιά τους οποίους γίνεται αξιόπιστη δήλωση, είτε υπ’ αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωση αυτή ουδόλως αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95] δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει στο να διευκολύνει τον μαθητή να απολαύσει “ανεμπόδιστα” την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το αντίστοιχο, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους.
Προκειμένου όμως να τύχουν εφαρμογής τα ανωτέρω και ιδίως η ρητή και αδιάστικτη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος ώστε να καταστεί δυνατή η “ανάπτυξη”, σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των προαναφερθέντων μαθητών και δη συμφώνως προς τις αρχές της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως, επιβάλλεται όπως η Πολιτεία, διά της λήψεως των καταλλήλων, κατά περίπτωσιν, νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων, εξασφαλίζει τη διδασκαλία του κατά τα άνω μαθήματος των θρησκευτικών εις τους μαθητές και δη να την εξασφαλίζει [κατά τα ήδη κριθέντα ΣτΕ 3356/95 & ΣτΕ 2176/1998], μάλιστα με ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως.
Η επιχειρούμενη με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση μετατροπή του χαρακτήρα του μαθήματος, από ορθόδοξο ομολογιακό μάθημα, σε μάθημα γνώσεων των θρησκειών, ουσιαστικά ακυρώνει το αναμφισβήτητο δικαίωμα των γονέων και των μαθητών για παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Ο δε χώρος που δίνεται στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Πίστης ανάμεσα στα άλλα θρησκεύματα, δεν είναι επαρκής – ούτε καν πρωτεύων – και δεν καλύπτει το δικαίωμα θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και εν όψει του ειδικού σκοπού στον οποίον αποβλέπει το Σύνταγμα, οι Διεθνείς Συνθήκες και η κείμενη νομοθεσία.
Επιπλέον, η συνύπαρξη στα διδασκόμενα κεφάλαια στοιχείων από διαφορετικές θρησκείες, δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές και όχι μόνο δεν καλύπτει το δικαίωμα στη θρησκευτική τους εκπαίδευση, αλλά αδιαμφισβήτητα καλλιεργούνται αμφιβολίες στους άπειρους και χωρίς επαρκή βαθμό για κρίση μαθητές, σχετικά με τη θρησκεία στην οποία ανήκουν. Επιπρόσθετα, λόγω του ότι με την προσβαλλομένη εισάγεται η ταυτόχρονη διδασκαλία διαφορετικών προσεγγίσεων των επί μέρους θρησκειών σε διάφορα κοινωνικά θέματα που αφορούν τους μαθητές δημιουργείται ο άμεσος κίνδυνος οι μαθητές με τα νέα προγράμματα σπουδών να υιοθετούν άκριτα, πεποιθήσεις και παραδοχές, ξένες προς τη δική τους πίστη
Επιχειρείται, δηλαδή, με τα νέα προγράμματα σπουδών μία διείσδυση στη θρησκευτική τους συνείδηση, με σκοπό τη μεταβολή της, καθώς ακόμη και στην ίδια την εισηγητική έκθεση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, γίνεται λόγος για «αναστοχασμό» των μαθητών πάνω στα θέματα της θρησκείας. Στον δε οδηγό εκπαιδευτικού του «Προγράμματος σπουδών» σχετικά με τη νέα ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών αναφέρεται επί λέξει ότι αυτό αποσκοπεί εις το:
«Να αφυπνίσει την αντίληψη του μαθητή, ώστε να συνειδητοποιήσει τις θρησκευτικές «προκατανοήσεις του, δηλαδή την λανθάνουσα μερικώς αρθρωμένη θρησκευτική του «παράδοση. Να τον βοηθήσει να μετακινηθεί από τις προκατανοήσεις του και να «διαλεχθεί με τις αφηγήσεις και τον λόγο βασικών θρησκευτικών αλλά και κοσμικών «παραδόσεων, που αρνούνται την θρησκευτική αλήθεια.
