Μια “τραγωδία” βρίσκεται σε εξέλιξη στον χώρο της παιδείας αυτές τις μέρες, με αφορμή κατά την ταπεινή μου γνώμη, την ανάγκη προσαρμογής και εκπλήρωσης δεσμεύσεων που αφορούν τον ορθολογισμό και τις περικοπές στα οργανογράμματα και τις υπηρεσίες του υπουργείου παιδείας.

του Δημήτρη Αρβανίτη – ΠΕ29-Αιρετού ΠΥΣΕΕΠ Αττικής


Η κατάθεση του σ.ν. για την “αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης ……και άλλες διατάξεις” δημιούργησε εκ νέου ανησυχίες στους ενδιαφερόμενους εκπαιδευτικούς , μέλη ΕΕΠ και στελέχη της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα σ αυτούς που χρόνια υπηρετούν τις δομές διάγνωσης και υποστήριξης των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών μαθητών (ΚΕΔΔΥ-ΕΔΕΑΥ-ΤΕ-Παράλληλη στήριξη, κ.ά).
Βέβαια το σν δεν αφορά μόνο αυτό το αντικείμενο αλλά συμπεριλαμβάνει έντεχνα “και άλλες διατάξεις”, δηλαδή τις ρυθμίσεις για την επιλογή στελεχών, αλλά και αυτό που φαίνεται να είναι από τους κύριους στόχους του υπουργείου , τη διαδικασία και τις μεθόδους αξιολόγησης των στελεχών και της αυτοαξιολόγησης (“αποτίμησης”) του έργου της σχολικής μονάδας.
Συμπεραίνουμε εύλογα ότι οι υπεύθυνοι του υπουργείου προσπαθούν να περάσουν χωρίς δυσκολία την διαδικασία αξιολόγησης στην εκπαίδευση , κάτι για το οποίο απέτυχαν οι προηγούμενοι, βάζοντας σαν “λαγό” το θέμα της διάγνωσης και υποστήριξης των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών μαθητών με τέτοιες ανάγκες ή/και αναπηρία. Στο βωμό δηλαδή τηςεπιδίωξης αυτής “σφάζουν” τα ΚΕΔΔΥ και ό,τι αυτά αντιπροσωπεύουν.
Όσο μεγαλύτερη φασαρία γίνει για το πρώτο μέρος του νομοσχεδίου , τόσο μικρότερο πρόβλημα θα υπάρξει για το θέμα της αξιολόγησης. Και φυσικά η αξιολόγηση έρχεται σ αυτή τη φάση με “φιλικό” προς τους εκπαιδευτικούς πρόσημο , αφού παράλληλα καταργήθηκε το σχετικό ΠΔ και “δεν αφορά τον εκπαιδευτικό της τάξης”.
Τίποτε βέβαια δεν αποκλείει, αντίθετα είναι λογικά αναμενόμενο, σε μιά επόμενη απαίτηση της των δανειστών και θεσμών, να αποτελέσει προαπαιτούμενο και ένα σύστημα ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών , επαναφέροντας ενδεχομένως τις προβλέψεις προηγούμενων νόμων ακόμη και με ποσοστώσεις και τιμωρητικά αποτελέσματα (ανάλογα τις πολιτικές επιλογές και τα πρόσωπα…).
Μια διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών όμως, απαιτεί, κατά την κοινή λογική αλλά και τα δεδομένα των επιστημών της διοίκησης,να ληφθούν υπ όψη οι εισροές (οικονομικές, ανθρώπινες και υλικοτεχνικές) που επηρρεάζουν ουσιαστικά τις επιδιωκόμενες εκκροές (εκπαιδευτικό έργο, απόφοιτοι).
Αναφέρομαι στην αναγκαία οργάνωση των δομών με κατάλληλη στελέχωση, κτιριακές υποδομές, υλικοτεχνική επάρκεια, αναμόρφωση εκπαιδευτικών στόχων και συνεπακόλουθα των αναλυτικών προγραμμάτων, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και υποστηρικτικές υπηρεσίες για τους μαθητές και το προσωπικό.
