του Πετρίδη Μιχάλη
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ
Με τον όρο επίδοση εννοούμε το επίπεδο απόδοσης του μαθητή στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που έχει το σχολείο για αυτόν[1]. Αλλιώς μπορούμε να πούμε ότι είναι ο βαθμός προόδου προς την κατεύθυνση των στόχων της μάθησης.[2] Στην ουσία ο δεύτερος ορισμός μπορεί να χαρακτηριστεί ως ουδέτερος, κι αυτό γιατί δεν κάνει αναφορές για τυχόν επιρροές( κοινωνικές, οικογενειακές) στους στόχους της μάθησης. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Τους στόχους της μάθησης, πώς και ποιοι παράγοντες τους καθορίζουν;
Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ
Η προβληματική που έχει αναπτυχθεί γύρω από το θέμα της αξιολόγησης της επίδοσης του μαθητή είναι μεγάλη. Το σχολείο και κάθε εκπαιδευτικός οργανισμός λειτουργεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κοινωνίας η οποία με άμεσο ή έμμεσο τρόπο επηρεάζει τους στόχους του σχολείου και επομένως τις προσδοκίες από τους μαθητές. Η επίδοση που καλείται να αναπτύξει κάποιος μαθητής στο σχολείο προσδιορίζεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό κοινωνικά.
Αν εμβαθύνουμε περισσότερο στο ζήτημα και γενικότερα για το ρόλο του σχολείου στην κοινωνία θα δούμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί πολλές σχετικές θεωρίες στο χώρο της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης. Ξεκινώντας από τις συντηρητικές θεωρίες των φονξιοναλιστών όπως του Parsonς, που για αυτόν «το κοινωνικά αναμενόμενο γίνεται ατομικά αναγκαίο»[3] φθάνουμε σε πιο πρόσφατες θεωρίες που αποδίδουν στην εκπαίδευση ένα μη ουδέτερο ρόλο, αυτόν της κοινωνικής αναπαραγωγής μέσω μηχανισμών και μεθόδων όπως της νομιμοποίησης και της κοινωνικοποίησης.[4] Αν λάβουμε υπόψη μας, ακόμη πιο πρόσφατες θεωρίες όπως του Γάλλου κοινωνιολόγου Pierre Bourdie[5] που γενικά υποστηρίζει ότι οι μαθητές όταν εισέρχονται στο σχολείο δεν ξεκινούν από την ίδια αφετηρία λόγω διαφορών στο πολιτιστικό κεφάλαιο και του Άγγλου καθηγητή Basil Bernstein[6] που υποστηρίζει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί το σχολείο είναι μια από τις μορφές που παίρνει στα πλαίσια της κοινωνίας κι αυτή είναι συνήθως η γλώσσα που μιλά η αστική τάξη, τότε καταλαβαίνουμε ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της επίδοσης του μαθητή είναι μια πολύπλοκη διαδικασία. Επιπλέον μελέτες όπως αυτή του Coleman 1966 με θέμα την ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση στις ΗΠΑ έδειξε ότι για τις διαφορές που εμφανίζονται, μεταξύ μαθητών και μεταξύ σχολείων , στα γνωστικά αποτελέσματα, η κοινωνική καταγωγή και το οικογενειακό περιβάλλον ευθύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι σχολικοί πόροι και οι διδακτικές πρακτικές άρα και η αξιολόγηση.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η επίδοση του μαθητή είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, που πολλούς από αυτούς δεν μπορεί να τους ελέγξει ο μαθητής.
Επιπλέον δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τις πιέσεις που δέχονται οι μαθητές στις σύγχρονες ανταγωνιστικές κοινωνίες – οι οποίες είναι προσανατολισμένες στην παραγωγή – για «καλές» επιδόσεις που θα τους εξασφαλίσουν και τις ανάλογες επαγγελματικές θέσεις. Ο προσανατολισμός αυτός έχει τις ρίζες του στην οικονομική «θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου»,[7] του αμερικανού οικονομολόγου Θέοντορ Σουλτς που υποστήριξε ότι η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται από το κατά πόσο γίνεται αποτελεσματική χρήση των διανοητικών πηγών πλούτου που διαθέτει κάθε χώρα.[8] Αυτή η «πηγή πλούτου» πρέπει να αξιοποιηθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο είναι ουσιαστικά ο μοχλός για την πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη και τη συμμετοχή της χώρας στον διεθνή ανταγωνισμό.
Ο ανταγωνισμός όμως αυτός όταν υπεισέρχεται στο χώρο του σχολείου καταπιέζει τα άτομα- μαθητές και αναγορεύει την επίδοση ως αυτοσκοπό. Με αυτό τον τρόπο η «καλή» επίδοση έχει μόνο το σκοπό να εκπληρώσει τις κοινωνικές απαιτήσεις για παραγωγή. Έτσι οι αρχές της επίδοσης δεν δίνουν προτεραιότητα στο άτομο, στη προσωπικότητά του, σε αξίες που σέβονται την ηλικία και τις ανάγκες του μαθητή. Μάλιστα στη Λευκή βίβλο προτείνεται[9] το σχολείο μέσα από ειδικά τεστ, πακέτα λογισμικού αξιολόγησης, αξιολογητές να εκδίδουν ατομικά δελτία δεξιοτήτων που θα παρέχουν στον καθένα αναγνώριση. Το κακό όμως δε σταματά εκεί αλλά κι όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, αυτός ο ανταγωνισμός είναι άνισος μεταξύ των ίδιων των μαθητών. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν η επίδοση βασίζεται σε μια νόρμα , η οποία καθορίζεται από την οπτική της αστικής ιδεολογίας σε ότι αφορά την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, σύμφωνα με την οποία κατηγοριοποιούνται και ταξινομούνται οι μαθητές[10].
[1] Hopkins, K. & Stanley, J. , Educational and Psychological Measurement and Evaluation, Εκδ. Prentice – Hall, 1990, από Δημητρόπουλο Ε., Εκπαιδευτική αξιολόγηση- αξιολόγηση του μαθητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2003, σ.25
[2] Δημητρόπουλο Ε., Εκπαιδευτική αξιολόγηση- αξιολόγηση του μαθητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2003, σ.25
[3] David Blackledge and Barry Hunt, «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» ,Εκδ. Μεταίχμιο, 2000 σ.. 104
[4] S.Bowles and H. Gintis ,Schooling in Capitalist America ,(Routledge and Kegan Paul Λονδίνο 1976) σ..20-53 από David Blackledge and Barry Hunt, «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» ,Εκδ. Μεταίχμιο, 2000 σ..182-193
[5] P.Bourdie &J.Cl. Passeron «Οι Κληρονόμοι» Αθήνα, 1996
[6] Basil Bernstein «Παιδαγωγικοί κανόνες και κοινωνικός έλεγχος» Δευτ. έκδ. Αλεξάνδρεια
[7] Α.Φραγκουδάκη «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» Παπαζήση, 1985, σελ. 23
[8] Στο ίδιο , σ . 32
[9] Τσαούσης,Δ., Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική, , Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1996, σ.298
[10] Παπακωνσταντίνου Π., Εκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση στο σχολείο, Εκδ. Μεταίχμιο Αθήνα 1992, σ.126