Έτερο απόσπασμα επεξηγεί, ότι:
«Οι μαθητές είναι ανάγκη, να μην διαποτίζονται σε μία θρησκευτική άποψη, οπότε το «προτεινόμενο πρόγραμμα σπουδών τους προσφέρει ευκαιρίες να μελετήσουν και να «στοχαστούν πάνω σε διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις
Όλα τα ανωτέρω πέραν των άλλων παραβιάζουν το δικαίωμά των τεσσάρων πρώτων από εμάς μας ως γονέων να λάβουμε για τα παιδιά μας από την πολιτεία θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη με τις θρησκευτικές ημών και των τέκνων μας πεποιθήσεις ως χριστιανοί ορθόδοξοι. Επ’ αυτού υφίσταται απολύτως adhoc απόφαση του ΕΔΑΔ. Πρόκειται περί της 20.6.2009 υπόθεση Folgero και άλλοι κατά Νορβηγίας δημοσιευομένη σε ελλην. μετάφραση στην Επιθ. Δημ. & Διοικ. Δικ. 2009 σελ. 257 επ. η οποία καταδικάζει την Νορβηγία, διότι στα σχολεία της εισήγαγε ύλη μαθήματος των θρησκευτικών πολυθρησκευτική (όπως η καθής η παρούσα αίτησή μας). Την καταδικάζει δε για παράβαση του άρθρου 2 του Προσθ. Πρωτοκόλλου της Ευρωπ. Συμβ. Ανθρ. Δικαιωμάτων, το οποίο επιβάλλει στα ευρωπ. κράτη, να διδάσκουν ως ύλη μαθήματος θρησκευτικών την αντιστοιχούσαν στο θρήσκευμα της πλειοψηφίας των γονέων. Επεξηγεί δε, ότι η εισαγωγή ύλης μαθήματος θρησκευτικών πολυθρησκευτικής είναι απαράδεκτη, διότι δημιουργεί τεράστια προβλήματα εφαρμογής και παγιδεύει μαθητές και γονείς, τους οποίους εισάγει σε ακραία σύγχυση.
Κατ’ απόλυτη αντιστοιχία η διδασκαλία του μαθήματος όπως επιβάλλεται δια της προσβαλλομένης καθίσταται μη λειτουργική και αναποτελεσματική για τους μαθητές, καθώς αυταπόδεικτα δεν παρέχονται οι απαιτούμενες γνώσεις πάνω στην πίστη τους, εν προκειμένω πάνω στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, στην οποία κατά τεκμήριο ανήκουν οι περισσότεροι Έλληνες.
Η πολυθρησκειακή προσέγγιση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά, όχι μόνο δεν λύνει τις απορίες τους, αλλά αντιθέτως τις αυξάνει, οδηγώντας τους σε σύγχυση και πιθανόν σε απόρριψη οποιασδήποτε θρησκευτικής παραδοχής, με το πρόσχημα της δήθεν απόλυτης ταύτισής τους.
Επειδή η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, συρρικνώνει το χρόνο διδασκαλίας της Ορθόδοξης Πίστης, ο οποίος απορροφάται από την παράλληλη διδασκαλία των άλλων θρησκειών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιθωριοποιείται και να αποδυναμώνεται πλήρως το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, κατά παράβαση των συνταγματικών επιταγών και δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Επειδή διά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι πλέον δυνατή η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών, συμφώνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος.
Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαναφερθέντα η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει παρανομίας, καθ’ ο μέρος, με αυτή, περιορίζεται και αλλοιώνεται πράγματι εφ’ εξής η διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης μέσω του μαθήματος των θρησκευτικών στις Τάξεις του Λυκείου και για το λόγο αυτό πρέπει ως προς αυτό να ακυρωθεί.
Β) ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ
Το άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/99) επιβάλλει στην κρατική Διοίκηση, όπως και τα ατομικά και τα συλλογικά όργανα αυτής πληρούν «εις ύψιστον βαθμόν τα εχέγγυα της απολύτου αμεροληψίας» (Χ ι ώ λ ο υ, Η συγκρότησις και λειτουργία των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ, 44 σελ. 140 επ. Του Α υ τ ο ύ, Η αρχή της αμεροληψίας της Διοικήσεως, ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ 56 σελ. 1985 επ.), όπως δέχεται δε και η adhoc νομολογία του Δικαστηρίου Σας, η εν λόγω αρχή της αμεροληψίας αποτελεί ειδικότερα έκφανση της γενικής αρχής του κράτους Δικαίου και επιβάλλεται ευθέως από το Σύνταγμα και από τις δι’ αυτού καθιερούμενες εγγυήσεις υπέρ του πολίτη (ΣτΕ 664/2006 Επιθ. Δημ. & Διοικ. Δικ. 2009 σελ, 203 επ.).
Δι’ άλλης δε αποφάσεως του Δικαστηρίου Σας (ΣτΕ 1447/2006) γίνεται δεκτό, ότι παραβιάζεται η εν λόγω αρχή της αμεροληψίας, όταν ο μετέχων σε συλλογικό όργανο της Διοικήσεως έχει διατυπώσει προειλημμένη γνώμη διά το θέμα που καλείται, να αποφανθεί(ΣτΕ 664/2006, ομοίως ΣτΕ 571/2011 ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ, 59 σλ. 624, ομοίως ΣτΕ 640/2011 ΔΙΚ. ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜ. 2011 σελ. 203 επ.). Ο δε Άρειος Πάγος δέχεται, ότι η αρχή της αμεροληψίας παραβιάζεται, ακόμη και αν υπάρχει λόγος ευπρέπειας (ΑΠ απόφαση 549/2009 ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, 12 σελ. 1201 επ.).