Μήπως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι στόχευση του υπουργείου είναι ακριβώς η εκπλήρωση των παραπάνω προϋποθέσεων, ώστε να είναι δυνατή και αποτελεσματική η όποια διαδικασία αξιολόγησης ή αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών;
Για να εξετάσουμε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να δούμε αν οι προβλέψεις του σν αφορούν και καλύπτουν τις παραπάνω κοινά αποδεκτές προϋποθέσεις.
Όμως στο σν λείπουν οι αναφορές και ρυθμίσεις σχετικά με όλα τα παραπάνω σημαντικά θέματα, όπως:
α.Η κατάλληλη στελέχωση, αυτή δηλαδή που θα αναβαθμίσει το ανθρώπινο κεφάλαιο στην εκπαίδευση, το οποίο είναι σήμερα ηλικιακά γερασμένο και χωρίς κατάλληλη επιμόρφωση εδώ και δεκαετίες.
Το μεγαλύτερο ποσοστό αποτελείται από αναπληρωτές οι οποίοι δεν έχουν την δυνατότητα αλλά και το κίνητρο να επενδύσουν ψυχικά και ουσιαστικά στο εκπαιδευτικό έργο και την βελτίωση τους ως προς την ικανότητα παραγωγής του.
Καμμία πρόβλεψη για μόνιμους διορισμούς δεν υπάρχει στο σν και αυτό από μόνο του μπορεί να αναιρέσει οποιαδήποτε προσπάθεια αναδιοργάνωσης που θα επιχειρηθεί, αφού είναι πανθομολογούμενο ότι το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο κινητήριος μοχλός της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
β. Αλλά και για τα άλλα προαπαιτούμενα δεν βλέπουμε να υπάρχει καμμία σχετική πρόβλεψη στο σν , αφού ούτε για τις κτιριακές υποδομές και την υλικοτεχνική επάρκεια υπάρχει σχετική πρόβλεψη – ούτε καν για τα ΚΕΣΥ και τα ΠΕΚΕΣ που ιδρύονται.
γ. Σχετικά με την αναμόρφωση των εκπαιδευτικών στόχων και την συνεπακόλουθη προσαρμογή των αναλυτικών προγραμμάτων δεν υπάρχει καμμία αναφορά στο παρόν σν. Αναρωτιέται κανείς αν είναι πράγματι δυνατό και αντικειμενικά αξιόπιστο να αποτιμηθεί το εκπαιδευτικό έργο οποιασδήποτε σχολικής μονάδας, με τη χρήση των υπαρχόντων αναλυτικών προγραμμάτων, που έχουν κριθεί ως ακατάλληλα από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας.
δ. Όσον αφορά την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, που από πρώτη άποψη φαίνεται να είναι το ατού του σν, δεν υπάρχει ούτε μία ρύθμιση που να είναι συγκεκριμένη και να προβλέπει κάτι χειροπιαστό, όπως για παράδειγμα την αναγκαία εισαγωγική επιμόρφωση όλων των νέων εκπαιδευτικών, την επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών σε θέματα συμπερίληψης και ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, σε θέματα ΤΠΕ ή σε θέματα διαπολιτισμικής και διαφορετικότητας.
Μόνο διαδικαστικά και με ευχολόγια αντιμετωπίζεται το θέμα και αποκλειστικά σαν “καρότο” για την αποδοχή της διαδικασίας αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου.
ε. Τέλος είναι σημαντικό να δούμε αν τελικά το σν προσφέρει έστω την πολυπόθητη αναβάθμιση των υποστηρικτικών υπηρεσιών στην εκπαίδευση για την οποία υποτίθεται έχει συνταχθεί.
