Σε ένα μικρό σχολείο σε απομακρυσμένη περιοχή, πολλά πράγματα αλλάζουν. Δεν υπάρχει γυμνάσιο, λύκειο ως χωριστό σχολείο, αλλά γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις και μπορεί να διδάσκεις από την Α΄γυμνασίου, μέχρι την Γ’λυκείου, προσαρμόζοντας ανάλογα τη μέθοδό σου και το λόγο σου, σαν επιδέξιος ισορροπιστής σε τεντωμένο σκοινί. Κάθε πτώση…στα κεφάλια των παιδιών. Για μια και μοναδική φορά, συνέβη να έχω την ίδια τάξη από την Πρώτη γυμνασίου, μέχρι την Τρίτη λυκείου. Έξι ολόκληρα χρόνια μαζί! Μια υπέροχη τάξη, που κατάφερε να μη με βαρεθεί για 6 χρόνια, που κατάφερε να έχουμε την πιο ουσιαστική σχέση που είχα ποτέ με μαθητές, να καταργήσουμε κάθε τυπική απόσταση, χωρίς να χάσουμε την παιδαγωγό απόσταση και τους ρόλους. Φτάσαμε στο σημείο να τους ζητώ να μου διαβάσουν προσωπικά κείμενα (έγραφαν πολύ αυτά τα παιδιά) και να μου ζητάνε κι εκείνα το ίδιο, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μπορώ να πω ότι ήταν πνευματικά παιδιά μου πια και όχι μαθητές. Μη φανταστείτε ότι με είχαν αγιοποιήσει, κάθε άλλο, και κριτική μου έκαναν και καλοπροαίρετα πειράγματα, με κάθε ευκαιρία. Η δουλειά δουλειά όμως, ακόμα και στις καταλήψεις εκείνες επί Κοντογιαννόπουλου, που τους παραφύλαγαν οι τραμπούκοι να τους δείρουν και κοιμόντουσαν μέσα στο σχολείο, πήγα εγώ απέξω κι αντί άλλης συμπαράστασης σήκωσα την παλάμη και τους έδειξα τα δάχτυλα. Κυρία, γιατί μας μουντζώνετε; Δεν σας μουτζώνω βρε σεις, 5 εκθέσεις θέλω από τα θέματα που έχετε, κάθεστε που κάθεστε εκεί… Τις έφεραν όλοι! Κι όμως… Αυτή η τάξη, η πιο αγαπημένη μου, μου επιφύλαξε τις δύο πιο μεγάλες στενοχώριες της επαγγελματικής μου πορείας, την τελευταία χρονιά. Για τη μία θα σας πω σήμερα. Όχι, δεν είναι αυτό που φαντάζεστε, δεν έχει να κάνει με την επιτυχία στις εξετάσεις.Η καλύτερή μου μαθήτρια δεν πήγε να δώσει πανελλήνιες! Πώς είναι να ξεχωρίζει ένα παιδί μέσα σ’ αυτή την εξαιρετική τάξη; Τι είναι αυτό το παιδί; Όλα όσα επιδιώκουμε μέσα από αυτή την έρμη την παιδεία τα είχε αυτή η κοπέλα, γνώση, ευστροφία, κρίση, ήθος, λόγο, καλλιέργεια… Δεν είχε όμως αρκετά ικανή καθηγήτρια να καταλάβει τι γίνονταν στο σπίτι της. Πόσο την επηρέαζαν αυτά που γίνονταν. Μοναχοπαίδι, με μεγάλους σε ηλικία γονείς. Το μόνο σύμπτωμα που είχα διαγνώσει ήταν η έλλειψη ενδιαφέροντος και ενθουσιασμού για τις επιδόσεις της από τη μάνα. Μετά έμαθα ότι το μότο της ήταν:”Εμείς είμαστε τώρα για περέτια (υπηρέτια), πού θα την αφήσουμε να πάει;” Δεν πήγε! Το έμαθα την επομένη. Μου ήρθε σκοτοδίνη. Της το χρέωσα: “πώς το έκανε αυτό, γιατί δεν μου είπε τίποτα, πώς παραιτήθηκε έτσι από τα όνειρά της, πώς θα ζήσει έτσι τώρα;” Δεν τη ρώτησα ποτέ, ήμουν κι εγώ μικρή, θύμωσα λες και μου στέρησε κάτι που μου ανήκε, λες και το αλογάκι μου εγκατέλειψε την κούρσα στο παραπέντε. Της μίλαγα φιλικά μεν, τυπικά δε, για πολλά χρόνια, το ίδιο κι εκείνη. Μετά από πολλά χρόνια, συναντηθήκαμε στο καράβι, παραμονές του γάμου της. Μιλήσαμε 3 ώρες. “Τουλάχιστον, δεν πήγες να παντρευτείς αμέσως μετά το σχολείο, όπως φοβόμουν, κι όσο το καθυστερούσες, έλεγα εντάξει, δεν έχει παραδοθεί ολωσδιόλου” Δεν άντεξα της το είπα. Τότε έμαθα για τον αγώνα της, για τα όσα πέρασε τότε και μετά, για το ότι ήξερε πόσο με απογοήτευσε και πόσο θα ήθελα να το έχει παλέψει, να έχει κάνει κάτι, να έχει αντισταθεί. Κι ότι απλά, δεν μπόρεσε να πάει κόντρα στους γονείς της. Κι όμως ήταν το ίδιο παιδί, με τα ίδια χαρίσματα, διάβαζε, έχτιζε ωραίες φιλίες, μακριά από τις συμβατικές του περιβάλλοντός της, βρήκε έναν αξιόλογο σύντροφο κι όχι όποιον της προξένευαν άρον άρον, είχε τον ίδιο ωραίο λόγο, την ίδια ωραία ψυχή. Μου είχε συγχωρέσει και την απόσταση, την αποδοκιμασία, με καταλάβαινε περισσότερο από ό,τι εγώ εκείνη. Η επιστροφή της…ασώτου ήταν λίγο αντεστραμμένη αυτή τη φορά…