Πώς «μεταφράζονται» οι αποφάσεις ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών σε δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια. Πώς σχολιάζουν πηγές της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου τις νομικές αποφάσεις και τι σχολιάζει το ΥΠΠΕΘ στο News24/7
Τίτλοι τέλους στο σήριαλ με το μάθημα των Θρησκευτικών επί υπουργίας Νίκου Φίλη, μετά και τη χτεσινή απόφαση του ΣτΕ που στέλνει στο «πυρ το εξώτερον» τα προγράμματα σπουδών του τέως υπουργού και σε όλα τα Λύκεια (Υ.Α. 7 Σεπτεμβρίου 2016), με μία μάλιστα σκληρότερη και περισσότερο επικριτική στη διατύπωσή της νομική απόφαση, από αυτή που αφορούσε πριν ένα μήνα στη Γ΄ έως ΣΤ’ δημοτικού και των τριών τάξεων του Γυμνασίου. Η απόφαση 926/2018 βάζει ουσιαστικά «ταφόπλακα» στις τότε αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος, κρίνοντας ως αντισυνταγματικά και αντίθετα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τα εν λόγω προγράμματα σπουδών.
Από την πλευρά τους, ανώτατα στελέχη του υπουργείου Παιδείας ξεκαθαρίζουν για ακόμη μία φορά στο News 24/7, ότι η νομική απόφαση δεν προκαλεί αλλαγές στον Φάκελο του Μαθητή σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, καθώς ήδη στα σχολεία διδάσκεται το μάθημα, βασιζόμενο σε δύο νέες Υπουργικές Αποφάσεις (16.6.2017), που φέρουν την υπογραφή του νέου υπουργού Κ. Γαβρόγλου.
Συγκεκριμένα μετά την αρχική εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών κατά το σχολικό έτος 2016- 17, αλλά και την τότε θύελλα αντιδράσεων που οδήγησε στην αποπομπή Φίλη από τον υπουργικό θώκο, άνοιξε ο διάλογος του υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής με ορισθείσα από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ειδική επιτροπή Ιεραρχών και Θεολόγων. Ως αποτέλεσμα του πολύμηνου διαλόγου και με τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας, εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2017 νέο ΦΕΚ με τροποποιημένα προγράμματα σπουδών.
«Αυτά ισχύουν και σήμερα. Και δεν προκαλείται πρακτικά καμία απολύτως επίπτωση από τη νέα απόφαση του ΣτΕ», διαμηνύουν σε όλους τους τόνους πηγές του υπουργείου.
Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι στο ΣτΕ εκκρεμεί σειρά προσφυγών και ενάντια στα προγράμματα Γαβρόγλου, με την Ένωση Αθέων να ανοίγει τον δικαστικό κύκλο στις 4 Μαΐου (με το σκεπτικό ότι τα προγράμματα σπουδών είναι πέραν του δέοντος Ορθόδοξα), αλλά και τον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ να παίρνει τη σκυτάλη, με άγνωστη μέχρι στιγμής, ημερομηνία δικάσιμου (με το πρόσχημα της ελλιπούς Ορθόδοξης Χριστιανικής διδασκαλίας).
«Η Εκκλησία της Ελλάδος στοχεύει στο να αποφύγει τυχόν διασπάσεις στο εσωτερικό της. Και για τα προγράμματα σπουδών έλαβε αποφάσεις το καλοκαίρι του 2017. Σήμερα λοιπόν, κινείται στη λογική ότι ο διάλογος θα συνεχιστεί, στον πυρήνα όμως των προγραμμάτων που διαμοιράστηκαν στα σχολεία στην έναρξη του σχολικού έτους 2017-2018. Ωστόσο, υπάρχουν και οι αντίθετες φωνές. Όπως, το κίνημα των Ευσεβιστών που επιδιώκει να ανατρέψει την απόφαση της Ιεραρχίας μέσα από τα δικαστήρια. Σε περίπτωση δηλαδή, που το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι τα τωρινά προγράμματα σπουδών δεν είναι επαρκώς Ορθόδοξα, αυτομάτως το κίνημα θα κινηθεί στην κατεύθυνση ανατροπής των αποφάσεων της Ιεραρχίας», συμπληρώνει άλλο στέλεχος του ΥΠΠΕΘ και υπενθυμίζει ότι: «Η Εκκλησία το 2016 αντέδρασε στην πρωτοβουλία της ηγεσίας του υπουργείου να καθορίσει το δογματικό περιεχόμενο των Θρησκευτικών χωρίς διάλογο. Ωστόσο, δεν προσέφυγε στα δικαστήρια, έστειλε απλά επιστολή στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Αυτοί που κινούνται ενάντια στον Νίκο Φίλη είναι η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και γονείς. Όχι η Εκκλησία σαν θεσμικό όργανο».
