Σημαντική πρόοδος καταγράφεται στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για την εκπαίδευση και την κατάρτιση σύμφωνα με τη φετινήΈκθεση Παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, αναγκαία είναι η διασφάλιση της καταλληλότητας και χωρίς αποκλεισμούς λειτουργίας των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά την ένταξη των νεοαφιχθέντων προσφύγων και μεταναστών.


Συγκεκριμένα, στην εν λόγω έκθεση η Επιτροπή αναλύει την εικόνα που παρουσιάζουν η ΕΕ και τα εθνικά συστήματα, ενώ υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν τη διττή υποχρέωση να εξασφαλίζουν επαρκείς οικονομικές επενδύσεις και να παρέχουν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση στους νέους από όλα τα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και των μεταναστών.

Ο κ. Τίμπορ Νάβρατσιτς, ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, τη νεολαία και τον αθλητισμό, δήλωσε: «Για να μπορέσει η εκπαίδευση να εκπληρώσει τον ρόλο της, θα πρέπει να επιτύχει καλά αποτελέσματα. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η εκπαίδευση δίνει τη δυνατότητα στους νέους να γίνουν ενεργοί, ανεξάρτητοι πολίτες και να βρουν μια ικανοποιητική απασχόληση. Δεν είναι απλώς θέμα βιώσιμης ανάπτυξης και καινοτομίας. Είναι θέμα δικαιοσύνης.»

Στοιχεία για την ελληνική εκπαίδευση

Όσον αφορά στην Ελλάδα, η έκθεση αναφέρει ότι τα ποσοστά της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και της ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σημείωσαν σημαντική βελτίωση (7,9%) και είναι πλέον καλύτερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (11%). Τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2013 ήταν 11,3 και 12,7 αντίστοιχα.

Παραταύτα, οι επιδόσεις είναι απογοητευτικές όσον αφορά την απόκτηση βασικών δεξιοτήτων από τους νέους και τους ενήλικες, τη συμμετοχή στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς επίσης και την εκπαίδευση των ενηλίκων. Συγκεκριμένα, το ποσοστό όσων βρίσκουν απασχόληση μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους στην Ελλάδα είναι 45,2% έναντι 76,9% του μέσου όρου της ΕΕ. Επίσης, το ποσοστό των ενηλίκων που συμμετέχουν σε προγράμματα δια βίου μάθησης (25-64 ετών) διαμορφώνεται στο 3,3% του συνολικού πληθυσμού, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό ανέρχεται στο 10,7%.

ΕΕ: Επενδύσεις στην παιδεία

Όσον αφορά τις επενδύσεις στην παιδεία, τα πιο πρόσφατα στοιχεία της έκθεσης παρακολούθησης (2014) δείχνουν ότι οι σχετικές δημόσιες δαπάνες στην ΕΕ έχουν αρχίσει να αυξάνονται και πάλι, μετά από τρία διαδοχικά έτη συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Σε ολόκληρη την ΕΕ οι δημόσιες επενδύσεις για την εκπαίδευση αυξήθηκαν κατά 1,1 % ετησίως. Στα δύο τρίτα περίπου των κρατών μελών καταγράφεται αύξηση. Σε έξι χώρες, η αύξηση αυτή ήταν μεγαλύτερη από το 5 % (Βουλγαρία, Λετονία, Μάλτα, Ουγγαρία, Ρουμανία και Σλοβακία), Αντιθέτως, δέκα κράτη μέλη μείωσαν τις δαπάνες τους για την παιδεία το 2014 σε σύγκριση με το 2013 (Αυστρία, Βέλγιο, Ελλάδα, Εσθονία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Λιθουανία, Σλοβενία και Φινλανδία).

Ένταξη μεταναστών στα εκπαιδευτικά συστήματα των κρατών της ΕΕ

Ταυτόχρονα, απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την χωρίς αποκλεισμούς λειτουργία των εκπαιδευτικών συστημάτων. Η εκπαίδευση αποτελεί ισχυρό μέσο για την ένταξη των νέων που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών. Ωστόσο, οι νέοι αυτοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες από εκείνους που έχουν γεννηθεί στη χώρα. Το 2015 οι νέοι από οικογένειες μεταναστών παρουσίαζαν υψηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου (19 %) και χαμηλότερα ποσοστά αποφοίτησης από την τριτοβάθμια εκπαίδευση (36,4 %) σε σύγκριση με τον γηγενή πληθυσμό (10,1 % και 39,4 % αντίστοιχα).

Αυτό δείχνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους, ιδιαίτερα καθώς αυξάνεται ο αριθμός των προσφύγων και των μεταναστών που εισέρχονται στην ΕΕ (1,25 εκατομμύρια το 2015, έναντι 400 000 το 2013). Περίπου το 30 % των νεοαφιχθέντων είναι κάτω των 18 ετών, και οι περισσότεροι από αυτούς είναι κάτω των 34 ετών. Δεδομένης της μικρής τους ηλικίας, η εκπαίδευση είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό μέσο για την προώθηση της ένταξής τους στην κοινωνία.

Όπως προκύπτει από την έκθεση παρακολούθησης, αρκετά κράτη μέλη εργάζονται για να διαχειριστούν το εν λόγω ζήτημα. Η έκθεση επισημαίνει σειρά μέτρων, από την ουσιαστική δημοσιονομική στήριξη έως τις συγκεκριμένες και καινοτόμες δράσεις ώστε να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις σε δεξιότητες. Η Αυστρία, για παράδειγμα, διοργανώνει μαθήματα μετάβασης σε σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ) και στη γενική εκπαίδευση. Η Γερμανία συζητά την πρόσληψη περισσότερων από 40 000 εκπαιδευτικών και χιλιάδων κοινωνικών λειτουργών για να υποστηρίξει τη δημιουργία περίπου 300 000 νέων θέσεων εργασίας στο εκπαιδευτικό της σύστημα, από το προσχολικό στάδιο ως την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Η Σουηδία έχει προβεί σε μεταρρύθμιση των κανόνων που διέπουν την υποδοχή και τη φοίτηση των νεοαφιχθέντων μαθητών, με τη δημιουργία συστήματος έγκαιρης αξιολόγησης των δεξιοτήτων (εντός διμήνου από την άφιξη στα σχολεία). Η Φινλανδία έχει ενισχύσει την οικονομική στήριξη προς τους δήμους για να διοργανώνουν προπαρασκευαστικά μαθήματα. Η Γαλλία σκοπεύει να εφαρμόσει, μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών, πρόγραμμα «ανοίγματος των σχολείων στους γονείς για επιτυχημένη ένταξη»· και το Βέλγιο έχει αυξήσει τις υποδομές των τάξεων υποδοχής και τον αριθμό των καθηγητών γλωσσών.