Ο αναμφισβήτητα αναπτυξιακός ρόλος της παιδείας υφίσταται σοβαρές παραμορφώσεις, τόσο ως προς την γενικότερη απόδοση της έννοιας και του περιεχομένου της, όσο και ως προς τον επικίνδυνο βαθμό απόκλισης διακηρύξεων και έργων από τις ασκούμενες πολιτικές περί την εκπαίδευση, που την εκτρέπουν από τον ρόλο της ως δημόσιου αγαθού. Οι επισημάνσεις αυτές αποβλέπουν, καταρχάς, στην αποκατάσταση της έννοιας της παιδείας που δεν περιορίζεται στην απλή πιστοποίηση γνώσεων, αλλά εκτείνεται σε μια ευρύτερη πολιτισμική διάσταση. Πρόκειται, δηλαδή, για την καλλιέργεια ενός τρόπου καθημερινής σκέψης και δράσης που μεταφράζεται σε κοινωνική παιδεία που υπηρετεί ανθρώπινες αξίες σε αντίθεση με ατομικές επιλογές και πρακτικές που βρίσκονται στον αντίποδα των αξιών αυτών.
Στο ίδιο πλαίσιο η συζήτηση για τον αναπτυξιακό ρόλο της παιδείας θα πρέπει απαραίτητα να συνδέεται με την πραγματική έννοια της ανάπτυξης. Και αυτό γιατί η ανάπτυξη, συνήθως, προσεγγίζεται με όρους οικονομικής μεγέθυνσης (croissance) ως απλή αύξηση του ΑΕΠ, με την αποσιώπηση της σημαντικής εκείνης αναπτυξιακής διάστασης, που μεταφράζεται με την δίκαιη κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος. Κοντολογίς, η διαχρονική και μονότονη αναφορά στην ανάγκη «αύξησης της πίτας» μπορεί να είναι παντελώς αδιάφορη για μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες, αν αυτές δεν βιώνουν στην καθημερινότητά τους το αποτέλεσμα αυτής της αύξησης και την αναλογική αναγνώριση της δικής τους προσφοράς στο παραγόμενο προϊόν.
Ενδεικτική είναι η ελληνική περίπτωση της περιόδου των υψηλών ρυθμών «ανάπτυξης» 1998-2006 που υπερέβαιναν σημαντικά τους αντίστοιχους κοινοτικούς όρους κατά 1,5 περίπου εκατοστιαίες μονάδες. Την ίδια, ωστόσο, περίοδο, η καταγεγραμμένη σωρευτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 20%, συνοδεύθηκε με αύξηση των μισθών μόλις κατά 12,5%, με αύξηση των τιμών κατά 30% ,και με αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου κατά 40%!!. Αποτέλεσμα αυτού του τύπου της «ανάπτυξης», που ωθούσε παράλληλα στον υπέρμετρο καταναλωτισμό μέσω του ιδιωτικού δανεισμού από τις τράπεζες, είναι η απουσία δημιουργίας των στοιχειωδών εκείνων κοινωνικών υποδομών που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τους κραδασμούς της επερχόμενης κρίσης, και που οδηγεί σήμερα σε κίνδυνο φτωχοποίησης το 1/3 της κοινωνίας.
Η υποβάθμιση του ρόλου της κοινωνικής παιδείας και η ένταξη του εκπαιδευτικού συστήματος στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σύμφωνα με τις οποίες αναδεικνύεται το ατομοκεντρικό, ανταγωνιστικό και αγοραίο πρότυπο σε βάρος των συλλογικών αξιών, αφήνει ανάγλυφο το αποτύπωμά της στο κοινωνικό σώμα. Το εκπαιδευτικό σύστημα αποσύρεται σταδιακά από τον ευρύτερο κοινωνικό του προσανατολισμό, υποβαθμίζει τον ρόλο της κριτικής σκέψης την ίδια στιγμή που επιβραβεύει την αποστήθιση γνώσεων, μετατρέπει το σχολείο σε εξεταστικό κέντρο, συμβάλλει στην απαξίωση του λυκείου και στην περαιτέρω ενίσχυση της παραπαιδείας. Παράλληλα καλλιεργείται η έντεχνη υποβάθμιση της σημασίας των κοινωνικών επιστημών, ως μη χρηστικών για τις ανάγκες της αγοράς, στάση που ερμηνεύεται από τη σπουδή να περιορισθεί ο ρόλος των επιστημονικών εργαλείων ανάλυσης της κοινωνίας και διερεύνησης σε βάθος της πραγματικής της κατάστασης πέραν του επιφαινόμενου. Η υποβάθμιση αυτή υπηρετεί την αγοραία εκδοχή της εκπαίδευσης και των αναγκών που αναδεικνύονται με όρους αγοράς, ωθώντας στο περιθώριο οτιδήποτε δεν συμβαδίζει με τον συγκεκριμένο προσανατολισμό.
Οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων για την εκπαίδευση και την έρευνα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα δύο αυτά κύρια αναπτυξιακά εργαλεία δεν συνιστούν βασικούς μοχλούς στο πλαίσιο της εκάστοτε σχεδιαζόμενης ανάπτυξης, όποτε αυτή σχεδιάζεται και δεν βρίσκεται σε αυτόματο πιλότο. Το συμπέρασμα αυτό αποτυπώνεται στις ιδιαίτερα περιορισμένες δημόσιες δαπάνες για την παιδεία κατά την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, όταν αυτές υπολείπονταν κατά 1,5 μονάδα, στο ΑΕΠ, από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ένωσης. Ενισχύεται ιδιαίτερα σήμερα, όταν η Ελλάδα κατατάσσεται μαζί με την Ρουμανία στην 26η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ένωσης ως προς το ύψος των δημοσίων δαπανών επί του ΑΕΠ. Στη σημερινή συγκυρία της κρίσης και των μνημονίων η εκπαίδευση αποτελεί ένα ακόμη θύμα των περιοριστικών πολιτικών που ασκούνται σε γενικευμένη κλίμακα. Παράλληλα, όλα τα δείγματα γραφής ωθούν στο συμπέρασμα πως ο παράγοντας αυτός δεν αποτελεί προτεραιότητα σε μια αναπτυξιακή πορεία, η οποία, όπως φαίνεται, εστιάζεται σε «αναδιαρθρώσεις» που αποκωδικοποιούνται στην αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, στις αθρόες ιδιωτικοποιήσεις και στη δραματική συρρίκνωση του κόστους της εργασίας.
Είναι ενδεικτικό ότι, κατά την περίοδο 2009-13, οι δαπάνες για την εκπαίδευση στον κρατικό προϋπολογισμό μειώθηκαν από το 3,9% στο 2,55%, ο αριθμός των εκπαιδευτικών στα λύκεια κατά 20%, στα γυμνάσια κατά 30%, στα δημοτικά κατά 4,5%, και στα ΑΕΙ κατά 5%. Την ίδια στιγμή οι σχολικές μονάδες μειώθηκαν στα γυμνάσια κατά 6%, και στα δημοτικά κατά 12,7%, ενώ οι αμοιβές, συνολικά των εκπαιδευτικών, μειώθηκαν κατά 20%. Οι εξελίξεις αυτές έχουν προφανέστατες επιπτώσεις στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης ώστε να μην γεννάται αμφιβολία ότι ο ρόλος της είναι, στην πράξη, υποβαθμισμένος παρά τα περί του αντιθέτου διακηρυσσόμενα από τους κυβερνώντες.