Τα καταργούμενα με το σν ΚΕΔΔΥ, είναι γνωστό ότι μέχρι σήμερα λειτουργούν με πολλά προβλήματα στις υποδομές και την στελέχωση τα οποία έχουν επισημάνει πολλάκις αρκετοί συνάδελφοι και στελέχη τους που γνωρίζουν καλύτερα τις υπηρεσίες αυτές.
Για το λόγο αυτό εμφανίζονται σημαντικά προβλήματα στην εξυπηρέτηση των μαθητών που το έχουν ανάγκη , με μακροχρόνια διαστήματα αναμονής και σημαντικά προβλήματα ή/και συχνά αδυναμία υποστήριξης μαθητών και εκπαιδευτικών μέσα στη σχολική μονάδα. Οι λίστες αυτές έχουν μειωθεί ήδη σημαντικά , ιδιαίτερα σε περιφερειακά ΚΕΔΔΥ, αφού η στελέχωση , έστω με αναπληρωτές, έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια.
Παρ όλα αυτά επισημαίνουμε ότι δεν έχει υπάρξει ή τουλάχιστον δεν έχει κοινοποιηθεί δημόσια, κάποια διαδικασία καταγραφής και αποτίμησης του έργου τους και των προβλημάτων με στόχο την βελτίωση και διάχυση του άξιου επιστημονικού έργου και ρόλου τους.
Οι προτάσεις και ανάγκες, για μόνιμη στελέχωση, για προτυποποίηση των διαδικασιών, για συμπλήρωση της διεπιστημονικής ομάδας με όλες τις ειδικότητες και σε κατάλληλο αριθμό, ώστε να είναι δυνατή η εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους για διάγνωση και υποστήριξη , δεν αντιμετωπίζονται στο παρόν σχέδιο νόμου.
Αντίθετα επικρατεί, όπως διαφαίνεται, η προσπάθεια να φανεί ότι απαλλάσεται η υποστηρικτική διαδικασία από το ιατρικό μέρος της διάγνωσης και αξιολόγησης και επικεντρώνεται στην “διερεύνηση” και υποστήριξη των εκπαιδευτικών αναγκών.
Όμως κατά τη γνώμη μου αυτό, αν τελικά νομοθετηθεί, θα έχει δυσάρεστα αποτελέσματα για την ουσιαστική διεπιστημονική αξιολόγηση και αντιμετώπιση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών, αφού αυτή δεν εξασφαλίζεται, αλλά αντικαθίσταται με τη μερική αντιμετώπιση από μόνο τον εκπαιδευτικό ή την ΕΔΕΑΥ εφ όσον υφίσταται και με την ελάχιστη σύνθεση της σε ειδικότητες.
Έτσι θα υπάρξει ανάγκη για αναζήτηση της διάγνωσης και διεπιστημονικής αξιολόγησης σε άλλες υπηρεσίες ή /και στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα εκ νέου καθυστερήσεις και λίστες αναμονής και επιβάρυνση των οικογενειών.
Ακόμη και το σοβαρό θέμα της βελτίωσης του θεσμού της παιδαγωγικής και επιστημονικής υποστήριξης δεν φαίνεται, παρά τα ευχολόγια, να βελτιώνεται με τις ρυθμίσεις του σν αφού και ο αριθμός των Συντονιστών (ιδιαίτερα αυτών που θα ασχολούνται με την ΕΑΕ) αλλά και οι υποτιθέμενες αρμοδιότητες τους δεν καλύπτουν τις ουσιαστικές και αυξημένες ανάγκες.
Συμπερασματικά είναι ανάγκη να ξαναδούν οι υπεύθυνοι όλο το σν , να διαχωρίσουν τα θέματα της αξιολόγησης και της επιλογής στελεχών από το ζωτικό θέμα της υποστήριξης και να πραγματοποιηθεί ουσιαστική διαβούλευση με τους εκπαιδευτικούς φορείς και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.