Ένα άκρως νεοφιλελεύθερο και μνημονιακό πρόγραμμα παρουσίασε πρόσφατα για την εκπαίδευση η Ν.Δ.. Αυτό ήταν αναμενόμενο. Αλλά είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι βασική επιδίωξη της φαίνεται να είναι η αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης μέσα από νέες συντηρητικές πολιτικές, οι οποίες πλήττουν τον κοινωνικό και προοδευτικό χαρακτήρα του σχολείου και την παιδαγωγική αυτονομία και ελευθερία των εκπαιδευτικών.


Στο πρόγραμμα της Ν.Δ. δεν γίνεται καμία αναφορά στις μνημονιακές πολιτικές που οδήγησαν στην απαξίωση και την ακραία υποβάθμιση του σχολείου και των εκπαιδευτικών, προφανώς γιατί λογίζονται ως αναγκαία στοιχεία για την εκπαιδευτική πολιτική της

Προβάλλεται ως στόχος η διοικητική και παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου με το επιχείρημα της απελευθέρωσης «από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του Υπουργείου» .
Προβάλλεται ως ζητούμενο η οικονομική αυτονομία του σχολείου: « Ένα σχολείο, θα μπορεί να ενοικιάζει τους χώρους του, να αξιοποιεί τα έσοδα του»

Αυτό όμως που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι υιοθετείται η γνωστή νεοφιλελεύθερη συνταγή μείωσης της φροντίδας της πολιτείας για την εκπαίδευση σύμφωνα με την οποία τα ίδια τα σχολεία θα αναγκάζονται να βρίσκουν οικονομικούς πόρους. Πρόκειται για μια άκρως ταξική πολιτική, η οποία θα προσθέσει και αυτόνομες εκπαιδευτικές ανισότητες, πέραν των πολλαπλών οικονομικών ανισοτήτων που πλήττουν ήδη τα παιδιά των εργαζόμενων.

Σε συγκεκριμένα σημεία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον πλήρη μετασχηματισμό του λυκείου με πανελλαδικές εξετάσεις και στις τρεις τάξεις του Λυκείου για τον προσδιορισμό του βαθμού του Εθνικού Απολυτηρίου. Έτσι, μετά το σημερινό άκρατο λαϊκισμό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με την απόλυτη ανυπαρξία πανελλαδικών εξετάσεων – ακόμα και ενδοσχολικών εξετάσεων για όλα τα μαθήματα – για το Απολυτήριο του λυκείου προτείνεται ένα πυκνό πλέγμα πανελλαδικών εξετάσεων. Από τη μια άκρη στην άλλη και για την ίδια συγκυρία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ζούμε, φαίνεται, στην “εποχή των ακροτήτων”…

Προτείνεται οι σχολές να καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων! Αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό σε ένα σύστημα κεντρικά οργανωμένο; Πού μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια πρακτική, αφού μπορεί να προαχθεί μια συντεχνιακή αντίληψη δραστικής μείωσης των εισακτέων από τα διάφορα κλαδικά σωματεία λόγω του κορεσμού του επαγγέλματός τους– κάτι που ήδη έχει ζητηθεί;

Προτείνεται η «αξιολόγηση των σχολικών μονάδων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τους γονείς με τη χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων». Εισάγεται δηλαδή ένας βρόχος στην παιδαγωγική ελευθερία των εκπαιδευτικών μέσα από την πρακτική της αξιολόγησής τους από τους γονείς! Αντί να επιδιώκεται η συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων, των βασικών φορέων της αγωγής και της μόρφωσης, ενσταλάζεται η πρακτική της καχυποψίας. Η κερκόπορτα που “άνοιξε” ο ΣΥΡΙΖΑ με τη συμμετοχή και των γονέων στην αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων, πηγαίνει από τη Ν.Δ. ένα βήμα παραπέρα.

Στο πρόγραμμα αναφέρονται και μια σειρά πλασματικών μέτρων, σε επίπεδο διακήρυξης, όπως ότι «όλοι οι μαθητές αποκτούν πιστοποιητικό βασικών γνώσεων Πληροφορικής μέχρι την Α’ Λυκείου, ενώ μέσα στα σχολεία θα προσφέρεται εκμάθηση ξένων γλωσσών και θα διενεργούνται εξετάσεις για την απόκτηση κρατικού πιστοποιητικού γλωσσομάθειας», χωρίς να διαφαίνεται από πουθενά τι το διαφορετικό θα γίνει και με ποιο τρόπο από την υπάρχουσα κατάσταση.

Πουθενά δεν φαίνεται ότι η εκπαίδευση αποτελεί στόχο για την ανάπτυξη της χώρας, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα μέτρα προαγωγής της ποιότητας της εκπαίδευσης για το πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής.

Η ΠΕΚ θα αντιπαλέψει με όλες της τις δυνάμεις κάθε εκπαιδευτική πολιτική που θα υπονομεύει ευθέως το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της θεσμικής μας εκπαίδευσης και θα ενισχύει ακόμα περισσότερο τον ταξικό χαρακτήρα της.

H εκπαίδευση πρέπει να είναι πρώτη πολιτική επιλογή για να βρει η χώρα μας το δρόμο της εξόδου από την κρίση!