Αθήνα, 16 Ιουνίου 2016
Αριθμ. Πρωτ. 95
Δελτίου τύπου
Η ΠΕΘ κατέθεσε αίτηση αναστολής και ακυρώσεως της απόφασης Φίλη για μείωση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό Σχολείο
Η ΠΕΘ, μαζί με τους παρακάτω γονείς και εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης,
1) τον Δήμο Θανάσουλα, 2) την Ελένη Δημητριάδου, 3) τον Αθανάσιο Σιατούρα, και 4) τον Δημήτριο Νατσιό, κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, α) αίτηση αναστολής αλλά και β) ακυρώσεως της απόφασης υπ’ αριθμ. Πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1(ΦΕΚ Β 1324/11-5-2016), του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κ. Νικολάου Φίλη για τη μείωση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό Σχολείο και συγκεκριμένα, στην Ε’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα και στη Στ’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα.
Η απόφαση αυτή του Υπουργού είναι παράνομη και ακυρωτέα για όλους τους νόμιμους και βάσιμους λόγους που αναφέρει η παρακάτω αίτηση ακυρώσεως της ΠΕΘ.
Το ΔΣ της ΠΕΘ
***
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
(ΤΜΗΜΑ ΣΤ’ )
1)Του Δήμου Θανάσουλα του Γεωργίου, ….
2)Της Δημητριάδου Ελένης του Παναγιώτη, ….
3)Του Αθανασίου Σιατούρα, ….
4)Του Δημητρίου Νατσιού του
5)Του σωματείου με την επωνυμία Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), νομίμως εκπροσωπουμένου, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Χαλκοκονδύλη αρ. 37.
ΚΑΤΑ
Του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
Της υπ’ αρίθμ. Πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1 απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β 1324/11-5-2016).
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στο υπ’ αρ. φ. Β 1324 ΦΕΚ της 11ης Μαΐου 2016, δημοσιεύθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με θέμα «Ωρολόγιο πρόγραμμα ενιαίου τύπου ολοήμερου δημοτικού σχολείου», με την οποία, οι συνολικές ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο, μειώθηκαν σε 30 από 35 που προβλέπονταν με την προηγούμενη υπ’ αρ. Πρωτ.Φ.50/1169/149005/Δ1/23-09-2015/ΥΠΟΠΑΙΘ υπουργική απόφαση.
Με την δια της παρούσας αιτήσεώς μας προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση εκτός των άλλων, μειώνονται για το σχολικό έτος 2016-2017, οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στην Ε’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα και στη Στ’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα. Δυνάμει της ως άνω προηγούμενης υπουργικής αποφάσεως, το μάθημα των θρησκευτικών διδασκόταν κατά δύο (2) ώρες στην Ε΄ και κατά δύο (2) ώρες στη Στ’ τάξη του δημοτικού.
Η απόφαση αυτή του Υπουργού είναι παράνομη και ακυρωτέα για τους εξής νόμιμους και βάσιμους λόγους:
ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Με την προσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Παιδείας, η οποία εξεδόθη, επί τη βάσει της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 2525/1997, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 5 εδαφ. δ’ και 8 παρ. 9 εδαφ. δ’ του ν. 1566/1985, στις οποίες αυτή παραπέμπει και μετά από εισήγηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, καθορίσθηκε το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων των Τάξεων του Δημοτικού Σχολείου και προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ότι από τη σχολική χρονιά 2016-2017 στην Ε΄ τάξη του Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου και στη Στ’ Τάξη αυτού, η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών θα γίνεται, πλέον, στις τάξεις αυτές επί μία (1) μόνο ώρα εβδομαδιαίως.
Νομικό πλαίσιο
Στη διάταξη του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, στην κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκληση της “Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος”, ορίζεται ότι :
“1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού ‘ τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ [29] Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. . . “. Εξ άλλου στη διάταξη του άρθρου 13 αυτού ορίζεται ότι : “1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3…”.
Εκ παραλλήλου, στη διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος ορίζεται ότι : “Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες”.
Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και ιδίως τα όσα ειδικότερα για την προσβαλλόμενη απόφαση ισχύουν με το άρθρο 16 παρ. 2 Σ, προκύπτει σαφώς ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέκρουσε την αποσύνδεση της θρησκείας από την εκπαίδευση (κοσμικό πρότυπο ) και προτίμησε την οδό του “μέτρου αρίστου” που αξιώνει το σεβασμό της “επικρατούσας” θρησκείας και το συνυπολογισμό της ανάμεσα στους προσδιοριστικούς παράγοντες της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Αυτή η ρητή συνταγματική επιλογή συμπυκνώνει ιστορικές επιλογές, αντιδιαστολές σε σχέση με τα προϊσχύοντα συντάγματα αλλά και ισορροπίες που ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται και να αναπαράγει.
Περαιτέρω, η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 “περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 [φ. 68, Α] και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 [φ. 256, Α] και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, με το άρθρο δε 2 του Α΄ προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει ειδικότερα τα εξής : “Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ’ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν της μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις”.
Σε υλοποίηση των ανωτέρω ο κοινός νομοθέτης προβλέπει στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1566/1985 [ΦΕΚ Α 167] ότι : “1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α] Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη. β] Να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας. Να ενημερώνονται και να ασκούνται πάνω στη σωστή και ωφέλιμη για το ανθρώπινο γένος χρήση και αξιοποίηση των αγαθών του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και των αξιών της λαϊκής μας παράδοσης. γ] Να αναπτύσσουν δημιουργική και κριτική σκέψη και αντίληψη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας, ώστε να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και με την υπεύθυνη συμμετοχή τους να συντελούν αποφασιστικά στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και στην ανάπτυξη της πατρίδας μας. δ] Να κατανοούν τη σημασία της τέχνης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό. ε] Να αναπτύσσουν πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με όλους τους λαούς της γης, προσβλέποντας σε έναν κόσμο καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό. 2. Βασικοί συντελεστές για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών είναι : α] . . . β] τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα καθώς και η σωστή χρήση τους, γ] . . . 3. Τα αναλυτικά προγράμματα αποτελούν άρτιους οδηγούς του εκπαιδευτικού έργου και περιλαμβάνουν κυρίως : αα] . . . ββ] διδακτέα ύλη επιλεγμένη σύμφωνα με το σκοπό του μαθήματος ανάλογη και σύμμετρη προς το ωρολόγιο πρόγραμμα. . . “.
Ο ίδιος νόμος εξειδικεύοντας το σκοπό της παιδείας υπογραμμίζει, ότι το σχολείο βοηθά τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες» ώστε να δυνηθούν με αυτές «να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους», συνειδητοποιώντας «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες» (άρθρο 6 παρ. 2). Ενώ σε εφαρμοστικά του νόμου αυτού κείμενα και δη στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) επισημαίνεται, ότι «σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ρευστότητας, η κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου και η πορεία του προς την αυτογνωσία απαιτούν ευρεία και διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση» και ότι για την επίτευξη μιας «αρμονικής κοινωνικής ένταξης και συμβίωσης είναι απαραίτητο κάθε άτομο να μάθει να συμβιώνει με τους άλλους σεβόμενο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους», διατηρώντας ωστόσο «την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής, πολιτισμικής, γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής».
Στο αυτό πνεύμα υφίσταται με συνέπεια σειρά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων [μεταξύ άλλων ΣτΕ 3356/95, ΣτΕ 2176/1998, ΔΕΦΧαν. 115/2012], όπου κρίνεται ότι μεταξύ των σκοπών της παρεχομένης στα σχολεία παιδείας είναι και η “ανάπτυξη”, σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών, σύμφωνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθηση από τους μαθητές, οι οποίοι ανήκουν εις την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.
Σε τέτοια άλλωστε ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών αποβλέπουν και οι γονείς τους μαθητών αντλούντες από τις προαναφερθείσες διατάξεις το δικαίωμα, ώστε οι ίδιοι οι γονείς να δύνανται να καθορίζουν την θρησκευτικήν αγωγήν των τέκνων των, επί τη βάσει των δικών των θρησκευτικών πεποιθήσεων [βλ. ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ 2176/1998]. Εξυπακούεται βεβαίως ότι της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, οι μαθηταί εκείνοι διά τους οποίους γίνεται αξιόπιστος δήλωσις, είτε υπ’ αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωσις αυτή ουδόλως αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι, κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95], δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει εις το να διευκολύνει τον μαθητή να απολαύσει “ανεμπόδιστα” την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το αντίστοιχο, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους.