Σύμφωνα με την από 3-2-2016 και με αρ. πρωτ. 17741/Φ1 απάντηση του Υπουργού Παιδείας στην αναφορά του βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλου, αποφασίσθηκε η δημιουργία ειδικής επιτροπής από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) για την εξέταση του περιεχομένου και την αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η εξ ημών ΠΕΘ ζήτησε εγγράφως από το ΙΕΠ να γνωστοποιήσει τα μέλη της ειδικής αυτής επιτροπής, χωρίς, ωστόσο, να λάβει ουδέποτε καμία απάντηση. Η εν λόγω επιτροπή που αποφάσισε την αλλαγή του μαθήματος αποτελείτο από τα κάτωθι μέλη:
1. Γεράσιμος Κουζέλης, Καθηγητής Επιστημολογίας και Κοινωνιολογίας της Γνώσης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ, Πρόεδρος του ΙΕΠ
2. Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος ΥΠΠΕΘ, Προϊστάμενος Γραφείου Α του ΙΕΠ
3. Μάριος Μπέγζος, Καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας του Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ
4. Εμμανουήλ Περσελής, Καθηγητής της Θεωρίας και Πράξης της Xριστιανικής Aγωγής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ
5. Αγγελική Ζιάκα, Επικ. Καθηγήτρια Θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ
6. Άγγελος Βαλλιανάτος, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Β΄ Αθήνας, Αν. Αττικής, Εύβοιας
7. Γεώργιος Στριλιγκάς, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Κρήτης.
Από τα επτά (7) μέλη της ανωτέρω επιτροπής, τα τέσσερα (4) ανήκουν στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση νέου προγράμματος σπουδών στα θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου και ένα (1) ανήκει στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση του προγράμματος σπουδών στα θρησκευτικά του Γενικού Λυκείου.
Συγκεκριμένα οι:
1)Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος ΥΠΠΕΘ, Προϊστάμενος Γραφείου Α του ΙΕΠ,
2)Εμμανουήλ Περσελής, Καθηγητής της Θεωρίας και Πράξης της Xριστιανικής Aγωγής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ.
3)Αγγελική Ζιάκα, Επικ. Καθηγήτρια Θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ
4)Άγγελος Βαλλιανάτος, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Β΄ Αθήνας, Αν. Αττικής, Εύβοιας και
5)Γεώργιος Στριλιγκάς, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Κρήτης, οι οποίοι κλήθηκαν να εξετάσουν και να αποφασίσουν το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, ανήκουν στην ομάδα που συνέγραψε το ως άνω πρόγραμμα σπουδών.
Εκ των όσων αναφέραμε, συνάγεται ότι η συγκρότηση της 7μελούς επιτροπής του ΙΕΠ, η οποία εξέτασε το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών και σε γνωμοδότηση της οποίας παραπέμπει η προσβαλλόμενη ως μη έχουσα τα εχέγγυα της αμεροληψίας που απαιτεί ο νόμος, καθώς σε αυτή μετείχαν πρόσωπα που έχουν εκπονήσει το πρόγραμμα σπουδών που καλούνται οι ίδιοι να κρίνουν, είναι παράνομη.
Ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη πρέπει να ακυρωθεί και γι’ αυτό το λόγο.
Γ) ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Συντάγματος «Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και «Oι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» (παρ. 2), ενώ κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.»
Με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, τίθεται θρησκευτικός διαχωρισμός μεταξύ των μαθητών που ανήκουν στο Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα και σε εκείνους που ανήκουν σε άλλες θρησκευτικές παραδοχές και ομολογίες. Διότι οι μαθητές που ανήκουν στη Ρωμαιοκαθολική Ομολογία και την Ιουδαϊκή Θρησκεία, εξακολουθούν σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθ. 55 του Ν. 4316/2016 (ΦΕΚ 83/Α/11-5-2016), να διδάσκονται το ομολογιακό μάθημα των θρησκευτικών, διαμορφωμένο στη δική τους πίστη, μάλιστα από δασκάλους και καθηγητές τους οποίους προτείνουν η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.) και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο αντίστοιχα.
Παρόμοιο προνόμιο δεν παρέχεται στους Ορθοδόξους μαθητές, οι οποίοι στερούνται του συνταγματικού δικαιώματος να διδαχθούν αυτούσια την πίστη τους από το σχολείο, δικαίωμα που απολαμβάνουν οι ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι μαθητές.
ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Ο πρώτος και η δεύτερη εξ ημών είμαστε γονείς δύο ανηλίκων τέκνων, του Ιουστινιανού και του Ελισσαίου μαθητών αντίστοιχα της τρίτης και της πρώτης τάξης του 1ου Λυκείου Παλλήνης, οι οποίοι με την εφαρμογή της προσβαλλόμενης αποφάσεως θίγονται άμεσα. Και τα δύο τέκνα μας, όπως και εμείς οι γονείς τους, έχουν βαπτισθεί Χριστιανοί Ορθόδοξοι και μετέχουν με θέρμη μαζί μας στην εκκλησιαστική ζωή και λατρεία της Πίστεώς μας. Ομοίως και ο τρίτος και η τέταρτη εξ ημών είμαστε γονείς του ανηλίκων τέκνου μας Ματθαίου, μαθητή της δευτέρας τάξης του 1ου Λυκείου Σαλαμίνας, έχει βαπτισθεί Χριστιανός Ορθόδοξος και μετέχει με θέρμη μαζί μας στην εκκλησιαστική ζωή και λατρεία της Πίστεώς μας. Σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε παραπάνω, ο ρόλος του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση και ανάπτυξή της προσωπικότητάς τους σε αυτό το εύπλαστο στάδιο της ζωής τους είναι ζωτικός τόσο για αυτά τα ίδια όσο και για εμάς που ως γονείς τους επιθυμούμε τόσο τη μόρφωσή τους επί του γνωστικού αντικειμένου των Θρησκευτικών όσο και τη διάπλασή των χαρακτήρων τους ώστε αυτά να υιοθετήσουν τη χριστιανική ηθική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έχουμε λοιπόν προφανές και άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον να αιτηθούμε την ακύρωση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως τόσο για λογαριασμό των τέκνων μας των οποίων ασκούμε τη γονική μέριμνα και επιμέλεια όσο και ατομικά για εμάς τους ιδίους ως γονείς τους.
Αντιστοίχως, ο εξ ημών πέμπτος των αιτούντων, έχω έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8), το οποίο εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία κατ’ άρθρο 4 του Ν. 702/1977, και ασκώ την κρινόμενη αίτηση λόγω της ιδιότητας μου ως θεολόγος εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο 5ο Γ.Ε. Λύκειο Κατερίνης (Ολ. ΣτΕ 2411/2012, 1854/1990 βλ. και ΣτΕ 193/2012)
Τέλος το έκτο εξ ημών σωματείο (ΠΕΘ), έχει προφανές έννομο συμφέρον για την ακύρωση της ως άνω υπουργικής απόφασης επειδή σύμφωνα με το ισχύον από 1977 καταστατικό του σωματείου μας (αρ. αποφ. 2059/1977 Μ. Πρ. Αθηνών), σκοποί του μεταξύ άλλων είναι:
Η καλλιέργεια των θεολογικών Γραμμάτων και η ενημέρωση των μελών προς την σημειούμενη εκάστοτε εξέλιξη και πρόοδο της Επιστήμης
Η κατανόηση της ουσίας του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και η έξαρση αυτού
Η διέγερση του ενδιαφέροντος και της αγάπης του λαού προς τη θρησκευτική γνώση και ζωή εντός του πλαισίου των πατρικών μας παραδόσεων.
Ο ευρύς θρησκευτικός και ηθικός διαφωτισμός του λαού μας για να λάβει αυτός πλήρη επίγνωση της αξίας της εν Χριστώ απολυτρώσεως και ζωής, ως και ο πλήρης και ηθικός διαφωτισμός της νεότητας.
Η προσήλωση στην Ορθοδοξία και άμυνα κατά πάσης αντιορθοδόξου και αντιχριστιανικής εκδηλώσεως παρ’ ημίν, ως και η εκλαΐκευση της Απολογητικής του Χριστιανισμού και ο διαφωτισμός του λαού και δη της νεότητας περί της υφισταμένης αρμονίας Επιστήμης και Χριστιανικής θρησκείας.
Η έμπνευση σεβασμού και αφοσιώσεως προς τα θέσμια και τις παραδόσεις της Μητρός ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας
και κατά συνέπεια η προάσπιση του Ορθοδόξου χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, που τόσο βάναυσα πλήττεται με την προσβαλλομένη απόφαση, αποτελεί μέρος του σκοπού μας ως σωματείου ώστε να έχουμε άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρούσας.
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη και βάσιμη, αρμοδίως δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και για όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε νόμιμα στο μέλλον
ΑΙΤΟΥΜΑΣΤΕ
1.Να γίνει δεκτή η παρούσα.
2.Να ακυρωθεί η υπ’ αρ. πρωτ. 143.579/Δ2/2016 (Β2906/13-9-2016ΦΕΚ) απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, ρητή ή σιωπηρή, προγενέστερη ή μεταγενέστερη.
3.Να καταδικαστεί το αντίδικο στη δικαστική μας δαπάνη και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από εμάς δικαστικού παραβόλου.
Αθήνα, 9/11/2016
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025