Και παρά το γεγονός ότι Πολιτεία και Εκκλησία, δεν δείχνουν διάθεση σύγκρουσης επί των Φακέλων του Μαθητή, το δεύτερο σήριαλ φαίνεται ότι θα έχει ημερομηνία έναρξης τον ερχόμενο Ιούνιο, όταν θα ξεκινήσει και ο διάλογος επί των νέων βιβλίων. «Οι όποιες ενστάσεις και παρατηρήσεις θα εκφραστούν στην επαναξιολόγηση στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Η Εκκλησία θα κινηθεί στη λογική του καθορισμού του δόγματος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης και το αρμόδιο υπουργείο, στη διαμόρφωση της παιδαγωγικής οπτικής», σημειώνουν πηγές του ΥΠΠΕΘ.
Υπογραμμίζεται άλλωστε ότι στην τελευταία συνάντηση της Τριμελούς Εξ’ Αρχιερέων Επιτροπής με τον υπουργό Κ. Γαβόγλου συμφωνήθηκε ότι το νέο σχολικό έτος 2018-2019 θα διανεμηθεί ο ισχύων Φάκελος, ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος για συνολικότερη και αποτελεσματικότερη αξιολόγηση. Το μόνο «παράθυρο» για διάλογο από μηδενική βάση – βασιζόμενο σε παλιότερες αποφάσεις του ΣτΕ – διαφαίνεται περισσότερο ως προς το ωράριο διδασκαλίας των Θρησκευτικών. «Εκεί παίζεται το μεγάλο στοίχημα και εκεί ίσως η Εκκλησία εκμεταλλευτεί περισσότερο πρότερες αποφάσεις του ΣτΕ».
Πάντως, ακόμη και αν φαίνεται ότι ο διάλογος για Θρησκευτικά «φουντώνει» εκ νέου, από την πλευρά τους, πηγές της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ξεκαθαρίζουν στο News24/7 ότι δεν τίθεται θέμα δικαίωσης. «Προτεραιότητα όλων μας είναι να μην απόσχουμε από την εκμάθηση των Θρησκευτικών. Να μάθουν δηλαδή τα παιδιά ποια είναι η Πίστη και η παράδοσή τους. Από την άλλη, πρέπει να γνωρίζουν οι μαθητές τι συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα μάθημα που απλά θα ομιλεί για όλα. Προηγείται η Ορθόδοξη Πίστη και παράδοση και μετά τα υπόλοιπα», αναφέρουν και τονίζουν τη νομική και συνταγματική κατοχύρωση της Εκκλησίας να έχει γνώμη για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Την ίδια στιγμή, μεταφέροντας το κλίμα της τελευταίας συνάντησης της Τριμελούς Εξ’ Αρχιερέων Επιτροπής με τον Κ. Γαβρόγλου, ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος διευκρίνισε στο News24/7 ότι «ο διάλογος θα συνεχιστεί και θα συνεισφέρουμε με παρατηρήσεις στον Φάκελο του Μαθητή στο τέλος του σχολικού έτους. Αυτή είναι η απόφασή μας και η δέσμευση από πλευράς ΥΠΠΕΘ», ενώ ξεκαθάρισε ότι έναρξη διαλόγου από το μηδέν, «δεν θα υπάρξει».
Ωστόσο, στην επόμενη συνεδρίαση της ΔΙΣ στις 9 Μαΐου, «το θέμα είναι πιθανόν, να τεθεί ξανά επί τάπητος».
Τι προηγήθηκε
Την Τετάρτη, η Ολομέλεια του ΣτΕ με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Ευθύμιο Αντωνόπουλο έκρινε κατά πλειοψηφία (20-5) ότι η 143579Δ2/7.9.2016 απόφαση του υπουργού Παιδείας για το Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών στα Γενικά Λύκεια είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ και για τον λόγο αυτό την ακύρωσε.
Κατά την Ολομέλεια του ΣτΕ, το Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών στα Λύκεια έχει «ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια ως προς τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκαλώντας σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, στους οποίους αποκλειστικά μπορεί να απευθύνονται τα άρθρα 13 και 16 του συντάγματος το μάθημα των Θρησκευτικών μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως».
Σε άλλο σημείο της απόφασης, αναφέρεται: «Με το Πρόγραμμα Σπουδών στα Λύκεια δεν επιχειρείται ούτε καν η θρησκειολογικού τύπου μετάδοση γνώσεων και πληροφοριών για τα δόγματα τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της ορθοδοξίας ή άλλων χριστιανικών ομολογιών ή άλλων θρησκειών αλλά η επεξεργασία εννοιών, οι οποίες ανάγονται σε διάφορες εκτιμήσεις ή διδακτικά αντικείμενα εξετάζοντας απλώς από θρησκευτικής σκοπιάς, όχι όμως αποκλειστικώς από ορθόδοξη χριστιανική οπτική γωνία, ενώ από το Πρόγραμμα Σπουδών οι μαθητές καθοδηγούνται προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και ζωής που είναι αποσυνδεδεμένος από τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προς ένα σύστημα αξιών που νοθεύει τη διδασκαλία αυτή».