Προκειμένου όμως να τύχουν εφαρμογής τα ανωτέρω και ιδίως η ρητή και αδιάστικτη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος ώστε να καταστεί δυνατή η “ανάπτυξη”, σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των προαναφερθέντων μαθητών και δη συμφώνως προς τις αρχές της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως, επιβάλλεται όπως η Πολιτεία, διά της λήψεως των καταλλήλων, κατά περίπτωσιν, νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων, εξασφαλίζει τη διδασκαλία του κατά τα άνω μαθήματος των θρησκευτικών εις τους μαθητές και δη να την εξασφαλίζει [κατά τα ήδη κριθέντα ΣτΕ 3356/95 & ΣτΕ 2176/1998] με ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως. Ο επιχειρούμενος με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση περιορισμός των ωρών διδασκαλίας, του μαθήματος, σε μία [1] μόνον ώρα εβδομαδιαίως δεν αποτελεί, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και εν όψει του ειδικού σκοπού εις τον οποίον αποβλέπει το Σύνταγμα, οι Διεθνείς Συνθήκες και η κείμενη νομοθεσία “ικανό” αριθμόν ωρών διδασκαλίας. Και είναι μεν αληθές ότι ο καθορισμός των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών ανήκει εις την ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως, πλην, όμως, εν προκειμένω, ο περιορισμός του μαθήματος σε τέτοιο βαθμό εκφεύγει των άκρων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας αφού η διδασκαλία του μαθήματος καθίσταται μη λειτουργική και μη αποτελεσματική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ιδίως στις Ε’ και ΣΤ΄ τάξεις του Δημοτικού, όπου οι μαθητές αρχίζουν να αναπτύσσουν τα γνωστικά τους πεδία και να έρχονται σε βαθύτερη επαφή με τη λογική και τις θετικές επιστήμες, αυξάνονται οι προβληματισμοί και οι απορίες τους επί του Θείου και Μεταφυσικού την προσέγγιση των οποίων πραγματοποιούν μόνο χάρη στο μάθημα των Θρησκευτικών. Η διδασκαλία του για μία μόνο ώρα την εβδομάδα (στην καλύτερη των περιπτώσεων) δεν επαρκεί για την κάλυψη αυτών των αποριών πόσο μάλλον για την επαφή των μαθητών με ειδικότερα πλην όμως απαραίτητα στοιχεία της Ορθόδοξης Πίστης και της συνεισφοράς αυτής στην διαδρομή του Ελληνικού Έθνους σε διάφορες ιστορικές περιόδους, στα ήθη και έθιμα, στις τέχνες και τη φιλοσοφία και εν γένει στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας μας ως Έλληνες.
Επειδή η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση κατ’ αυτόν τον τρόπο, συρρικνώνει το χρόνο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικώνκατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιθωριοποιείται και να αποδυναμώνεται πλήρως, κατά παράβαση των συνταγματικών επιταγών και δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Επειδή διά της προσβαλλομένης αποφάσεως μειώσεως των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, στις προαναφερθείσες Τάξεις (Ε΄ και ΣΤ΄) του Δημοτικού Σχολείου σε μία (1) μόνο ώρα εβδομαδιαίως, δεν είναι πλέον δυνατή η, σε επαρκή βαθμό ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών, συμφώνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος.
Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαναφερθέντα η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει παρανομίας, καθ’ ο μέρος, με αυτήν, περιορίζεται πράγματι εφ’ εξής η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στις Τάξεις Ε’ και ΣΤ’ του Δημοτικού σε μία μόνο ώρα εβδομαδιαίως και για το λόγο αυτό πρέπει ως προς αυτό να ακυρωθεί, προς το σκοπό να προβεί το αντίδικο στη θέσπιση νέας συμπληρωματικής ρυθμίσεως, διά της οποίας να προβλέπεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών πέραν της προβλεπομένης, με την ήδη προσβαλλομένη απόφαση μίας [1] μόνον ώρας εβδομαδιαίως.