Ο υποβαθμισμένος ρόλος της εκπαίδευσης στο πλαίσιο των μέχρι τώρα αναπτυξιακών σχεδιασμών, συνδέεται με το είδος του παραγωγικού προτύπου που υιοθετείται διαχρονικά στην Ελλάδα. Σήμερα το πρότυπο αυτό λαμβάνει εντονότερα χαρακτηριστικά βασισμένο στη φθηνή εργασία, χωρίς ουσιαστική επένδυση στη εκπαίδευση, στην έρευνα(μόλις 0,67% του ΑΕΠ) και στην καινοτομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προσανατολισμός των πόρων του ΕΣΠΑ στα πεδία της έρευνας και της καινοτομίας αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του συνόλου των κονδυλίων, την ίδια στιγμή που χώρες του σκανδιναβικού βορρά προσανατολίζουν το 20% των κοινοτικών πόρων στα αντίστοιχα πεδία. Πρόκειται για τη συνέχεια σε αναπτυξιακές επιλογές που, ήδη πριν από την κρίση, συνέτειναν ώστε το 70% των προσφερόμενων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα να απευθύνονται σε ανειδίκευτη εργασία. Ταυτόχρονα το εκπαιδευτικό σύστημα, και κυρίως τα ΑΕΙ, βομβαρδίζονται συστηματικά για το γεγονός ότι τα πτυχία τους δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς, ως άμεση πίεση για την ιδιωτικοποίηση και της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτή η επίθεση στα δημόσια ΑΕΙ, ως μόνου χώρου που η ιδιωτική εκπαίδευση δεν έχει εισχωρήσει, αποσιωπά την ήδη καταγεγραμμένη, προ των μνημονίων, ανησυχητική φυγή δυναμικού υψηλής ειδίκευσης στο εξωτερικό, λόγω της έλλειψης σοβαρών προϋποθέσεων για επαγγελματική αποκατάσταση στην Ελλάδα.
Το φαινόμενο αυτό παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις κατά την περίοδο της κρίσης όταν καταγράφονται περί τις 350 χιλιάδες αιτήσεις για εξωτερική μετανάστευση από τις οποίες οι 150 χιλιάδες έχουν ήδη μεταφρασθεί σε επαγγελματική εγκατάσταση στην αλλοδαπή. Η εξέλιξη αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν στην κατηγορία αυτή των ελλήνων μεταναστών κυριαρχεί ιδιαίτερα ειδικευμένο προσωπικό που είτε είναι άνεργο στη χώρα του, με τα ποσοστά ανεργίας να εκτινάσσονται σε μια πενταετία από το 7,5% στο 28% , είτε οι προτεινόμενοι εργασιακοί όροι είναι προκλητικά υποβαθμισμένοι σε σχέση με τα προσόντα του. Επιπλέον αποτελεί σοβαρό αναπτυξιακό και παραγωγικό πλήγμα για μια κοινωνία που έχει επενδύσει στην εκπαίδευση των μελών της και βλέπει την επένδυση αυτή να απαξιώνεται από την αιμορραγία που υφίσταται με τη μαζική εκροή ιδιαίτερα παραγωγικού δυναμικού.
Η αιμορραγία αυτή, μάλιστα, προσκομίζει διπλό όφελος σε τρίτες χώρες που καρπώνονται την παραγωγική εργασία των ελλήνων μεταναστών χωρίς να έχουν δαπανήσει το παραμικρό για την εκπαίδευσή τους. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα του ετήσιου «κόστους», ανά φοιτητή, από 5-12 χιλιάδες ευρώ, σε ορισμένες ελληνικές πανεπιστημιακές σχολές λόγω χρήσης εργαστηρίων, ώστε η αναγωγή του στο σύνολο των χρόνων σπουδών να αποτυπώνει το μέγεθος της παραγωγικής απώλειας για την ελληνική οικονομία. Αποκαλυπτικές του επαγγελλόμενου είδους της ανάπτυξης από τους κυβερνώντες, είναι οι μαρτυρίες ότι, σε συνεδριάσεις συγκλήτων ελληνικών ΑΕΙ, λόγω της μείωσης μέχρι και του 70% των προϋπολογισμών τους κατά την τελευταία τετραετία σε συνδυασμό με την αρπαγή των αποθεματικών τους, τίθεται συχνά το δίλημμα των περικοπών σε επιστημονικά βιβλία και περιοδικά στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Ο λόγος; Η ανάγκη κάλυψης των κατά 50% αυξημένων αιτήσεων για σίτιση των φοιτητών που οφείλονται στην υπερδιόγκωση του κινδύνου φτωχοποίησης της κοινωνίας που αγγίζει σήμερα το 1/3 του πληθυσμού.
Στα παραπάνω προστίθεται μια ακόμη επισήμανση αναφορικά με τον αναπτυξιακό χαρακτήρα της παιδείας και την διογκούμενη αγοραία λογική που εκδηλώνεται στον τομέα της εκπαίδευσης. Η αγοραία αυτή διάσταση αφορά στην προσήλωση σε λογικές που αναπαράγουν και προωθούν τις ανάγκες των αγορών που είναι προσανατολισμένες σε επικερδείς δραστηριότητες, αφήνοντας στο περιθώριο τον συνδυασμό της εκπαίδευσης με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες στις ποίες δεν επενδύει το κέρδος. Πρόκειται για μια γενικευμένη πορεία των εκπαιδευτικών συστημάτων που συναντάται στον διεθνή χώρο που οδηγεί στην σταδιακή αποβολή του κοινωνικού προσανατολισμού της εκπαίδευσης και στην διάκριση των σπουδών και των επιστημών σε χρήσιμες και άχρηστες, όταν στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσεται μεγάλο μέρος των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Ο προσανατολισμός αυτός περιορίζει τον ρόλο της εκπαίδευσης στην χρηστική, με όρους αγοράς, διάσταση και τον αποχωρίζει από την ανάγκη της ευρύτερης καλλιέργειας του εκπαιδευόμενου. Υπό αυτούς τους όρους η εκπαίδευση απομακρύνεται από την πραγματική έννοια της παιδείας και συνδέεται με μια μορφή ανάπτυξης που αδυνατεί να συλλάβει την αναγκαιότητα της ουσιαστικής ισορροπίας μεταξύ οικονομικού και κοινωνικού αποτελέσματος.
Τέλος, ένα σενάριο ανάπτυξης στηρίζεται στην ένταση των ταξικών διακρίσεων στο πεδίο της εκπαίδευσης. Οι νέες «μεταρρυθμίσεις» με την περαιτέρω ενίσχυση του εξεταστικού χαρακτήρα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και την καθιέρωση των εξετάσεων σε όλες τις τάξεις του λυκείου ως μέσου για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την εκτόξευση της παραπαιδείας, δημιουργεί τους όρους για προσφυγή στα φροντιστήρια από τις τάξεις του δημοτικού. Πρόκειται για προφανή επιλογή ταξικών διακρίσεων στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο που το όποιο εισόδημα και οι αποταμιεύσεις του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού εξανεμίζονται, και όταν, πέραν του 1,5 εκατομμυρίου ανέργων, το 50% της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών έχει απολεσθεί. Επιπλέον, η συρρίκνωση των κονδυλίων προς τα πανεπιστήμια οδηγεί στη σταδιακή εισαγωγή διδάκτρων στην ανώτατη εκπαίδευση, μέσω των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, εξέλιξη που ενισχύει τις ταξικές διακρίσεις.
Με τους νέους αυτούς όρους μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι η παιδεία στην Ελλάδα θα αποτελεί προνόμιο ολοένα και μικρότερων τμημάτων της κοινωνίας; Ένας τέτοιος προσανατολισμός στην εκπαίδευση είναι, όντως, αναπτυξιακός, όταν στερεί από τα αγαθά της μεγάλα τμήματα του πληθυσμού;
Οι σκέψεις που κατατίθενται αποβλέπουν στην ενίσχυση του προβληματισμού για την έννοια και το περιεχόμενο της ανάπτυξης, για το είδος της ανάπτυξης με όρους περιοριστικών πολιτικών στην εκπαίδευση και στην έρευνα, και για το αν, τελικά, το ουσιαστικό αναπτυξιακό εγχείρημα, που στοχεύει στο συνολικό κοινωνικό όφελος, μπορεί να επιτευχθεί με την ένταση των ταξικών διαχωρισμών; Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε στη νεώτερη ιστορία, είναι αναγκαία η αποκατάσταση εννοιών και αξιών που η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έχει, με συστηματικό τρόπο, επιτύχει την πλήρη διαστρέβλωση του πραγματικού τους περιεχομένου.
Ο Γιάννης Κουζής διδάσκει εργασιακές σχέσεις στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.