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και τέσσερις γονείς, τα παιδιά των οποίων φοιτούσαν στο Λύκειο.
Η μειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης Υπουργικής Απόφασης. Ειδικότερα οι δικαστές που μειοψήφησαν είναι η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και οι σύμβουλοι Επικρατείας Ιωάννης Μαντζουράνης, Θεόδωρος Αραβάνης, Μιχάλης Πικραμένος και Αναστασία Μαρία Παπαδημητρίου.
Η μειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ αφού τάσσεται υπέρ της συνταγματικότητας και επισημαίνει ότι το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις, ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των Θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε, όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με επιβολή θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου.
«Αυτό όμως αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το κράτος και θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο», σημειώνει η μειοψηφία.
Ακόμη, προσθέτει ότι η επίμαχη Υπουργική Απόφαση υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας ,όπως προβλέπουν το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων.
Επίσης, η μειοψηφία αναφέρει: «Η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων και φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας και αφού ακούστηκαν οι απόψεις της Εκκλησίας, υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης, πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης. παρουσιάζει επαρκώς τη διδασκαλία της ορθοδοξίας, όπως προβλέπουν το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που παρατέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, κινείται δε εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων που είναι ερμηνευτές, σύμφωνα με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις».
Τέλος, σημειώνει ότι: «Δύναται ο νομοθέτης κατά τη σχετική διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το Σύνταγμα να προσδώσει στο μάθημα των Θρησκευτικών θρησκειολογικό περιεχόμενο με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία τον ρόλο και στις αρχές της επικρατούσας θρησκείας ή και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά κοινωνιολογικά λαογραφικά φιλοσοφικά καθώς και Ιστορίας της Τέχνης για την οποία η θρησκευτικότητα αποτέλεσε ανέκαθεν σημαντική πηγή έμπνευσης. Το περιεχόμενο μάλιστα αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ 1,13 παρ 1 και 16 παρ 2 του συντάγματος και τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων.
Η «ιερή» διαφωνία για το Οργανόγραμμα του ΥΠΠΕΘ
Υπενθυμίζεται ότι το ΥΠΠΕΘ έχει ακόμη ένα ανοιχτό μέτωπο «πολέμου». Συγκεκριμένα προχτές, τη συνέχεια στο δικαστικό αγώνα κατά του νέου Οργανογράμματος του υπουργείου Παιδείας και την απαλοιφή της πρότασης περί ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών, πήραν εκτός από την Εκκλησία της Ελλάδος που προσέφυγε στο ΣτΕ πριν λίγες ημέρες, η Μητρόπολη Πειραιά, η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, αλλά και γονείς.
Με την προσφυγή τους, ζητούν πρακτικά την ακύρωση του νέου Οργανισμού του υπουργείου Παιδείας και του Π.Δ. 18/2018.
Ο παλαιότερος Οργανισμός είχε ως βασική αποστολή του την προαγωγή της Παιδείας, με σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Η φράση βέβαια αυτή αφαιρέθηκε από το νέο Οργανόγραμμα, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων.
Στην προσφυγή της, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς υποστηρίζει ότι ο νέος Οργανισμός και οι πλέον διατυπωμένες φράσεις, είναι αντίθετες, τόσο στο άρθρο 16 του Συντάγματος, όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Την ίδια στιγμή, η Μητρόπολη αναφέρει ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα, η κρατική αποστολή της θρησκευτικής εκπαίδευσης των νέων, αφορά σε μείζονα βαθμό τα μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Σε συνέντευξή του ωστόσο την Τρίτη στο Ραδιόφωνο 24/7, ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, επανέλαβε τη θέση του ότι θεωρεί ακατανόητη την προσφυγή της Εκκλησίας κατά του νέου Οργανισμού, καθώς το Προεδρικό Διάταγμα, έχει ήδη περάσει από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο και έχει ήδη πάρει έγκριση. Άρα νομικά, η Εκκλησία ζητά από το ΣτΕ να ακυρώσει ΠΔ που το ίδιο το Συμβούλιο είχε νωρίτερα, ελέγξει.
«Μια τέτοια νομική κίνηση δεν έχει γίνει μετά την Μεταπολίτευση», σχολίασε χαρακτηριστικά στο Ραδιόφωνο 24/7, ο Κ. Γαβρόγλου.