Επειδή οι πρώτος και δεύτερη από εμάς είμαστε γονείς δύο ανηλίκων τέκνων, της Άννας και του Παναγιώτη μαθητών αντίστοιχα της τετάρτης και της δευτέρας τάξης του 5ου Δημοτικού Τρικάλων, οι οποίοι με την εφαρμογή της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρόκειται να θιγούν η μεν Άννα άμεσα στο επερχόμενο σχολικό έτος 2016- 2017 ως μαθήτρια της πέμπτης τάξης ο δε Παναγιώτης σε ύστερο σχολικό έτος ( το 2018 – 2019). Και τα δύο τέκνα μας, όπως και εμείς οι γονείς τους, έχουν βαπτισθεί Χριστιανοί Ορθόδοξοι και μετέχουν με θέρμη μαζί μας στην εκκλησιαστική ζωή και λατρεία της Πίστεώς μας. Σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε παραπάνω, ο ρόλος του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση και ανάπτυξή της προσωπικότητάς τους σε αυτό το εύπλαστο στάδιο της ζωής τους είναι ζωτικός τόσο για αυτά τα ίδια όσο και για εμάς που ως γονείς τους επιθυμούμε τόσο τη μόρφωσή τους επί του γνωστικού αντικειμένου των Θρησκευτικών όσο και τη διάπλασή των χαρακτήρων τους ώστε αυτά να υιοθετήσουν τη χριστιανική ηθική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.Έχουμε λοιπόν προφανές και άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον να αιτηθούμε την ακύρωση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως τόσο για λογαριασμό των τέκνων μας των οποίων ασκούμε τη γονική μέριμνα και επιμέλεια όσο και ατομικά για εμάς τους ιδίους ως γονείς τους.
Αντιστοίχως, οι εξ ημών τρίτος και τέταρτος των αιτούντων, ως εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έχουμε έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8), το οποίο εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία κατ’ άρθρο 4 του Ν. 702/1977, και ασκούμε την κρινόμενη αίτηση λόγω της ιδιότητας μας ως εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Ολ. ΣτΕ 2411/2012, 1854/1990 βλ. και ΣτΕ 193/2012).
Τέλος το πέμπτο εξ ημών σωματείο (ΠΕΘ), έχει προφανές έννομο συμφέρον για την ακύρωση της ως άνω υπουργικής απόφασης επειδή σύμφωνα με το ισχύον από 1977 καταστατικό του σωματείου μας (αρ. αποφ. 2059/1977 Μ. Πρ. Αθηνών), σκοποί του μεταξύ άλλων είναι:
–Η καλλιέργεια των θεολογικών Γραμμάτων και η ενημέρωση των μελών προς την σημειούμενη εκάστοτε εξέλιξη και πρόοδο της Επιστήμης
–Η κατανόηση της ουσίας του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και η έξαρση αυτού
–Η διέγερση του ενδιαφέροντος και της αγάπης του λαού προς τη θρησκευτική γνώση και ζωή εντός του πλαισίου των πατρικών μας παραδόσεων.
–Ο ευρύς θρησκευτικός και ηθικός διαφωτισμός του λαού μας για να λάβει αυτός πλήρη επίγνωση της αξίας της εν Χριστώ απολυτρώσεως και ζωής, ως και ο πλήρης και ηθικός διαφωτισμός της νεότητας.
–Η προσήλωση στην Ορθοδοξία και άμυνα κατά πάσης αντιορθοδόξου και αντιχριστιανικής εκδηλώσεως παρ’ ημίν, ως και η εκλαΐκευση της Απολογητικής του Χριστιανισμού και ο διαφωτισμός του λαού και δη της νεότητας περί της υφισταμένης αρμονίας Επιστήμης και Χριστιανικής θρησκείας.
–Η έμπνευση σεβασμού και αφοσιώσεως προς τα θέσμια και τις παραδόσεις της Μητρός ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη και βάσιμη, αρμοδίως δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και για όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε νόμιμα στο μέλλον
ΑΙΤΟΥΜΑΣΤΕ
1.Να γίνει δεκτή η παρούσα.
2.Να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β 1324/11-5-2016), καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, ρητή ή σιωπηρή, προγενέστερη ή μεταγενέστερη.
3.Να καταδικαστεί το αντίδικο στη δικαστική μας δαπάνη και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από εμάς δικαστικού παραβόλου.
Αθήνα, … ………………. 2016
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος